Πώς και γιατί «ναυάγησαν» οι Πρέσπες – Τι θα γίνει την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος
Η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος βρίσκει και τις δύο χώρες αντιμέτωπες με τις εσωτερικές πολιτικές αντιφάσεις τους
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι «από τα πάνω» σχεδιασμοί, υπάρχουν πάντα και οι δυναμικές της ίδιας της κοινωνίας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήρθε ως αποτέλεσμα διεργασιών και μετασχηματισμών στο εσωτερικό των δύο κοινωνιών. Αντίθετα, και στις δύο πλευρές των συνόρων ήταν ένας σχεδιασμός που έγινε σε επίπεδο ανώτατου πολιτικού δυναμικού, σε συνθήκες μυστικής διπλωματίας και υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα, πρώτα και κύρια των ΗΠΑ αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι τυχαίο, πως παρ’ ότι και στην Ελλάδα και στην ΠΓΔΜ βρίσκονται στην εξουσία κυβερνήσεις που εκπροσώπησαν αιτήματα πολιτικής αλλαγής, ενάντια στα Μνημόνια στην Ελλάδα, ενάντια στη διαφθορά στην ΠΓΔΜ, σε καμία από τις δύο χώρες δεν τέθηκε στις αντίστοιχες προεκλογικές εκστρατείες, το 2015 στην Ελλάδα και το 2016 στην ΠΓΔΜ, ως επίδικο το ζήτημα ενός αμοιβαίου συμβιβασμού όπως αυτός που περιλήφθηκε στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μάλιστα, στην Ελλάδα το θέμα παρέμενε σε πολύ χαμηλή θέση στην κυβερνητική ατζέντα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Αλέξης Τσίπρας στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβέρνησής του έκανε αναφορά στο ζήτημα (θέτοντας ως στόχο την «εξεύρεση, στο πλαίσιο συνομιλιών υπό τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αμοιβαία αποδεκτής λύσης στη διαφορά για όνομα με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στη βάση μίας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις»), στην αντίστοιχη ομιλία τον Οκτώβριο του 2015 δεν έκανε κάποια συγκεκριμένη αναφορά.
Αντίστοιχα και στην ΠΓΔΜ το βασικό άγχος ήταν να υπάρξει ένας κυβερνητικός συνασπισμός το 2016 και να αποφευχθεί μια παραλυτική πολιτική κρίση.
Πώς φτάσαμε στη συμφωνία
Σε αυτό το πλαίσιο, ο καταλυτικός παράγοντας ήταν όντως η προοπτική της ένταξης στο ΝΑΤΟ, όπως αναδύθηκε ως προτεραιότητα στο πλαίσιο της προσπάθειας των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν θετικό συσχετισμό στα Δυτικά Βαλκάνια στον ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία. Η προσπάθεια αυτή συνέπεσε με την επανεμφάνιση του ερωτήματος της διεύρυνσης στην ΕΕ, με τη Γερμανία να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την ΠΓΔΜ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Ζάεφ θεώρησε ότι θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει τις ενταξιακές διαδικασίες και άρα να καταφέρει αυτό που δεν κατάφεραν οι κυβερνήσεις του VMRO, δηλαδή την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα από τη μεριά της θεώρησε ότι θα μπορούσε να διευκολύνει τα αμερικανικά σχέδια και άρα να έχει μια συνολικά ευμενέστερη μεταχείριση και σε άλλα ζητήματα (ξεκινώντας από το χρέος και τα ευρύτερα ζητήματα της «μεταμνημονιακής περίοδου»), ενώ εκτίμησε ότι θα μπορούσε να έχει πολιτικά οφέλη από την επίλυση μιας μακρόχρονης εκκρεμότητας ιδίως από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το μόνο κόμμα με τόσο καθαρή θέση υπέρ ενός συμβιβασμού στο ονοματολογικό.
Ως προς το ίδιο το πλαίσιο της συμφωνίας, αυτό ήταν λίγο πολύ δεδομένο εξαρχής. Σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις, ώστε να καθησυχάζονται οι ελληνικές ανησυχίες, και αναγνώριση ενός είδους «μακεδονικής» ταυτότητας, ώστε να μην ακυρώνεται ο όποιος αυτοπροσδιορισμό των πολιτών της γειτονικής χώρας.
Τα αγκάθια της συμφωνίας
Το αγκάθι της συμφωνίας εξαρχής ήταν το κατά πόσο θα γινόταν αποδεκτή από τα αντίστοιχα εκλογικά σώματα.
Στην μεν Ελλάδα ο τρόπος που είχε διαμορφωθεί για πολλές δεκαετίες η εσωτερική πολιτική συζήτηση σήμαινε ότι μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος υπήρχε μεγάλη ευαισθησία για το θέμα του ονόματος.
Επιπλέον, σε μια περίοδο που μεγάλο μέρος της κοινωνίας αισθάνεται ότι υφίσταται μια συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας μέσα από τα μνημόνια, η απαίτηση να αποδεχτεί και το θέμα του ονόματος φάνταζε ως μια ακόμη απαράδεκτη υποχώρηση και αυτό μπορεί να εξηγήσει την αρνητική τοποθέτηση της κοινής γνώμης έναντι της συμφωνίας.
Στη δε ΠΓΔΜ υπήρχε ο κίνδυνος σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος να θεωρούσε ότι η σύνθετη ονομασία αποτελεί μια ακόμη υποχώρηση σε μια τραυματική πορεία, μια ακόμη εκχώρηση κρίσιμων στοιχείων ταυτότητας.
Όλα αυτά συνδέονταν και την εσωτερική πολιτική διαίρεση στην ΠΓΔΜ και την διατήρηση πόλωσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση του VMRO.
Για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι, στην μεν ΠΓΔΜ είχαμε όλη αυτή την εντυπωσιακή παρέλαση ξένων παραγόντων για να πειστούν οι ψηφοφόροι να υπερψηφίσουν το δημοψήφισμα και στην Ελλάδα μια ορισμένη μεθόδευση που δεν περιλάμβανε δημοψήφισμα αλλά μόνο κοινοβουλευτική επικύρωση στο τέλος της διαδικασίας.
Οι ψηφοφόροι είχαν άλλη γνώμη
Με αυτό τον τρόπο φτάσαμε στο δημοψήφισμα. Το μεγάλο στοίχημα ήταν να υπάρξει συμμετοχή άνω του 50% που όχι απλώς θα καθιστούσε έγκυρο το αποτέλεσμα ενός συμβουλευτικού και όχι δεσμευτικού δημοψηφίσματος, αλλά κυρίως θα διαμόρφωνε ασφυκτική πίεση στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της ΠΓΔΜ να στηρίξουν τη συνταγματική αναθεώρηση και τις άλλες θεσμικές αλλαγές που περιλάμβανε η συμφωνία.
Αυτό το στοίχημα το έχασε η κυβέρνηση Ζάεφ. Η συμμετοχή δεν ήταν μεγάλη και μάλιστα έχει ενδιαφέρον ότι δεν ήταν μεγάλη ούτε στις αλβανικές περιοχές (αφού ούτε και εκεί ξεπέρασε το 50%), παρά την ομόθυμη στήριξη των κομμάτων τους στο ναι.
Η μικρή συμμετοχή (μόλις ένας στους 3) δεν αντισταθμίζεται από το συντριπτικό ποσοστό του «ναι» (πάνω από 91%), ακόμη και εάν δεχτούμε ότι οι ψήφοι του «ναι» θα ήταν κοντά σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε εκλογές με συμμετοχή ανάλογη με αυτή του 2016 (όταν ψήφισαν 1.191.832 πολίτες).
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δείχνει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών της ΠΓΔΜ θεώρησε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελούσε τελικά μια απαράδεκτη υποχώρηση και προτίμησε να διακηρύξει ότι δεν απεμπολεί τον αυτοπροσδιορισμό του.
Όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων στην ΠΓΔΜ
Παρότι ο κ. Ζάεφ έσπευσε να μιλήσει για συνέχεια της διαδικασίας στη Βουλή μέσα από την προώθηση της συνταγματικής αναθεώρησης και παρότι ανάλογη θέση πήραν και οι εκπρόσωποι των αλβανικών κομμάτων και σύμμαχοί του στην κυβέρνηση, φαίνεται ότι θα είναι αρκετά δύσκολο να αποφύγει την προσφυγή στις κάλπες με την ελπίδα ότι οι εκλογές θα διαμορφώσουν καλύτερο συσχετισμό που θα μπορούσε να εγκρίνει τα υπόλοιπα βήματα.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα είναι ένα πλήγμα για τον ίδιο τον Ζάεφ και μένει να δούμε εάν αυτό θα σηματοδοτήσει και μια συνολικότερη αλλαγή συσχετισμού και έναν νέο κύκλο πολιτικής κρίσης που θα πάει συνολικά πίσω τη Συμφωνία των Πρεσπών, ή εάν απλώς θα πάμε σε μια καθυστέρηση της όλης διαδικασίας.
Πάντως τόσο οι δηλώσεις του ηγέτη του VMRO Χρίστιαν Μίτσκοσκι «ότι η συμφωνία δεν περνάει. Είναι μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που δεν ψήφισαν ή ψήφισαν “Όχι” από εκείνους που ψήφισαν “Ναι”», όσο και οι καταγγελίες για νοθεία, δείχνουν ότι η αντιπολίτευση δεν πρόκειται να διευκολύνει την κυβέρνηση Ζάεφ.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να εκτιμήσουμε ότι το VMRO είναι έτοιμο να πάει στις εκλογές. Ο ιστορικός ηγέτης του Νίκολα Γκρουέφσκι κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή, το κόμμα είναι πολυδιασπασμένο και είναι σαφές ότι ο ξένος παράγοντας άσκησε μεγάλη πίεση στο εσωτερικό του. Το κόμμα έρχεται από βαριές εκλογικές ήττες και δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί να κερδίσει εκλογές.
Αντίθετα, ο Ζάεφ θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα έπαιρνε σημαντικό μέρος από σχεδόν 600.000 ψήφους υπέρ του «ναι».
Αβέβαιο το μέλλον της συμφωνίας
Όλα αυτά εκ των πραγμάτων κάνουν τον «οδικό χάρτη» της συμφωνίας πιο αβέβαιο, παρά την αρχική προσπάθεια των εκπροσώπων της ΕΕ να υπογραμμίσουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια νίκη του «ναι».
Εάν δεν διαμορφωθεί συσχετισμός στο κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ για τη συνταγματική αναθεώρηση, δηλαδή εάν η κυβέρνηση βρει τους επιπλέον βουλευτές, τότε θα έχουμε πρόωρες εκλογές και τότε η συμφωνία θα προχωρήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι εκλογές θα διαμορφώσουν θετικό συσχετισμό.
Την επίγνωση ότι τα πράγματα γίνονται πιο αβέβαια αποτύπωσε και η ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που μίλησε για «αντιφατικό» αποτέλεσμα, μια λέξη που σπανίως συναντάται σε διπλωματικά κείμενα. Εξ ου και η έκκληση για νηφαλιότητα και για διατήρηση της θετικής δυναμικής της συμφωνίας.
Τα ανοιχτά ερωτήματα για την ελληνική κυβέρνηση
Όμως, αντιφατικά είναι τα πράγματα και για την ελληνική κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πηγαίνει πίσω το συνολικό της σχεδιασμό και διαμορφώνει την αρνητική εικόνα μιας συμφωνίας που και από τις δύο πλευρές των συνόρων συναντά έντονη δυσπιστία του εκλογικού σώματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας χρειαζόταν μια θετική απήχηση της συμφωνίας στην ΠΓΔΜ και ένα σαφή βηματισμό για τη συμφωνία, κάτι που τώρα δεν υπάρχει.
Από την άλλη, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το περιθώριο χρόνου που μάλλον δημιουργείται. Όσο καθυστερεί η στιγμή που θα κληθεί η ελληνική Βουλή να επικυρώσει τη συμφωνία, τόσο θα αποφεύγει και η κυβέρνηση Τσίπρα τον κίνδυνο να διαρραγεί η συνοχή της μέσα από τη ρήξη με τον Πάνο Καμμένο. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίζει ότι ενώ αυτή έκανε ό,τι μπορούσε, ήταν η πΓΔΜ που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Όμως, αυτό θα αποτελεί εν τέλει τη διαχείριση μιας αντιφατικής κατάστασης και όχι μια θετική διέξοδο. Η κυβέρνηση Τσίπρα, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, πλέον έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την εσωτερική δυσπιστία της κοινής γνώμης, αλλά και την κριτική ότι προσπάθησε να δεσμεύσει την εξωτερική πολιτική σε μια συμφωνία που δεν είναι δεδομένο ότι θα ευοδωθεί.
Όμως, η βασική αιτία ανησυχία ίσως να βρίσκεται στη επίγνωση ότι πλέον είναι σαφές και στις δύο πλευρές των συνόρων ότι τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι ίδιες οι κοινωνίες και οι ψηφοφόροι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις