Χριστουγεννιάτικα μηνύματα ελπίδας από την ηγεσία της Ορθοδοξίας
Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αναφέρεται στο μήνυμα των Χριστουγέννων ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος. Τονίζει, μεταξύ άλλων πως τίποτε, ακόμη και η πιο μεγάλη τραγωδία, δεν μπορεί να νικήσει την ελπίδα. Το μήνυμα των Χριστουγέννων μεταφέρουν όλοι οι ηγέτες της Ορθοδοξίας στους πιστούς.
- Ανδρουλάκης: Να επενδύσουμε στη βιωσιμότητα, την αειφορία και στις συνέργειες μεταξύ του τουρισμού
- «Ο Λίβανος βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης», λέει ο Μπορέλ
- «Οι θάνατοι από τροχαία ισοδυναμούν με 12 Τέμπη τον χρόνο - Πάνω από 120 θύματα εγκαταλείφθηκαν το 2024»
- Ο Σπηλιωτόπουλος εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε τη διακήρυξη του κόμματος Κασσελάκη
Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αναφέρεται στο μήνυμα των Χριστουγέννων ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος. Τονίζει, μεταξύ άλλων πως τίποτε, ακόμη και η πιο μεγάλη τραγωδία, δεν μπορεί να νικήσει την ελπίδα. Το μήνυμα των Χριστουγέννων μεταφέρουν όλοι οι ηγέτες της Ορθοδοξίας στους πιστούς.
Συγκεκριμένα, στο μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αναφέρει:
«Τα φετινά Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε σε μέρες δύσκολες και σκοτεινές. Μα το άστρο της Βηθλεέμ έρχεται να φωτίσει και πάλι τη ζωή μας. Να μας θυμίσει ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Ότι ο Θεός «λύτρωσιν απέστειλεν τω λαώ αυτού». Και ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει στρέφει τα μάτια του στον φτωχότερο και ενδοξότερο θρόνο του σύμπαντος, στην ταπεινή φάτνη. Και βλέπει εκεί φως μέγα.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας, ότι ο σύγχρονος βίος απειλείται όλο και περισσότερο από θλίψεις και δοκιμασίες. Ο κόσμος μας ζει το τέλος μιας εποχής και βιώνει την αγωνία ενός απειλητικού και αβέβαιου αύριο.
Μέ τα μάτια στραμμένα στο φως των Χριστουγέννων, θέλω να σας διαβεβαιώσω όλους και τον καθένα προσωπικά, με όση δύναμη διαθέτω, ότι ο Θεός μας αγαπά όλους και κανείς δεν στερείται το δικαίωμα στην ελπίδα.
Η χαρά που αναβλύζει από τη μεγάλη εορτή της γεννήσεως του Χριστού δεν είναι απλώς μια συναισθηματική εκτόνωση, αλλά οφείλεται στην επίγνωση ότι «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’Αυτού» (Ιωαν.4,9).
Χριστούγεννα σημαίνει, ότι οι λύπες, οι δοκιμασίες, οι δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε, ακόμα και οι τραγωδίες που μας πληγώνουν, δεν μπορούν να νικήσουν την ελπίδα. Διότι η αγάπη του Θεού σήμερα γίνεται άμεσα ψηλαφητή αφού ο Χριστός γεννήθηκε για να μας λυτρώσει από τις αληθινές αιτίες των δεινών μας: την αμαρτία και τον θάνατο.
Να γιατί είναι τόσο θλιβερό και ανάρμοστο οι άρχοντες του κόσμου τούτου να δρουν και να αποφασίζουν για τη ζωή μας σαν να μην γεννήθηκε ο Χριστός. Διότι από όπου εκδιώκεται ο Χριστός, όπου δεν Του παραχωρείται τόπος να γεννηθεί, όπου η διδασκαλία Του περιφρονείται, εκεί επικρατούν η εκμετάλλευση, η απληστία, η αλαζονεία και η μικροψυχία. Εκεί ο άνθρωπος ευτελίζεται και απαξιώνεται. Και τότε εμφανίζονται τραγικές οι συνέπειες, όπως η εξουθένωση και η εκμετάλλευση των φτωχών και των αδύναμων, οι οικονομικές κρίσεις, οι πόλεμοι και οι καταστροφές.
Σήμερα η χαρά και η ελπίδα χτυπούν και πάλι τη θύρα της καρδιάς μας. «Χριστός γεννάται, δοξάσατε!».
Ανέτειλε ο Ήλιος της δικαιοσύνης! Οι δοκιμασίες και οι δυσκολίες δεν μπορούν να μας καταβάλλουν. «Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστιν Χριστός Κύριος…» (Λουκ. 2,10-12).
«Χριστός γεννάται» και μας καλεί να κάνουμε ξανά την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού τρόπο ζωής και αντίδοτο στις θλίψεις.
Ας ενώσουμε, λοιπόν, τα χέρια και τις καρδιές μας για να εμποδίσουμε να γίνεται ο κόσμος μας κόλαση, ψάλλοντας χαρμόσυνα: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Στο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρει:
«Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἄγγελοι ψάλλουν τάς τρεῖς μεγαλειώδεις ταύτας διακηρύξεις καί ἡ μεγίστη πλειονότης τῶν ἀνθρώπων, ἄν καί ἑορτάζει Χριστούγεννα, δέν δύναται νά ἀντιληφθῇ τό νόημα τοῦ ἀγγελικοῦ αὐτοῦ ὕμνου καί διερωτᾶται ἐάν ὄντως σήμερον δοξάζεται ὑπό τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός καί διατί πρέπει νά δοξάζεται, ποῦ δύναταί τις νά εὕρῃ ἐπί γῆς τήν ἐξαγγελθεῖσαν εἰρήνην καί διά ποῖον λόγον ἡ σημερινή ἀνθρωπότης πρέπει νά ζῇ ἐν εὐδοκία.
Διότι, ὄντως, ἡ πλειονότης τῶν ἀνθρώπων δέν δοξάζει τόν Θεόν, οὔτε διά τῶν ἔργων της, οὔτε διά τῶν χειλέων της, ἀρκετοί δέ ἐξ αὐτῶν ἀμφισβητοῦν καί αὐτήν ταύτην τήν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ καί τήν παρουσίαν Του εἰς τήν ζωήν των. Εἶναι μάλιστα πολλοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν εἰς τόν Θεόν εὐθύνας, δι’ ὅσα δυσάρεστα συμβαίνουν εἰς τήν ζωήν των. Ἀλλ’ ὅμως οἱ τοιουτοτρόπως ἀγανακτοῦντες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ σφάλλουν βαρέως, καθ’ ὅσον τό κακόν δέν προέρχεται ἀπό Αὐτόν. Ἀντιθέτως, ἡ ἐξ ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπον σάρκωσις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τά ἐπακολουθήσαντα αὐτήν γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεώς Του, ἀναμορφώνουν τόν πιστόν εἰς τό ἀρχαῖον κάλλος καί χαρίζουν εἰς αὐτόν τήν αἰώνιον ζωήν καί τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν εἰρήνην καί καθιστοῦν αὐτόν συγκληρονόμον τῆς αἰωνίου βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῆς τοῦ Θεοῦ Συγκαταβάσεως, ἄν καί περικλείει τήν ἐσχάτην ταπείνωσιν, εἶναι ἀφ’ ἑαυτῆς ἱκανή νά ὑπερδοξάσῃ Αὐτόν. Οὕτως, ἄν καί πολλῶν ἀνθρώπων αἱ καρδίαι δέν δοξάζουν τόν Θεόν, ἀποδίδοται δόξα εἰς Αὐτόν, τόν ἐν ὑψίστοις οἰκοῦντα, ὑπό πάσης τε τῆς κτίσεως καί ὑπό τῶν ἀντιλαμβανομένων τά γενόμενα Ἀνθρώπων. Διό καί ἡμεῖς εὐγνωμόνως ἀναφωνοῦμεν μετά τῶν Ἀγγέλων τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» διά τήν μεγαλωσύνην τῶν ἔργων Του καί τό ἀσύλληπτον τῆς ἀγάπης Του πρός ἡμᾶς.
Ἡ ἀπορία ὅμως ἀφορᾷ καί εἰς τήν δευτέραν ἐξαγγελίαν τῶν ἀγγέλων «καί ἐπί γῆς εἰρήνη». Κατά ποῖον τρόπον εὑρίσκεται ἐπί γῆς εἰρήνη, ὅταν τό ἥμισυ σχεδόν τοῦ πλανήτου εἶναι εἴτε ἐν δράσει εἴτε ἐν προετοιμασία πολεμικῇ; Ἡ γλυκύφθογγος ἐξαγγελία τῶν Ἀγγέλων «ἐπί γῆς εἰρήνη» εἶναι βεβαίως πρωτίστως μία ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐάν οἱ ἄνθρωποι ἀκολουθήσουν τόν δρόμον τόν ὁποῖον τό τεχθέν Παιδίον ὑποδεικνύει εἰς αὐτούς, θά φθάσουν εἰς τήν ἐσωτερικήν εἰρήνην καί τήν εἰρηνικήν συμβίωσιν. Ἀλλά, φεῦ, μέγα μέρος τῶν ἀνθρώπων συγκινεῖται καί ἕλκεται ἀπό τά τύμπανα τοῦ πολέμου καί βαρυθυμεῖ εἰς τό ἄκουσμα τῆς ὑποσχέσεως τῆς εἰρηνικῆς ζωῆς. Δέν ὁμιλοῦμεν βεβαίως μόνον περί τῶν ζηλωτῶν τῶν δι’ ὅπλων πολεμικῶν συρράξεων, ἀλλά κυρίως περί ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μετατρέπουν τήν εὐγενῆ ἅμιλλαν εἰς σύγκρουσιν καί ἔφοδον κατά τῶν συνανθρώπων καί ἐπιδιώκουν τήν ἐξόντωσιν τοῦ ἀντιπάλου. Ὕπ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν, ὁ πόλεμος βιώνεται ὡς πραγματικότης μεταξύ τῶν μελῶν ἀντιτιθεμένων κοινωνικῶν ὁμάδων καί παρατάξεων, παντός εἴδους, ἐθνικῶν, κομματικῶν, συνδικαλιστικῶν, οἰκονομικῶν, ἰδεολογικῶν, θρησκευτικῶν, ἀθλητικῶν καί εἴ τινος ἄλλης, καί ὁ ψυχισμός τῶν μελῶν των διαμορφώνεται εἰς φιλοπόλεμον, ἀντί τοῦ, ὡς θά ἔπρεπε, φιλειρηνικοῦ. Αὐτό ὅμως δέν ἀναιρεῖ τήν ἀλήθειαν τῆς ἐξαγγελίας τῶν Ἀγγέλων, ὅτι διά τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τῶν διδαγμάτων Αὐτοῦ, θά ἐπικρατήσῃ ὄντως ἐπί γῆς ἡ εἰρήνη. Ὁ Χριστός ἦλθε κομίζων τήν εἰρήνην καί ἐάν αὐτή δέν κυριαρχῇ εἰς τόν κόσμον, εὐθύνονται οἱ μή ἀποδεχόμενοι καί μή βιοῦντες αὐτήν ἄνθρωποι, καί ὄχι ὁ προσφέρων αὐτήν Θεός.
Δεδομένης τῆς τοιαύτης στάσεως τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τῆς προσφερομένης ὑπ’ Αὐτοῦ εἰρήνης, δέν εἶναι παράδοξον τό γεγονός ὅτι σπανίζει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἡ εὐδοκία. Ἡ καλή διάθεσις τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους εἶναι δεδομένη, καί τά εὐμενῆ ἐπακόλουθα αὐτῆς ἐνεργά μέν δι’ ὅλους κατ’ ἀρχήν τούς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως δέ αἰσθητά διά τούς ἐμπράκτως ἀποδεχομένους τάς ἀνωτέρω ἀγγελικάς ἐξαγγελίας. Ἀντιθέτως, διά τούς ἀρνουμένους αὐτάς καί ἐπιδιδομένους εἰς τήν ἀλληλοεκμετάλλευσιν καί τόν ἀλληλοσπαραγμόν, αἱ συνέπειαι βιοῦνται ὡς κρίσις ἀγωνίας καί ἄγχους, ὡς κρίσις οἰκονομική καί ὡς κρίσις σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς μας καί ἀβεβαιότης ὑπαρξιακή.
Ἀδελφοί καί τέκνα Κυρίῳ ἀγαπητά,
Πάντα λοιπόν τά ὑπό τῶν Ἀγγέλων ἐξαγγελθέντα κατά τήν Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἀγαθά ὑπάρχουν καί σήμερον καί βιοῦνται ἐν πληρότητι ὑπό τῶν πιστευόντων εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεάνθρωπον καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπό ἐφέτος νά βιώνωμεν τά Χριστούγεννα ὡς ἀρέσει εἰς τόν ἀγαθοδότην Θεόν, διά νά βιώσωμεν τήν ἐπί γῆς καί ἐντός τῶν καρδιῶν μας ἀνυπέρβλητον Εἰρήνην καί τήν πλήρη ἀγάπης εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς. Ἄς καταστήσωμεν ἑαυτούς πρόσωπα κοινωνοῦντα ἀγαπητικῶς μετά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου, μετατρεπόμενοι ἀπό ἄτομα εἰς πρόσωπα. Ἄς ἀποβάλωμεν τά προσωπεῖα τοῦ διεσπασμένου καί ἀποκεκομμένου ἀπό τόν Θεόν καί τήν εἰκόνα Αὐτοῦ, τόν συνάνθρωπον, τόν πλησίον, ἐγωϊστικοῦ ἀτόμου, καί ἄς ἐκπληρώσωμεν τόν προορισμόν μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὁμοίωσις πρός τόν Θεόν διά τῆς ἐμπράκτου πρός Αὐτόν πίστεώς μας. Ἄς γίνωμεν καί ἡμεῖς ἀναμεταδόται τῶν ἀγγελικῶν ἐξαγγελιῶν πρός τήν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία δεινῶς πάσχει καί δέν δύναται νά εὕρῃ, διά τῶν μέσων τά ὁποία συνήθως χρησιμοποιεῖ, τήν Εἰρήνην καί τήν Εὐδοκίαν. Ἡ μόνη ὁδός ἀπαλλαγῆς ἐκ τῶν πολεμικῶν καί τῶν οἰκονομικῶν καί τῶν πάσης φύσεως κρίσεων εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς διεβεβαίωσεν ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Δοξάζομεν, λοιπόν, ὁλοκαρδίως τόν ἐν Ὑψίστοις καί μεταξύ ἡμῶν ἀναστρεφόμενον Συγκαταβάντα Ἰησοῦν Χριστόν καί συνδιακηρύσσομεν μετά τῶν Ἀγγέλων ὅτι εἶναι ἐφικτή καί ὑπάρχει ὄντως ἐπί τῆς γῆς καί ἐντός τῶν καρδιῶν μας ἡ Εἰρήνη, διότι κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ, ὡς Αὐτός ηὐδόκησε σαρκωθείς διά τῆς Γεννήσεως Αὐτοῦ ἐν Φάτνῃ.
Ἄς ζήσωμεν, λοιπόν, ἀδελφοί, καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, τήν χαράν τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τήν πρόγευσιν τῶν ὅσων ἀγαθῶν διά τόν ἄνθρωπον διακηρύσσει ἡ τριπλῆ ἀγγελική ἐξαγγελία. Γένοιτο».
Στο μήνυμά του ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος αναφέρει:
«»Δεύτε ίδωμεν πιστοί,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
ακολουθήσωμεν λοιπόν,
ένθα οδεύει ο αστήρ».
(Κάθ. Όρθρ. Χριστουγέννων).
Η ανά τα πέρατα της Οικουμένης Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία εορτάζει σήμερον γεγονός υπερφυές και εξαίσιον, θαυμαστόν και σωτήριον. Εορτάζει και πανηγυρίζει το γεγονός της άκρας φιλανθρωπίας του Θεού, της αμετρήτου και ανεικάστου αγάπης Αυτού προς τον άνθρωπον.
Ποίον το γεγονός τούτο, δια το οποίον χαίρει και αγάλλεται η Εκκλησία; Είναι το γεγονός ότι ο Θεός επ’ εσχάτων των χρόνων, επί της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορος Καίσαρος Οκταβιανού Αυγούστου, επεσκέφθη το πλάσμα του, τον άνθρωπον, με τρόπον πρωτοφανή, ανήκουστον και ανεπανάληπτον. «Ιδών είδε την κάκωσιν» του ανθρώπου υπό του διαβόλου και της αμαρτίας και ευσπλαγχνισθείς ελάλησεν αυτώ ουχί ως πάλαι εν τοις προφήταις αλλ΄ εν Υιώ (Εβρ. 1, 1 -2), εν τω Υιώ Αυτού τω μονογενεί, τω προαιωνίως «όντι εν τοις κόλποις Αυτού», (Ιω.1, 18). Τούτον, «όντα ίσον τω Θεώ», (Φιλιππ. 2, 6), «εξαπέστειλε ο Θεός εις τον κόσμον, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν», (Γαλ. 4, 5).
Ούτος άναρχος, άχρονος και ασώματος ων, έλαβεν αρχήν χρονικήν και εσωματώθη εκ Πνεύματος Αγίου και εκ των αγνών αιμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ότε αύτη απεδέχθη τον ουράνιον ευαγγελισμόν δια στόματος του αρχαγγέλου Γαβριήλ εις την Ναζαρέτ, (Λουκ. 1, 38). Ο Θεός «ούτως οίδεν, ούτως ηθέλησεν, ούτως ηυδόκησε», να σώση τον άνθρωπον δι’ ενανθρωπήσεως του Υιού αυτού. Τούτο είναι η δυναμική, ουχί δυναστική επέμβασις του Θεού εις την ζωήν και την ιστορίαν του ανθρώπου. Είναι το λεγόμενον υπό του θεοφόρου πατρός της Εκκλησίας Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι «Θεός νοούμενος ο Χριστός, εισβέβηκεν εις την οικουμένην, μέρος κόσμου πεφηνώς ως άνθρωπος», ( Περί ορθής πίστεως, PG 76, 1177) και ότι ο «Θεός κατακιρνάται τη ανθρωπίνη φύσει, ίνα τω ύψει του Θεού συναπαρτισθή το ανθρώπινον», (Κατά Ανθρωπομορφιστών, κεφ. ΚΑ΄, PG 76, 1152).
Το ευαγγελισθέν μυστικώς τη αειπαρθένω εις την Ναζαρέτ, εφανερώθη εκδηλώτερον τοις ανθρώποις εις την Βηθλεέμ. Εις την πόλιν ταύτην και εις το θεοδέγμον Σπήλαιον τούτο η Παρθένος, «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2, 7). Εις τον «άφθορον τόκον τούτον, εις την σαρκοφόρον εμφάνισιν του Θεού επί της γης και την συναστροφήν αυτού μετά των ανθρώπων», ο Θεός εκάλεσε μάρτυρας, «μάγους σοφούς εξ ανατολήν», (Ματθ. 2, 1-2), τοις άστροις το πριν λατρεύοντας, και υπό αστέρος διδασκομένους νυν προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης. Ωσαύτως εκάλεσε ανθρώπους απλοϊκούς, «ποιμένας αγραυλούντας επί την ποίμνην αυτών», (Λουκ. 2, 8). Τούτους εκάλεσε δι’ αγγέλων, πληρωσάντων τον ουρανόν με τον ηδύμολπον ύμνον: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», (Λουκ. 2, 14).
Με τον ουράνιον αγγελικόν ύμνον τούτον ανηγγέλθη η μετά σαρκός επίσκεψις του μονογενούς Υιού του Θεού εις τον κόσμον ως «άρχοντος της ειρήνης», ως «καταλλαγής Θεού και ανθρώπων» (Β’Κορ. 5, 18). Επί του θεμελίου λίθου τούτου, του προσώπου του Εναθρωπήσαντος και του μετά ταύτα έργου Αυτού, της ειρηνοποιού διδασκαλίας, των ευεργετικών δια τους ανθρώπους σημείων, του θυσιαστικού και λυτρωτικού σταυρού, της ζωοποιού Αναστάσεως και της ενδόξου Αναλήψεως Αυτού, εστηρίχθη το σώμα Αυτού, η Εκκλησία. Λαβούσα αύτη δύναμιν εξ ύψους παρά του Αγίου Πνεύματος του Χριστού, εκήρυξεν εκ του υπερώου άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, ειρήνην τοις εγγύς και τοις μακράν. Μετήγαγε τους ανθρώπους εκ του σκότους της αγνωσίας και της ειδωλολατρείας εις το φως της αληθούς γνώσεως και της εν Πνεύματι λατρείας. Η Εκκλησία τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε.
Την διακονίαν ταύτην του ανθρώπου συνεχίζει ανά τα πέρατα της οικουμένης η Εκκλησία, πιστή εις την παραδοθείσαν αυτήν αλήθειαν άχρι της σήμερον. Ενεργώς και αθορύβως μετέχει η Εκκλησία ως ο Ιδρυτής αυτής εις την ανθρωπίνην ζωήν. Ακροάται μετά πλείστης ποιμαντικής φροντίδος και μερίμνης την ανθρωπίνην κραυγήν της αγωνίας και αβεβαιότητος, της ανεργίας και απελπισίας. Συμπάσχει με τον πάσχοντα άνθρωπον και συμπαραστέκεται ως φιλόστοργος μήτηρ, επιτελούσα έργον αγιαστικόν δια των μυστηρίων εις τα μέλη αυτής, έργον συμφιλιωτικόν και συνδιαλλακτικόν αναμέσον των διαφιλονεικούντων εθνών, έργον φιλανθρωπικόν και κοινωνικόν εις τους ενδεείς, θύματα της απληστίας και της οικονομικής διαφθοράς. Υψώνει φωνήν διαμαρτυρίας δια το ότι και σήμερον ακόμη εις τον εικοστόν πρώτον αιώνα, υπάρχουν άνθρωποι, θύματα της πολεμικής και τρομοκρατικής βίας, άνθρωποι διακινούμενοι ως εμπορεύματα και ποικίλην εκμετάλλευσιν υφιστάμενοι, στερούμενοι θείων αγαθών της ζωής, ύδατος, άρτου, του δικαιώματος της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας και της προσβάσεως εις τας πατρογονικάς αυτών εστίας.
Το αγιαστικόν, φιλάνθρωπον, ειρηνευτικόν και πολιτιστικόν έργον τούτο σεμνύνεται να επιτελή η των Ιεροσολύμων Εκκλησία, εις τους τόπους της μετά σαρκός θείας εμφανείας, την εκκλησιαστικήν αυτής δικαιοδοσίαν, εις τα Πανάγια αυτής Προσκυνήματα, τους ιερούς ναούς και τα ευαγή αυτής καθιδρύματα, εστίας πνευματικού ανεφοδιασμού και οάσεις πνευματικής αναψυχής. Οι Πατριάρχαι αυτής, κατ’ εξοχήν δε εκ τούτων ο άγιος Σωφρόνιος, απεδείχθησαν πρωτεργάται ειρήνης, κλάδον ελαίας κρατούντες και τείνοντες. Αψευδής μάρτυς όλων τούτων, η ιερά αύτη Κωνσταντίνειος Βασιλική, η υπερβαίνουσα τη θεία δυνάμει τας διακυμάνσεις της ιστορίας, η συνάγουσα εις αυτήν λαούς και φυλάς της γης αδιακρίτως θρησκείας και χρώματος και αποτελούσα σήμερον την καρδίαν της Παλαιστινείου γης.
Εκ ταύτης της Βασιλικής και εκ του θεοδέγμονος τούτου Σπηλαίου απευθύνομεν χαιρετισμόν ειρήνης και Πατριαρχικής και Πατρικής ευχής και ευλογίας εν Χριστώ υπερφυώς εκ Παρθένου Τεχθέντι εις πάντα τα πνευματικά Ημών τέκνα εν τοις ορίοις της Αγίας Γης και οπουδήποτε γης, ως και εις πάντας τους αγαπώντας τας πύλας Σιών της Αγίας».
Στο μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος αναφέρει:
«Υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου
“Θεός εφανερώθη εν σαρκί” (Α΄Τιμ. 3:16)
H υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου είναι βασικό μήνυμα της σημερινής μεγάλης εορτής του χριστιανικού κόσμου. Ακόμη και ο πιο τολμηρός νους δεν είχε ποτέ υποπτευθεί ότι ο Ίδιος ο απρόσιτος και ακατάληπτος Θεός θα προσελάμβανε την ανθρώπινη φύση και θα εφανερώνετο “εν σαρκί”. Για την κλασική λογική, κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα του αδυνάτου.
Αυτήν ακριβώς την υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου πανηγυρίζουμε σήμερα. Και καλούμεθα να τη χαρούμε, παρά τη σκληρή πραματικότητα την οποία βιώνουμε. Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, εισήλθε στην ανθρώπινη Ιστορία. Το “εφανερώθη” υπαινίσσεται την προηγούμενη αΐδιο ζωή του Λόγου. “Θεός ην καί Θεού υιός, καί αόρατον έχων τήν φύσιν, δόλος άπασιν ενανθρωπήσας εγένετο” (Θεοδώρητος, επίσκοπος Κύρου). Η ελευθερία του Θεού δεν γνωρίζει όριο. Όπως καί η αγάπη Του, που είναι τό ουσιαστικό ιδίωμά Του.
“Καί ο Λόγος σάρξ εγένετο καί εσκήνωσεν εν ημίν” (Ιω.1:14). Προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο σώμα, ο Υιός και Λόγος του Θεού φανέρωσε ταυτόχρονα την απέραντη αξία και τη μοναδική σημασία που έχει το υπέροχο αυτό δημιούργημά Του. Και αποκάλυψε ότι τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει κατοικητήριο του Θεού. Με την ενανθρώπησή Του, ο Χριστός έδειξε την ασύλληπτη στον ανθρώπινο νου δυναμική της ελευθερίας και της αγάπης του προσωπικού Θεού. Τοποθέτησε σε νέα βάση τις ανθρώπινες σχέσεις μαζί Του.
Όσοι με πίστη και αγάπη προσβλέπουμε στόν ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, γνωρίζουμε ότι Αυτός παραμένει, τελικά, η οδός (Ιω.14:6) που οδηγεί, με τρόπο θαυμαστό, σε διεξόδους ζωής. Και πολλοί έχουμε προσωπική εμπειρία, ότι εκεί που όλα εφαίνοντο κλειστά και ζοφερά, άνοιξε δρόμους λυτρωτικούς.
Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, την οποία αποκαλύπτουν τα Χριστούγεννα, δεν γίνεται με μεγαλοπρεπείς δημόσιες εξαγγελίες και υποσχέσεις. Οι παρεμβάσεις του Θεού παραμένουν διαχρονικά αθόρυβες και μυστικές. Τις χαρακτηρίζει η απλότητα και η ταπείνωση, ενώ συγχρόνως διατηρούν μια εξαιρετική πρωτοτυπία. Και οι επεμβάσεις αυτές συνεχίζονται διά μέσου τών αιώνων.
Οι νόμοι της φύσεως που διέπουν τον κόσμο δεν αποκλείουν την παρέμβαση του Δημιουργού, Νομοθέτου και Προνοητού Θεού. Με την ελευθερία και την αγάπη Του, δεν έπαυσε να ενεργεί, όταν Εκείνος κρίνει, για την υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, με τρόπους θαυμαστούς. Όταν, βεβαίως, δεν υπάρχει η πίστη προς τον αγαπώντα και ελεύθερο πάσης αναγκαιότητος Θεό, ο άνθρωπος αρνείται τη δυνατότητα του θαύματος. Ο πιστός χριστιανός, εν τούτοις, δέχεται ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως και ζητεί από Εκείνον, ο Οποίος είναι άπειρος και παντοδύναμος, να του χαρίσει την υπερλογική δυνατότητα και τον φωτισμό να αποδεχθεί και να βιώσει το θαύμα.
Τον τελευταίο καιρό, οι σκληρές συνθήκες που έχει προκαλέσει η γενικότερη ηθική και οικονομική κρίση έχουν δημιουργήσει πληθώρα αδιεξόδων. Σ΄αυτή την ομιχλώδη και πνιγηρή ατμόσφαιρα, η εορτή των Χριστουγέννων έρχεται να προσφέρει παρήγορο φως. Να βεβαιώσει ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος για να μείνει εσαεί “μεθ΄ ημών”. Ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, έστω και αν συχνά Τον λησμονούμε και συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει.
Ο Χριστός καταργεί, με τρόπους θαυμαστούς, τα ανθρωπίνως αδύνατα. “Ότι ούκ αδυνατίσει παρά τω Θεω παν ρήμα” (Λουκ. 1:37). Δεν είναι όμως “ο από μηχανής θεός” της αρχαίας τραγωδίας. Σέβεται την ελευθερία μας και αναμένει και από εμάς να χρησιμοποιήσουμε τις δυνατότητες που έχει χαρίσει στην ανθρώπινη φύση μας.
Υπάρχουν πολλά που συνήθως ονομάζουμε “αδύνατα”, τα οποία καλούμεθα με τη χάρη Του να υπερβούμε. Αρχίζοντας από τα άμεσα και προσωπικά. Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει σχεδόν αδύνατο να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, τη φιλαυτία, την πλεονεξία, τη φιληδονία· την ταση να λέμε ψέμματα, να αδιαφορούμε για τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα, την αλληλεγγύη. Ακόμη, παράλληλα, δηλώνουμε ότι μας είναι “αδύνατο” να αναλάβουμε, για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, πρωτοβουλίες που απαιτούν θυσίες.
Αντίθετα, η πίστη και η προσωπική σχέση με τον Χριστό, αποδεσμεύουν και ενεργοποιούν κρυμμένες μέσα μας δυνάμεις για την υπέρβαση των ανθρωπίνως αδυνάτων. Μεταγγίζουν συγχρόνως εκπληκτική ζωτικότητα στην ανθρώπινη ψυχή, για να αντέχει και στις πιο αντίξοες συνθήκες στερήσεως, κατατρεγμού, πιέσεων· και να συνεχίζει να δρα με αισιοδοξία δημιουργική. Την εμπειρία αυτή συμπυκνώνει η μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου: “Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ”.
Οι εορτές της Εκκλησίας μας καλούν να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας. Να συνέλθουμε από την ταραχή και την κατάθλιψη. Να ανανεώσουμε την πίστη και τη βεβαιότητά μας ότι ο Χριστός, του Οποίου την έλευση στόν κόσμο εορτάζουμε, παραμένει “μεθ΄ ημών”· ότι «τά αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ έστιν” (Λουκ. 18:27). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς. Να συντονίσουμε τη ζωή μας με το θέλημα το δικό Του. Και η προσωπική αυτή αλλαγή αντανακλά πάντοτε ευεργετικά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο· τονώνει την αντοχή, την αλληλεγγύη, την ειρήνη, τη δημιουργικότητα, με τρόπους που συχνά παραμένουν αθέατοι αλλά που είναι ουσιαστικοί.
“Θεός εφανερώθη εν σαρκί”. Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου παραμένει κεντρικό μήνυμα των Χριστουγέννων και προσωπική εμπειρία εκείνων που ζουν εν Χριστώ.
Εύχομαι εκ καρδίας, η πεποίθηση αυτή να δυναμώσει μέσα μας κατά την εορταστική αυτή περίοδο, να μας παρηγορεί και να μας στηρίζει στο έτος που έρχεται.
Ευλογημένα Χριστούγεννα. Με γαλήνια καρτερία ο νέος χρόνος».
Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις