Μακεδονικό: Το κυβερνητικό «κόλπο» με ιθαγένεια και εθνότητα
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποσυνδέσει ιθαγένεια και εθνότητα. Όμως, τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα, πρώτα και κύρια στο πώς ιστορικά αντιμετωπίσαμε τέτοια θέματα στην Ελλάδα
Ήταν από τις λίγες στιγμές στη χτεσινή έντονα προεκλογική αντιπαράθεση στη Βουλή όπου έγινε μια συζήτηση περί ενός πραγματικού ερωτήματος.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επανέλαβε την κατηγορία ότι η κυβέρνηση με τη συμφωνία των Πρεσπών εκχώρησε στους βόρειους γείτονες μας το δικαίωμα να αναφέρονται σε «μακεδονική εθνότητα».
Η κριτική αναφέρεται στην παρ. b του άρθρου 1 της συμφωνίας όπου αναφέρεται ότι: “The nationality of the Second Party shall be Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonia, as it will be registered in all travel documents”. Στην επίσημη ελληνική μετάφραση του κειμένου το ίδιο σημείο αποδίδεται ως εξής: «Η ιθαγένεια του Δεύτερου Μέρους θα είναι Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτή θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα».
Η απάντηση του πρωθυπουργού θα είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγχέει την έννοια του έθνους και της εθνότητας με την έννοια της ιθαγένειας και μάλιστα προς επίρρωση του ισχυρισμού επέδειξε μια ελληνική αστυνομική ταυτότητα που αναφέρει «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ / HELLENIC NATIONALITY».
Η τοποθέτηση αυτή του πρωθυπουργού αντιστοιχούσε και σε μια σχετική γνώμη του ίδιου του υπουργείου Εξωτερικών, την οποία είχε διακινήσει με τη μορφή non paper τις προηγούμενες μέρες.
Τα επιχειρήματα
Η επιχειρηματολογία είναι η εξής: η ιθαγένεια – υπηκοότητα, που είναι η ελληνική απόδοση των όρων nationality – citizenship, αναφέρεται στο νομικό δεσμό ενός κράτους με τους πολίτες του και δεν αναφέρεται στο έθνος. Κατά συνέπεια πρέπει να διακριθεί από την εθνότητα (ethnicity) που είναι ο δεσμός με ένα έθνος. Το έθνος ορίζεται με βάση στοιχεία όπως η κοινή γλώσσα, η κοινή καταγωγή, οι κοινές παραδόσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις η κοινή θρησκεία, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί με το κράτος που είναι το βασικό υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια η αναγνώριση «μακεδονικής ιθαγένειας» δεν σημαίνει αναγνώριση και «μακεδονικής εθνότητας».
Η επιχειρηματολογία αυτή όντως αντιστοιχεί σε μια ορισμένη ερμηνεία των ζητημάτων που αφορούν την ιθαγένεια. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι εκπροσωπεί την πιο προοδευτική αντίληψη για τον ορισμό της ιθαγένειας που τη συνδέει με τη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή ενός κράτους, στο πολιτικό σώμα που ορίζουν οι δημοκρατικοί του θεσμοί, στην αποδοχή της έννομης τάξης και την αποσυνδέει από την κοινή καταγωγή.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια αντίληψη που κάνει μια διάκριση ανάμεσα στον «λαό» και το «έθνος», θεωρώντας ότι το σύνολο των πολιτών ορίζουν το «λαό» χωρίς να χρειάζεται να αναχθούν σε ένα κοινό «έθνος».
Είναι επίσης μια αντίληψη που προσπαθεί να υπερβεί τα όρια του «δικαίου του αίματος» (jus sanguinis) το οποίο θεωρεί ότι η ιθαγένεια συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την καταγωγή. Αντίθετα, η συγκεκριμένη αντίληψη εισάγει τη δυνατότητα να πολιτογραφηθεί κάποιος που μπορεί να γεννήθηκε ή να κατοίκησε επί μακρόν σε μια επικράτεια ακόμη και εάν δεν κατάγεται από την βασική εθνότητα που κατοικεί σε αυτή.
Όμως αυτό που δεν είπε ο πρωθυπουργός (και δεν αναφέρει ούτε το υπουργείο Εξωτερικών) είναι ότι αυτή η ερμηνεία δεν είναι η μόνη εντός της ελληνικής νομικής παράδοσης και έννομης τάξης. Αντίθετα, υπάρχει και αντίθετη άποψη με ισχυρά ερείσματα στη δικαστική εξουσία.
Από το 2010
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο ερμηνείες είχε έρθει στο προσκήνιο με αφορμή την αναθεώρηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας του 2010. Η μεταρρύθμιση αυτή για πρώτη φορά επέτρεπε την αυτόματη κτήση της ιθαγένειας εφόσον ένας γονιός είχε γεννηθεί και διαμένει στη χώρα και το δικαίωμα απόκτησης της ιθαγένειας από παιδιά αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έχουν συμπληρώσει 6 χρόνια φοίτησης σε σχολείο.
Όμως οι βασικές πλευρές της μεταρρύθμισης αυτής αμφισβητήθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αρχικά με την απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ και εν συνεχεία με την 460/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που οριστικά έκρινε ως αντισυνταγματικές τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην πλειοψηφούσα και τη μειοψηφούσα άποψη του ΣτΕ έφερε στο προσκήνιο μια βαθύτερη σύγκρουση για το πώς ορίζουμε στην Ελλάδα το «λαό» ως σύνολο των πολιτών και το «έθνος».
Η πλειοψηφούσα άποψη του ΣτΕ σαφώς έκρινε ότι η ιθαγένεια συνδέεται με την έννοια του έθνους. Υποστήριξε ότι «το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία» και ότι απόδοση της ιθαγένειας προϋποθέτει την «ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση)».
Η μειοψηφία στο ΣτΕ
Αντίθετη ήταν η γνώμη της μειοψηφίας του ΣτΕ που επέμεινε σε έναν ορισμό της ιθαγένειας ως «νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό κράτος, (και όχι με το ελληνικό έθνος)». Σε αυτό το πλαίσιο οι μειοψηφούντες δικαστές υποστήριξαν ότι δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη «να θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσης εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών» και επέμειναν ότι «είναι σαφής κατά το Σύνταγμα η διάκριση λαού και έθνους».
Τελικά, η μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας θα ολοκληρωθεί το 2015 με τον νόμο 4332/2015 που θα δώσει τη δυνατότητα να αποκτούν την ιθαγένεια παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα με βάση τρία κριτήρια: νόμιμη 5ετή διαμονή ενός γονιού κατά τη γέννηση, μόνιμη διαμονή ενός γονιού κατά τη δήλωση και εγγραφή στο δημοτικό. Αντίστοιχα για τα παιδιά που πήγαν σχολείο όρισε τα 9 χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή τα 6 χρόνια γυμνασίου και λυκείου. Ήταν εμφανής η προσπάθεια να προσπεραστούν τυχόν αντιρρήσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Όπως είχαν παρατηρήσει όσοι σχολίασαν αυτή τη νομική και θεσμική διαδικασία, η αντιπαράθεση έφερε στο προσκήνιο όλα τα ανοιχτά ερωτήματα που αφορούν το πώς ορίζεται ο «δήμος» των σύγχρονων δημοκρατιών. Σχηματικά δύο δρόμοι ανοίγονται:
Είτε θα επιμείνουμε στην στενή σχέση έθνους και λαού, σχέση που υποδηλώνει η ίδια η έννοια του «έθνους- κράτους», με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η αντικειμενική διαπίστωση ότι οι μόνιμοι πληθυσμοί των σύγχρονων κρατών είναι ολοένα και πιο «πολυεθνικοί», που σημαίνει ότι η σύνδεση της ιθαγένειας με την εθνότητα εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποκλεισμού μεγάλου μέρους των δυνάμει πολιτών.
Είτε θα δοκιμάσουμε να αποσυνδέσουμε την έννοια του λαού από αυτή του έθνους ως κοινής καταγωγής, ορίζοντάς τον «λαό» ως την πολιτική κοινότητα όσων κατοικούν μόνιμα και συμμετέχουν ενεργητικά στην κοινωνική και πολιτική ζωή μιας χώρας, όλων εκείνων που διαβιούν, εργάζονται, φορολογούνται, είτε έχουν καταγωγή είτε όχι, κατεύθυνση που μεταφέρει το επίπεδο της «κοινής ταυτότητας» από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον.
Σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες
Είναι προφανές, επομένως, ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το υπουργείο Εξωτερικών χρησιμοποιούν μια επιχειρηματολογία που αντιστοιχεί και στη δεύτερη κατεύθυνση. Αυτή μπορεί να είναι αναμφίβολα πιο προοδευτική, όμως είναι ακόμη διακυβευόμενη και διαμφισβητούμενη στην ίδια την ελληνική έννομη τάξη, όπως εμμέσως και η ίδια η κυβέρνηση παραδέχτηκε κινούμενη πιο προσεκτικά στη μεταρρύθμιση του 2015.
Όμως υπάρχει και ένα άλλο θέμα. Αφήνοντας κατά μέρος τα ζητήματα που αφορούν την ιθαγένεια και την ιδιότητα του πολίτη, είναι σαφές ότι απέχουμε από την αποσύνδεση της λαού και του έθνους στις σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες.
Για να το πούμε διαφορετικά: μια πλήρως πολιτική θεώρηση του λαού, του «δήμου», αποτελεί ακόμη ένα ζητούμενο στις σύγχρονες δημοκρατίες. Την ίδια στιγμή υπάρχουν εξακολουθούμε να βλέπουμε τη διαμόρφωση κρατών και διαδικασίες εθνικής συγκρότησης, επομένως απέχουμε από τη μετάβαση από τα έθνη στις απλώς πολιτικές κοινότητες.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια προσπάθεια όχι απλώς να λυθεί ένα διακρατικό θέμα, αλλά και να ολοκληρωθεί μια διαδικασία συγκρότησης ενός κράτους στα βόρεια σύνορά μας. Ενός κράτους που διεκδικεί να είναι και έθνος-κράτος όπως τα περισσότερα κράτη.
Το κράτος αυτό δεν διεκδίκησε στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα απλώς την αναγνώριση ενός ονόματος, έστω και με το συμβιβασμό της σύνθετης ονομασίας, αλλά και την αναγνώριση μιας ορισμένης «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας ως στοιχείο δικής του συνοχής.
Ο συμβιβασμός
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θεμιτός συμβιβασμός ή ακόμη και ως αμοιβαία επωφελής συμφωνία ο συνδυασμός ανάμεσα στη σύνθετη ονομασία, ως βασική εξασφάλιση της ελληνικής πλευράς ως προς ζητήματα αλυτρωτισμών, και την αναγνώριση ως ένα βαθμό «μακεδονικής» ταυτότητας (αποσυνδεμένης από την αρχαιότητα) ως στοιχείο που εξασφαλίζει τη συνοχή του γειτονικού κράτους, στο βαθμό που η συνοχή και η σταθερότητά του θεωρούνται αναγκαίες πλευρές της συνολικής σταθερότητας της περιοχής.
Όμως, παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση επέλεξε σε αυτό το θέμα να μην παρουσιάσει με τρόπο σαφή αυτή τη διάσταση αλλά να κάνει μια ιδιότυπη ακροβασία.
Χρησιμοποίησε, δηλαδή, μια προοδευτική και ριζοσπαστική ερμηνεία της ιθαγένειας, την οποία η ίδια διστάζει να ενσωματώσει πλήρως στην ελληνική έννομη τάξη, ως επιχείρημα για να πείσει ότι δεν έκανε υποχωρήσεις από την «εθνική γραμμή» και δεν αναγνώρισε μακεδονική εθνότητα, αντί να μιλήσει για την ουσία της συμφωνίας και σε αυτή τη βάση να απαντήσει στις όποιες αμφισβητήσεις.
Όμως, είναι ακριβώς τέτοιοι «χειρισμοί» της δημόσιας συζήτησης που δεν επιτρέπουν να συζητούμε την ουσία των ζητημάτων, τροφοδοτώντας τελικά μια αντίληψη της πολιτικής συζήτησης ως αντιπαράθεσης ανάμεσα σε φραστικά πυροτεχνήματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις