H Οδύσσεια του Καζαντζάκη στα ιταλικά
Η Οδύσσεια του εγκρίθηκε ως η καλύτερη μετάφραση 2020 (Corriere della Sera) και βραβεύτηκε πολύ πρόσφατα με το σημαντικό βραβείο Gregor von Rezzori 2021 (Firenze).
της Gilda Tentorio
Στο άρθρο του κ. Μιχαήλ Πασχάλη ( «Βιβλιοδρόμιο», 20-21/03), σχετικά με την ιταλική μετάφραση της Οδύσσειας του Καζαντζάκη από τον κ.Nicola Crocetti, διαφαίνεται μια νότα έκπληξης και δυσπιστίας για τις «διθυραμβικές κριτικές» στα ΜΜΕ της Ιταλίας. Κι όμως ναι, πρόκειται για μια μεγάλη επιτυχία: οι αναγνώστες έσπευσαν στα βιβλιοπωλεία (έχουμε φτάσει ήδη στην τρίτη έκδοση) – ενώ η ποίηση συνήθως δέχεται λίγη προσοχή. Πιστεύω πως ο Έλληνας μελετητής θα έπρεπε να χαρεί για την ένθερμη αυτή υποδοχή ενός έργου νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Αυτό το θαύμα επιτελέσθη χάρη στο πάθος και την αφοσίωση του Crocetti, άψογου μεταφραστή με μακρόχρονη καριέρα και πολλά βραβεία (π.χ. το Τάγμα της Τιμής το 2018). Η Οδύσσεια του εγκρίθηκε ως η καλύτερη μετάφραση 2020 (Corriere della Sera) και βραβεύτηκε πολύ πρόσφατα με το σημαντικό βραβείο Gregor von Rezzori 2021 (Firenze).
Από τον Έλληνα κριτικό θα περιμέναμε μια εποικοδομητική ανάλυση πάνω στο θέμα: γιατί οι Ιταλοί ενθουσιάστηκαν τόσο για αυτή την Οδύσσεια; Αυτό που έμμεσα προκύπτει από το άρθρο του ΜΠ είναι ότι οι Ιταλοί αγαπάνε τα εύκολα, ότι η μετάφραση του Crocetti απλοποίησε το κείμενο του Καζαντζάκη, και προσφέρονται “ενδεικτικά” παραδείγματα περί αυτού. Ως Ιταλίδα που λατρεύει τον Καζαντζάκη, μελέτησε το πρωτότυπο και αγάπησε αμέσως τη μετάφραση του Crocetti, θέλω να απαντήσω στον κ. ΜΠ, διευκρινίζοντας μερικά σημεία που έχουν παραληφθεί ή παρεξηγηθεί σ ’εκείνο το άρθρο.
1) Ο ΜΠ ορίζει τη γλώσσα της καζαντζακικής Οδύσσειας ως “ιδιόμορφη, δυσπρόσιτη, δυσμετάφραστη”. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για «μη μεταφράσιμο» έργο. Ο Italo Calvino υποστηρίζει ότι ένα κλασικό έργο δε σταματά ποτέ να λέει ό,τι έχει να πει. Για να μιλήσει ένα έργο, είναι επομένως απαραίτητο να μεταφραστεί. Η μετάφραση συνιστά και μια δημοκρατική πράξη για τη διάδοση των κειμένων. Αν λοιπόν ένα αριστούργημα θεωρείται δύσκολο, πρέπει να λάμψει μονάχα για το στενό ελιτιστικό κύκλο των ειδικών; Πιστεύω πως ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα διαφωνούσε. Κι επιπλέον αυτή η θέση μπορεί εύκολα να γίνει το άλλοθι για να μην καταπιαστεί κανείς με το επίμοχθο έργο της μετάφρασης.
2) Όσο για τη μέθοδο, ο ΜΠ περιορίζεται στο ανάγνωσμα της πρώτης Ραψωδίας: του διαφεύγει επομένως η ποιητική απόδοση του Crocetti στο σύνολό της.
3) Τονίζω: “ποιητική”. Ο στόχος του Crocetti ήταν (και το κατόρθωσε εξαιρετικά) να συγκροτήσει μια μετάφραση ποιητική, και όχι φιλολογική. Ως ποιητική, η γλώσσα του είναι πλούσια, επειδή πυροδοτεί για τον Ιταλό αναγνώστη (μητρικής γλώσσας) διακειμενικούς διαλόγους. Πράγματι μια λέξη ηχεί μέσα της όλη την παράδοση. Κι έτσι λειτουργεί η γλώσσα του Crocetti, λιτή, ρευστή, και πλούσια ακριβώς επειδή απηχεί βαθιά τη λογοτεχνική μας παράδοση.
4) Η κριτική του ΜΠ στερείται κάθε αναφοράς στη μουσική των λέξεων, η οποία είναι θεμελιώδης σε μια ποιητική μετάφραση. Προφανώς, ορισμένες μεταφραστικές επιλογές στοχεύουν στην επίτευξη ενός ηχητικού στρώματος αρμονίας και μουσικότητας.
5) Η μέθοδος της σύγκρισης των μεταφράσεων ή καλύτερα η αντιπαράθεση μεμονομένων χωρίων δεν είναι πρόσφορη. Θα έπρεπε να επισημανθεί η διαφορά του υλικού που διαθέτει ο κάθε μεταφραστής. Η μετάφραση του μεγάλου Kimon Friar είναι προφανέστατα διαφορετική από εκείνη του Crocetti πρωτίστως επειδή είναι στα Αγγλικά. Όπως ξέρουμε, η Αγγλική διαθέτει αφθονία μονοσύλλαβων λέξεων και στην υπέροχη μετάφρασή του, ο Friar αναγκάζεται να προσθέτει ουσιαστικά κι επίθετα για να συμπληρώσει τον στίχο. Δε θεωρώ αυτό ένα λάθος, αλλά μια ανταπόκριση στις ανάγκες της ποίησης και της γλώσσας. Τα Ιταλικά έχουν άλλη μορφολογική φυσιογνωμία, και αυτό πρέπει φυσικά να ληφθεί υπόψη στις μεταφραστικές επιλογές.
Δεδομένης αυτής της ποικιλομορφίας της γλωσσικής πρώτης ύλης, δεν πρόκειται να δημιουργηθεί ένας «ανταγωνισμός» δεξιοτήτων μεταξύ των μεταφραστών. Στο άρθρο του, ο ΜΠ γράφει ότι ο Friar και ο γερμανός μεταφραστής Conradi φιλοδόξησαν να αποδώσουν ποιητικά την Οδύσσεια όσο πιο πιστά μπορούσαν, ενώ ο στόχος του Crocetti είναι διαφορετικός. Σ’αυτό το σημείο είναι εμφανής η παρεξήγηση: η μετάφραση του Crocetti είναι πιστή και συχνά πιστότερη από εκείνες που αναφέρονται. Η γερμανική εμπεριέχει ανακρίβειες και λάθη που δεν έχουν διορθωθεί ούτε στην έκδοση του 2017, όπως συχνά παραπονιόταν και ο Σουηδός μεταφραστής της Οδύσσειας, o Gottfried Grunewald. Επιπλέον, εντρυφώντας στην άριστη μετάφραση του Friar, βρίσκει κανείς αποκλίσεις από το πρωτότυπο και αστοχίες (π.χ. «άγρια χείλη» μεταφράζεται ως «holy mounth» 17.1205). Το φιλολογικό μέτρο της verbatim μετάφρασης αδικεί το μεγάλο στόχο της κάθε πιστής μετάφρασης, δηλαδή την απόδοση της ποιητικής πνοής των στίχων.
6) Ο κ. ΜΠ διατείνεται ότι η ιταλική μετάφραση υποτιμάει τη δύναμη των εικόνων του Καζαντζάκη. Εστιάζει όμως αποσπασματικά σε απομονωμένους στίχους: η στενή φιλολογική προσέγγιση εμποδίζει να αναγνωρίσει κανείς την έννοια της μεταφραστικής πρακτικής. Όταν η γλώσσα, η μουσικότητα, η ευφωνία, η μετρική, αναγκάζουν το μεταφραστή να «θυσιάζει» από τη μία πλευρά, από την άλλη εκείνος ξανακτίζει: αναδημιουργεί έναν χρωματισμό, μεταθέτει ρητορικά σχήματα, ενσωματώνει την απόχρωση του επιρρήματος στο ρήμα… Δεν πρόκειται για απλοποιήσεις ή ελλείψεις, αλλά για ποιητικές επιλογές. Το αποστειρωμένο θερμόμετρο της φιλολογίας ως μονοσήμαντο μέτρο αξιολόγησης αδικεί το έργο του μεταφραστή, που παλεύει, ερμηνεύει, “χορεύει” μεταξύ των γλωσσών και είναι ο καλύτερος αναγνώστης του πρωτότυπου κειμένου.
Η Gilda Tentorio διδάσκει Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Παν/μιο Μιλάνου και Παβίας. Ασχολείται με το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, την πρόσληψη της αρχαιότητας και τη μετάφραση (Ν.Βρεττάκο, Ν.Καζαντζάκη, Β.Βασιλικό, Χ.Χρυσόπουλο). Με το σημείωμα αυτό απαντάει σε κριτική του Μιχαήλ Πασχάλη, ομότιμου καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, για τη μετάφραση της «Οδύσσειας » του Καζαντζάκη από τον Nicoa Crocetti, με τον οποίο η ίδια συνεργάστηκε.
Update: Απάντηση του Μιχαήλ Πασχάλη
Πριν από λίγο καιρό η Gilda Tentorio μου έτρεφε τόσο μεγάλη εκτίμηση ως μελετητή, ώστε με κάλεσε να μιλήσω, μαζί με μία συνάδελφο από το ΑΠΘ, σε διαδικτυακό σεμινάριο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, όπου και συμμετείχα με θέμα που αφορούσε τον Ανδρέα Κάλβο και τον Διονύσιο Σολωμό. Τι μεσολάβησε; Η κριτική μου για την ιταλική μετάφραση της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη από τον Νικόλα Κροτσέττι. Και δεν περιορίστηκε μόνο να αμφισβητήσει την αισθητική μου παιδεία, τη μέθοδο και την κρίση μου, αλλά μου απέδωσε περίπου φθονερές προθέσεις λέγοντας ότι «θα έπρεπε να χαρ[ώ] για την ένθερμη αυτή υποδοχή ενός έργου νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό».
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, ιδού τι έγραψα επί λέξει στην κριτική μου για τον Κροτσέττι και το έργο του: «Αν κρίνει κανείς από την ενθουσιώδη ανταπόκριση του κοινού και των κριτικών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κροτσέττι πέτυχε απόλυτα στον στόχο του. Αξίζει την αναγνώριση και τον σεβασμό όλων μας για τον συγκεκριμένο άθλο, και ακόμη για το πάθος που έχει επιδείξει στην προώθηση των νεοελληνικών γραμμάτων (είναι ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές τους στη γειτονική μας χώρας). Οι επισημάνσεις που ακολουθούν δεν έχουν ως στόχο να μειώσουν αυτό το επίτευγμα. Αποτελούν υποχρέωση ενός φιλολόγου, ο οποίος μάλιστα έχει αναλώσει μεγάλο μέρος του επιστημονικού του βίου μελετώντας το παλίμψηστο ομηρικών αφηγήσεων».
Με αυτό το πνεύμα έγραψε η συνάδελφος την κριτική της. Έτσι δεν θα υπεισέλθω σε κουραστικές για τον αναγνώστη και κυρίως αδιάφορες λεπτομέρειες· αφού έτσι κι αλλιώς δεν αντικρούει κανένα απολύτως από τα παραδείγματα της κριτικής μου ούτε σχολιάζει τον πυρήνα της, ο οποίος δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση.
Έγραψα λοιπόν τα εξής: «Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά είναι αληθινό: το μεγάλο προτέρημα της μετάφρασης του Κροτσέττι [ότι δηλαδή δεν χρησιμοποιεί σπάνιο, εξεζητημένο και ιδιωματικό λεξιλόγιο] είναι ταυτόχρονα το μειονέκτημά της. Εννοώ ότι δεν μπορεί κάποιος να μεταφράσει την καζαντζακική Οδύσσεια σε γλώσσα φιλική στον σύγχρονο Ιταλό αναγνώστη και ταυτόχρονα να σεβαστεί τη γλώσσα του πρωτοτύπου. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε τετραγωνισμό του κύκλου». Και πράγματι, ο Κροτσέττι δεν επιχείρησε να τετραγωνίσει τον κύκλο, καθώς «όπου το πρωτότυπο υπερβαίνει τη γλωσσική επάρκεια του μέσου σύγχρονου Ιταλού αναγνώστη ή τα επιθυμητά για τον μεταφραστή όρια, είτε απλοποιεί τη διατύπωση είτε παραλείπει κάποια στοιχεία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις