Νοέλ Μπάξερ: Το παρελθόν μάς δίνει τη γνώση να κατανοούμε το παρόν και να καθοδηγούμε το μέλλον
...
Eπιμέλεια: Τζωρτζίνα Ντούτση
Η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ κυκλοφορεί το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο Το χνάρι που δεν έσβησε. Πρόκειται για ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο µυθιστόρηµα, γραµµένο με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της Νοέλ Μπάξερ που, για µία ακόµη φορά, µπλέκοντας έξοχα τη µυθιστορία µε την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις µύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
«»Το χνάρι που δεν έσβησε» είναι ένα βαθύ ψυχογραφικό μυθιστόρημα που με την αλυσιδωτή σχέση δράσης-αντίδρασης ασχολείται με τα δρώμενα της ανθρώπινης ψυχής όταν πάνω της έπαιξαν η Ιστορία και τα ήθη της συγκεκριμένης εποχής», αναφέρει η ίδια η συγγραφέας για το νέο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Από το προηγούμενο μυθιστόρημά σας έχει μεσολαβήσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Βέβαια, διαβάζοντας την υπόθεση του βιβλίου, βλέπουμε πως έχει χρειαστεί ιστορική έρευνα κι αυτό προφανώς απαιτεί χρόνο. Συμμερίζεστε την ανησυχία κάποιων συγγραφέων να μην σας ξεχάσουν οι αναγνώστες σας;
«Δεν έχω καμιά τέτοια ανησυχία. Μπορεί όντως να με ξεχάσουν, να με πάει λίγο πίσω ο κινούμενος διάδρομος της μνήμης τους. Αλλά θα ξαναβρεθούμε. Θα μας ενώσει το νέο βιβλίο αν είναι καλό. Το σημαντικό λοιπόν είναι αυτό: να είναι κάθε επόμενο μυθιστόρημα καλό.
»Είναι λογικό κι αναμενόμενο, και νομίζω ότι το αντιλαμβάνονται και οι αναγνώστες αυτό, πως ένα μυθιστόρημα που πατάει στην Ιστορία χρειάζεται περισσότερο χρόνο αφού απαιτείται ένα χρονικό διάστημα για την ιστορική έρευνα. Ας προσθέσουμε σε αυτό κι ένα επιπλέον διάστημα έρευνας για τα ήθη και την ατμόσφαιρα της εποχής, αυτό το αόριστο «η αύρα» που το μαζεύει ο συγγραφέας σαν απόσταγμα, δεν το βρίσκει έτοιμο σε μια σελίδα. Αλλά χωρίς αυτήν, την αύρα, δεν μπορώ να βγάλω ούτε αυθεντικούς χαρακτήρες ούτε άρτια πλοκή ούτε ρεαλιστικούς διαλόγους. Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να βγάλω και να προσφέρω στο αναγνωστικό κοινό ένα καλό βιβλίο. Καλούμαι επομένως να είμαι ψύχραιμη κι υπομονετική και όταν κάνω την ιστορική μου έρευνα να μην μετρώ τον χρόνο που περνάει με τους χτύπους του ρολογιού.
»Το διάστημα αυτό που δίνεται είναι προς όφελος των ηρώων, αφού τους επιτρέπεται έτσι να τοποθετηθούν πιο σωστά στην εποχή τους. Αφήνω και σε αυτούς χρόνο. Τους δίνω τον χρόνο τους πολύ συνειδητά. Κι ας είναι μυθιστορηματικοί ήρωες, έχουν το δικαίωμα να γίνουν ολοκληρωμένοι «άνθρωποι», να αποκτήσουν όγκο, σάρκα κι οστά. Αξιοπρέπεια, εγωισμό και μνήμη. Τους περιμένω. Μπορώ και περιμένω».
Και τα τέσσερα μυθιστορήματά σας πατάνε στην Ιστορία. Αυτό προκύπτει λόγω των σπουδών σας, από αγάπη για την Ιστορία, ή υπάρχει στο έργο σας για άλλο λόγο;
«Αγαπώ την μυθολογία και την αρχαιολογία που έχω σπουδάσει, αλλά όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο την ιστορία την αγαπάω έτσι κι έτσι. Το ξέρω και το ξέρει πως δεν της έχω παραδοθεί. Μέσα από τις λεωφόρους των συνειρμών συνήθως καταφθάνει μόνη της. Το ένα φέρνει το άλλο. Όπως έρχονται οι φίλοι σε μια ανοιχτή γιορτή. Την υποδέχομαι, δεν τη διώχνω. Προσεγγίζω την Ιστορία με συναισθηματικό τρόπο, δεν έχω την ψυχρή ματιά του ιστορικού. Κρατώ πένα, δεν κρατώ νυστέρι. Με ενδιαφέρει το ανθρώπινο περιεχόμενό της.
»Η Ιστορία παίζει ρόλο στα βιβλία μου, και στα τέσσερα, έχετε δίκιο, αλλά δεν πρωταγωνιστεί. Την κινώ στον καμβά, στο φόντο της πλοκής. Έχω τραβήξει μια παχιά γραμμή και χωρίζω το πέρα από το δώθε. Η δράση του μυθιστορήματος είναι φωτεινή, ο προβολέας είναι στραμμένος κατά κει, ενώ στην Ιστορία έχω χαμηλωμένο το φως. Από αυτό, από την παρουσία της εννοώ, ο αναγνώστης βγαίνει κερδισμένος. Επειδή σε ένα βιβλίο ψυχαγωγίας βρίσκει μέσα, χωρίς να κουραστεί, γνώση. Πολύ αναπαυτικά δοσμένη πληροφόρηση, αξιόπιστη και ελεγμένη.
»Τούτο δεν σημαίνει ασφαλώς πως πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει. Δεν είμαι κολλημένη με το παρελθόν. Κάλλιστα μπορεί το επόμενο βιβλίο μου να μην έχει ούτε μια λέξη σε παρελθοντικό χρόνο».
Γιατί χρειαζόμαστε την Ιστορία, κυρία Μπάξερ, σε ένα μυθιστόρημα;
«Δεν την χρειαζόμαστε οπωσδήποτε. Μόνο εάν ταιριάζει στην πλοκή. Στο «Το χνάρι που δεν έσβησε», παράδειγμα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα, δεν είχα άλλον τρόπο για να δείξω τις χαρακιές που άφησαν στην ψυχή των νέων και των παιδιών τα βαριά χρόνια του Μεταξά, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου και της Χούντας. Δεν θα μπορούσε να σταθεί η πλοκή διαφορετικά. Επειδή στα χρόνια αυτά κρυβόταν η αιτία. Το Χνάρι είναι ένα βαθύ ψυχογραφικό μυθιστόρημα που με την αλυσιδωτή σχέση δράσης-αντίδρασης ασχολείται με τα δρώμενα της ανθρώπινης ψυχής όταν πάνω της έπαιξαν η Ιστορία και τα ήθη της συγκεκριμένης εποχής.
»Πιστεύω ακράδαντα στην αξία του παρελθόντος και το καλώ να συμμετέχει. Για τον ίδιο λόγο που το θέλω και στη ζωή μου. Γιατί χωρίς παρελθόν το παρόν αιωρείται χαμένο στο διάστημα, πηγαινοέρχεται σαν νιφάδα. Δίνοντας φωνή σε γεγονότα που τα κυνηγάει η λήθη, τους δίνω αξιοπρέπεια. Και για έναν δεύτερο λόγο: Επειδή το παρελθόν μάς δίνει τη γνώση για να κατανοούμε το παρόν και να καθοδηγούμε το μέλλον. Είναι χρήσιμο. Έχει λόγο ύπαρξης. Δεν βλέπω γιατί να το αποκλείω από τη ζωή των μυθιστορηματικών φίλων μου όταν το κάνω και η ίδια στη ζωή μου».
Από το πρώτο σας βιβλίο κιόλας, το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», ήταν φανερό πως οι διάλογοι ήταν ένα από τα δυνατά σας σημεία. Και στα επόμενα, το ίδιο. Στο καινούριο σας βιβλίο;
«Στο καινούργιο οι διάλογοι, θα το δείτε, έχουν εκτενέστερη παρουσία και μεγαλύτερη σημασία. Δυνατότερη φωνή! Γιατί εδώ υπάρχει η πορεία μιας συγκλονιστικής αναζήτησης. Ένας νεαρός στα 1990 θα ανακαλύψει στο υπόγειο του σπιτιού του το πανωφόρι του πατέρα του, που τον είχε χάσει πάρα πολλά χρόνια, δεκαεπτά για την ακρίβεια. Με αφορμή αυτό θα ξεκινήσει μια πορεία αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας του πατέρα του. Η οποία παράλληλα θα είναι η πορεία της ενηλικίωσής του. Δεν είναι εγκεφαλική μόνο μια τέτοια αναζήτηση, χρειάζεται ο νεαρός να έρθει σε επαφή με κόσμο και να ρωτήσει, να συγκεντρώσει πληροφορίες. Πρόσθετα, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Υπάρχουν συγκρούσεις, θεμελιώδεις κόντρες αλλά και λαλίστατος νεανικός ενθουσιασμός. Ποικίλες, υπέροχες αφορμές για διάλογο!
»Το «Το χνάρι που δεν έσβησε» είναι πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που χρονικά καλύπτει τρεις γενιές. Πολύ διαφορετικοί άνθρωποι συγκατοικούν σε ένα σπίτι. Με πιο ακραίο έναν αριστερό νέο που έρχεται σώγαμπρος σε σπίτι χουντικών, επί Χούντας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν περιφέρονται βουβοί όπως καταλαβαίνετε. Οι διάλογοι βγαίνουν από εκείνων το στόμα. Προσπάθησα να είναι όσο πιο αυθεντικοί μπορούσα. Ενόσω έγραφα, νοερά άλλαζα συνέχεια ρούχα και φορούσα των ηρώων».
Ο λεγόμενος μαγικός ρεαλισμός, όταν γράφει το να μπλέκει ο συγγραφέας τον ρεαλισμό με την αχαλίνωτη φαντασία είναι δύσκολος. Είναι η δεύτερη φορά με Το χνάρι που δεν έσβησε που αφιερώνετε σελίδες σε αυτήν την τεχνική. Γιατί το επιλέγετε; Για τον αναγνώστη ποιο το όφελος; Τι έχει να πάρει από τον μαγικό ρεαλισμό στα κείμενά σας;
«Ο μαγικός ρεαλισμός επιτρέπει τόσο στον συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη να πετάξει ανάλαφρος πάνω από τη γήινη πραγματικότητα μιας μυθιστορίας. Να ανυψωθεί με το πολύχρωμο αερόστατο της φαντασίας του συγγραφέα. Στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» το πρωτοδοκίμασα, αν θυμάστε, με έναν προπάππο πειρατή και τα χρόνια της νεότητας μιας ηρωίδας, της Βενέτας. Άρεσε στους αναγνώστες κρίνοντας από τα σχόλια και τις κριτικές, οπότε δεν είχα λόγο να σταματήσω αυτήν την τεχνική που διασκεδάζει πρώτα εμένα.
»Στο «Το χνάρι που δεν έσβησε» χρησιμοποίησα τα εμβόλιμα του μαγικού ρεαλισμού ως μαξιλάρια. Μια ανάπαυση της λογικής. Έπρεπε, έκρινα, να δίνω στον αναγνώστη και κείμενα που δεν πατούσαν στη γη, όπως η ηρωίδα μου, η Λεώνη, η πρωταγωνίστρια στον μαγικό ρεαλισμό, που την έκανα να ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα του σπιτιού της χωρίς να ακούγεται τρίξιμο. Χαλάρωνα με αυτά, το ευχαριστιόμουν βαθιά. Βαθύτατα. Το πήγαινα όσο μακριά ήθελα, πετούσα. Αυτά τα κείμενα μού τα έχουν πει ποιητικά, μου τα έχουν πει λυρικά, εγώ τα λέω δικά μου. Όταν έβαζα τη Λεώνη να φοράει νυφικά της μπελ επόκ που προμηθευόταν από τα παλιατζήδικα και με τα χέρια ανοικτά κι απλωμένα να στριφογυρίζει στο άντρο της σάλας σαν τον δερβίση ψάχνοντας το κέντρο του κόσμου, δεν έψαχνε μόνο εκείνη να βρει το σημείο και να ενωθεί μαζί του».
Για πρώτη φορά στο Το χνάρι που δεν έσβησε έχετε άντρα για κεντρικό ήρωα, στο μισό βιβλίο συγκεκριμένα, και μάλιστα τον βάζετε να μιλάει πρωτοπρόσωπα, να απευθύνεται κατά πρόσωπο στον αναγνώστη. Ήρθε η ώρα, που λένε, ήταν κάτι που το θέλατε καιρό;
«Στα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά μου, αν το παρατηρήσατε, έφερνα γύρα τους αρσενικούς ήρωες. Τους ακουμπούσα, τους τσιμπούσα, τους τράνταζα, τους δοκίμαζα δηλαδή, αλλά δίσταζα να το παρακάνω. Στο «Το χνάρι που δεν έσβησε» όχι μόνο έκανα άντρα συμπρωταγωνιστή αλλά τόλμησα να μιλήσω και με τη φωνή του, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Δεν θα το έκανα αν δεν ένιωθα έτοιμη, πως ήρθε η ώρα. Επίσης, δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν προετοιμασμένη. Μελέτησα τον ήρωα, τον γνώρισα τόσο καλά που από ένα σημείο και ύστερα το να μιλήσω ως εκείνος ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο».
Μείνατε ικανοποιημένη από την συγγραφική εμπειρία να μιλάτε ως άντρας ήρωας;
«Πάρα πολύ. Μου άρεσε τρελά η συγκεκριμένη συγγραφική εμπειρία. Ομολογώ πως νιώθω περισσότερο ελεύθερη τώρα. Δεν έχω άλλο τα δεσμά του φύλου μου. Έγινα πιο τολμηρή συγγραφικά αφού δοκίμασα κάτι που θεωρούσα δύσκολο και τα έβγαλα πέρα. Μιλώντας ως άντρας δεν νίκησα τη φύση μου, ούτε ασφαλώς τον άντρα-ήρωα στο μυθιστόρημα. Έχει να κάνει καθαρά με το αίσθημα ελευθερίας. Για να μιλήσω με εικόνες, όπως μου αρέσει, είναι σαν, κολυμπώντας, να ξανοίχτηκα και να βγήκα από έναν κόλπο με περιορισμένη θέα. Μπρος μου έχει ανοιχτεί η θάλασσα. Άπλετη και φιλική. Με προσκαλεί».
Ποια τα συναισθήματα που βιώσατε εσείς κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου και ποια συναισθήματα πιστεύετε και προσδοκείτε να προκαλέσει στο αναγνωστικό κοινό;
«Οι ήρωες πολλοί και ο καθένας με τα δικά του. Κουβαλούσα τα συναισθήματά τους για πολλές σελίδες. Δεν ήταν με όλους εύκολο. Μέσα στο Χνάρι έζησαν δύο γκρίζοι, όπως τους λέμε στη λογοτεχνία, ήρωες. Δύο μυθιστορηματικά πρόσωπα δηλαδή με λίγη σκοτεινιά. Τους συμπονούσα. Ώρες-ώρες πονούσε η καρδιά μου. Υπήρξε κατόπιν ο Σπάρτακος που συντρίφτηκε και συνέτριψε κι εμένα όταν έγραφα γι’ αυτόν. Μαζί το βιώσαμε. Και μετέπειτα, στο 4ο μέρος, ο νεαρός πρωταγωνιστής μου, ο Άγης. Με αυτόν επισκέφτηκα τα άκρα κάμποσες φορές. Οι αγώνες και οι αγωνίες του μού έφερναν δάκρυα στα μάτια. Στο πέρα αντίθετο άκρο, οι επιτυχίες του πρώτα σε μένα γεννούσαν χαμόγελα κι ενθουσιασμό.
»Με το μυθιστόρημα αυτό πέρασα μέσα από την σύγκρουση του Καλού με το Κακό και, σαν να μην ήταν ήδη αυτό πολύ, από την σύγκρουση του Παλιού με το Νέο. Με λίγα λόγια, πέρασα δια πυρός και σιδήρου. Βγήκα τελείως αλώβητη. Πεντακάθαρη. Άτρωτη. Πιο πλούσια. Έτσι πιστεύω πως θα βγει κι ο αναγνώστης».
entertainment.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις