Κ.Βήτα: Οι γνώμες είναι σαν τασάκια που αιωρούνται πάνω από την Αθήνα
...
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Συνέντευξη στην Τζωρτζίνα Ντούτση
Ένα από τα πλέον δημιουργικά κεφάλαια στην ελληνική ηλεκτρονική μουσική, ο Κωνσταντίνος Βήτα, «συνομιλεί» για πρώτη φορά με το ρεμπέτικο στις 3 και 4 Ιουνίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και στις 13 Ιουνίου 2016 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Το Σάλα Σάλα εστιάζει στη μουσική ιστορία που έγραψαν τον περασμένο αιώνα, η Σωτηρία Μπέλλου (1921-1997) και η Μαρίκα Παπαγκίκα (1890-1943), δύο μεγάλες κυρίες της ελληνικής μουσικής και δύο ξεχωριστές μουσικές φωνές που σημάδεψαν τη ζωή του. Πρόκειται για μια απρόσμενη μουσική συνάντηση, γεμάτη χρώματα και μνήμες των πρώτων ακουσμάτων του Κ. Βήτα στο οικογενειακό του περιβάλλον.
«Προτού γράψω μουσική μπορεί να περάσω μια περίοδο όπου σχεδιάζω σε χαρτιά και σελίδες διάφορες ιστορίες. Σαν δύο καράβια που προσπερνούν το ένα το άλλο. Αυτό ήθελα να είναι η ιστορία μου. Να αφηγηθώ ξανά αυτά τα τραγούδια σαν γράμματα που δεν βρήκαν παραλήπτη και κάποιος μετά από χρόνια προσπαθεί να ενώσει το παζλ δύο μορφών…»
Σωτηρία Μπέλλου και Μαρία Παπαγκίκα: Τι σημαίνουν τα δυο αυτά ονόματα για εσάς;
«Η Σάλα Σάλα, προέκυψε μέσα από μια έρευνα προσωπική για μια συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής μουσικής και κατέληξε στα δύο αυτά πρόσωπα. Πρόκειται για δύο φωνές που στιγμάτισαν το ελληνικό τραγούδι και ειδικά η Σωτηρία Μπέλλου που με τη φωνή της διαπέρασε τη συνείδηση των ανθρώπων, αγκάλιασε, μίλησε, πρόσφερε.
»Τη Μαρίκα Παπαγκίκα τη γνώρισα κυρίως μέσα από τα αρχεία της Νέας Υόρκης σαν μια σπάνια φωνή που ηχογράφησε παραδοσιακά τραγούδια που έφερναν έναν άνεμο ρεμπέτικου. Τη Σωτηρία Μπέλλου την είχα δει κάποιες φορές σαν νέος στα μαγαζιά που τραγούδαγε και με τον Τσιτσάνη και με άλλους, ήταν πολύ γλυκιά και καλόκαρδη γυναίκα. Είχα κασέτες με τα τραγούδια της όταν ήμουν φοιτητής στη Μελβούρνη. Ήταν μια ιδιαίτερη, δωρική φωνή που ένιωθα ότι κατανοούσε αυτά που έλεγαν οι στίχοι κι έκανε το τραγούδι βιωματικό.
»Η Μαρίκα Παπαγκίκα είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος. Ο τρόπος που ερμήνευσε τα παραδοσιακά είναι σημείο αναφοράς. Είχε ένα μοναδικό κυματισμό, έναν μαγευτικό τρόπο να ερμηνεύει, ο τρόπος που από ένα α περνάει σε ένα ω, οι αλλαγές των φωνηέντων της αλλά και αυτή η βιωματική σχέση που περνά μέσα από τα τραγούδια, η βαθιά αντίληψή της, είναι στοιχεία που σπάνια συναντάς σε έναν ερμηνευτή.
»Όμως δεν βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω για το ρεμπέτικο, δεν είμαι και δεν θέλω να κάνω τον ειδικό. Απλά προσπάθησα να βρω ένα τρόπο ώστε να επικοινωνήσω κάποια από αυτά τα τραγούδια γιατί πρόκειται για έναν τεράστιο θησαυρό στον οποίο χάνεσαι».
Γιατί καταλήγετε σε αυτά τα δυο ονόματα και πώς θα «παντρέψετε» το ρεμπέτικο με τους ηλεκτρονικούς ήχους στις δυο παραστάσεις σας -3 και 4 Ιουνίου- στη Στέγη;
«Κατέληξα σε αυτές τις δύο γυναίκες στην προσπάθειά μου να βρω μια ιστορία για να πω. Η μία ήταν στην Αμερική και η άλλη στην Αθήνα, ήταν δύο πόλοι κι έτσι σιγά σιγά προσπάθησα να βρω το νήμα μιας εσωτερικής ιστορίας.
»Προτού γράψω μουσική μπορεί να περάσω μια περίοδο όπου σχεδιάζω σε χαρτιά και σελίδες διάφορες ιστορίες. Σαν δύο καράβια που προσπερνούν το ένα το άλλο. Αυτό ήθελα να είναι η ιστορία μου. Να αφηγηθώ ξανά αυτά τα τραγούδια σαν γράμματα που δεν βρήκαν παραλήπτη και κάποιος μετά από χρόνια προσπαθεί να ενώσει το παζλ δύο μορφών. Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει κάτι αλλά είναι εικόνες που με βοήθησαν να ξαναδιαβάσω τα τραγούδια αυτά και να τα επικοινωνήσω.
»Είναι τραγούδια της περιόδου 1926 έως και 1948. Τραγούδια παραδοσιακά και κάποια τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Μητσάκη. Τη μουσική που έγραψα θα παίξουν ζωντανά τέσσερις νέοι μουσικοί, ένα σύνολο ηλεκτρικό για ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο ηλεκτρικό, πιάνο φαρφίσα και θέρεμιν. Θα τους συνοδεύσω με ένα synth και τα τραγούδια θα ερμηνεύσει ζωντανά η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα και κάποια εγώ. Θα υπάρχουν δύο τραγούδια με σαμπλ την αυθεντική φωνή της Παπαγκίκα.
»Μαζί μου έχω δύο εκπληκτικούς εικαστικούς, τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Ανδρέα Αγγελιδάκη και τον εικαστικό Άγγελο Πλέσσα που επιμελήθηκαν τα βίντεο της παράστασης. Τους διάλεξα γιατί δεν είχαν καμία σχέση με το ρεμπέτικο και ήθελα να το προσεγγίσουν κι αυτοί με ένα νέο σύγχρονο τρόπο, με τη δική τους σύγχρονη ματιά που έχουν στην τέχνη. Μάλιστα, με τον Ανδρέα έχουμε συνεργαστεί από την εποχή των Στέρεο Νόβα, είχε επιμεληθεί το βίντεο του Ασύρματου Κόσμου και την παράσταση Ηλεκτρομηχανική των Στέρεο Νόβα».
Ποια είναι τα κοινά στοιχεία που έχετε με τη ρεμπέτικη γραφή;
«Δεν ξέρω αν έχω κάποια κοινά με τη ρεμπέτικη γραφή, μπορεί να έχω, μπορεί και όχι, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να ερωτευθώ ή να διαβάζω κάτι που είναι για όλο τον κόσμο. Ο τρόπος που γράφω μουσική είναι κυρίως μέσα από κομπιούτερ αλλά αυτό δεν εμποδίζει το τελικό αποτέλεσμα. Στο τέλος όλα είναι μουσική».
Ποια ήταν τα δικά σας ακούσματα από το ρεμπέτικο και τι το κάνει διαχρονικό και επίκαιρο;
«Αντιμετώπισα αυτά τα τραγούδια σαν κάποιος που δεν γνωρίζει κάτι ιδιαίτερο για αυτά. Προσπάθησα να διαχειριστώ την ουσία τους, κάποια από τα βαθιά και κρυμμένα συστατικά τους. Πήρα την ουσία αυτή και την τοποθέτησα σε ένα ξένο περιβάλλον, σαν να βάζεις μια παλιά καρδιά σε ένα νέο άνθρωπο, σαν μια μεταμόσχευση ίσως.
»Έχω ακούσματα από το ρεμπέτικο, μου αρέσουν συνθέτες όπως ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης και άλλοι. Στην Μελβούρνη φοιτητής είχα διαβάσει, και με βοήθησε και αυτό τον καιρό πολύ, το βιβλίο της Gail Holst Road to Rembetika, μια εξαιρετική έρευνα για τα χρόνια του ρεμπέτικου. Από εκεί πήρα πολλές από τις πληροφορίες που ήθελα για τη Σάλα Σάλα».
Τι ορίζει «σπίτι» μέσα του, ο Κωνσταντίνος Βήτα;
«Τον νου, τη συνείδηση. Αυτό είχα πάντα σαν εικόνα για το «σπίτι»».
Ποιο είναι το πρόσωπο της συντριβής και της χαράς της ελληνικής κοινωνίας του «σήμερα»;
«Στα ρεμπέτικα τραγούδια οι ήρωες διακατέχονται διαρκώς από ένα πάθος, ανεκπλήρωτο πάθος για ένα πρόσωπο, από μια απρόσωπη αγάπη, από ένστικτα, από βιαστικές παρορμητικές κινήσεις που τους έφεραν σε καταστροφή, από ουσίες, από ένα μαύρο αίμα όπως περιγράφει στην Μπουρνοβαλιά και η Παπαγκίκα.
»...Ετούτα είναι τα βάσανα, όχι τα περασμένα
Που ανοίξανε βαθιές πληγές και στάζουν μαύρο αίμα…
»Οι ήρωες αυτοί υπάρχουν και σήμερα με πιο σύγχρονα ρούχα με τα ίδια μάτια, το ίδιο κενό, με άδεια χέρια, έτοιμοι να καούν και να κάψουν για μια μόνο στιγμή, για ένα πάθος, με μια πρόχειρη επιλογή, εκθαμβωτικοί, αλλά και οι ήρωες συγχέουν το κανονικό από το πλασματικό. Δεν σταμάτησε ποτέ η παρακμή, η παρακμή είναι συνυφασμένη με το σύγχρονο. Νομίζω πως όσο υπάρχει πολιτισμός θα υπάρχει παρακμή. Είναι σαν δύο μαγνητοταινίες που στριφογυρίζουν με αντίθετη φορά ώστε να παράγουν έναν ήχο».
Συντελείται σήμερα μια βίαιη επανεκτίμηση καταστάσεων και του εαυτού μας ;
«Νομίζω πως ναι. Όλα έχουν έρθει τόσο βίαια για να επανεκτιμήσουμε κάποια στοιχεία μέσα μας, ίσως για να δούμε ποιοι είμαστε αληθινά και ποιοι μπορούμε να γίνουμε αν αγαπήσουμε, σεβαστούμε και επανεκτιμήσουμε τον εαυτό μας, τις δυνάμεις μας, μια πιο εσωτερική σύσταση μέσα μας από όπου μπορούμε να αντλήσουμε μια αγνή καθαρή δύναμη. Απέναντι από την βία στέκεται η αγάπη. Ίσως πρέπει να τα φέρουμε κάπου στη μέση για να υπάρξει κάτι πιο ουσιαστικό».
Το κοινωνικό σύνολο αισθάνεται θλίψη, απαξίωση, απαισιοδοξία, κατάρρευση. Πώς θα έρθει η αλλαγή; Υπάρχει χρόνος για την πολυτέλεια των ονείρων;
«Μπορώ να απαντήσω, αλλά από την άλλη δεν είμαι ειδικός να μιλώ για το κοινωνικό σύνολο, δεν είναι αυτή η αρμοδιότητά μου. Αυτά τα συζητώ με φίλους σε κάποιο καφέ και πάλι δεν βρίσκουμε άκρη κι εκεί. Οι γνώμες είναι σαν τασάκια που αιωρούνται πάνω απ την Αθήνα όλη. Σκληρές εποχές».
Ποιο το μερίδιο ευθύνης της πολιτείας και ποιο της κοινωνίας και του ατόμου ξεχωριστά;
«Νομίζω, όπως και σε μια ερωτική σχέση και οι δύο ευθύνονται, πιστεύω. Έτσι και στη σχέση μας με την πολιτεία και την κοινωνία, κάπου έχουμε ένα ποσοστό μικρό ή μεγάλο για οτιδήποτε συμβαίνει».
Πόσο επηρεάζει τη δημιουργική σας έκφραση και τα έργα σας η σημερινή πραγματικότητα και τα όσα διαδραματίζονται;
«Με επηρεάζει, αλλά ταυτόχρονα δεν με επηρεάζει, γιατί για να μιλήσω για κάτι ή για να εκφραστώ και να γράψω, θα πρέπει μέσα μου να έχω κατανοήσει τι συμβαίνει σε κάθε επίπεδο γύρω και μέσα μου, ώστε να είναι βιωματικό και μετά να δω τι από όλα αυτά θα κρατήσω μέσα στο δημιουργικό μου πεδίο. Ας πούμε, δεν μπορείς να ανακατεύεις νερομπογιές και ελαιοχρώματα με το ίδιο διαλυτικό. Στα πάντα πρέπει να κάνουμε μια επιλογή. Οι επιλογές μας δημιουργούν το μικρόκοσμό μας και το μεγαλύτερο κόσμο γύρω μας. Ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του».
Έχετε κατανοήσει τον Κωνσταντίνο Βήτα ως καλλιτεχνική υπόσταση;
«Ναι, ίσως σε ένα βαθύτερο σημείο που δεν γνωρίζει κανείς. Η ανθρώπινη υπόστασή μου καθορίζει τον καλλιτέχνη Κ.Βήτα. Στα καλλιτεχνικά πάλι δεν δίνω και πολλή σημασία, με ενδιαφέρει μόνο η δημιουργία, η στιγμή της σύνθεσης. Όταν βγαίνω από το σπίτι μου είμαι ένας άνθρωπος που περιμένει στην ουρά, που παίρνει το μετρό και προσπαθεί να βρίσκει δουλειά για να ζει».
Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για το νέο, προσωπικό σας άλμπουμ και για την επόμενή σας έκθεση ζωγραφικής.
«Το νέο μου άλμπουμ λέγεται Ομόνοια και κυκλοφορεί εδώ και ενάμισι μήνα. Πρόκειται για μια επιλογή από νέα τραγούδια και συνθέσεις ορχηστρικές. Είμαι χαρούμενος γιατί έφτιαξα ένα αποτέλεσμα έτσι όπως το ήθελα παρόλο που ήταν ένα πολύ δύσκολο άλμπουμ, και εύχομαι να πάει καλά μέσα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ισχύουν και για τη μουσική.
»Θα ήθελα πολύ να κάνω μία έκθεση ζωγραφικής αλλά θα πρέπει να βρω χρόνο, ένα μεγάλο διάλλειμα ώστε να απομονωθώ και να σχεδιάσω, να ζωγραφίσω για να μπορέσω να εκθέσω. Είναι κάτι που πολύ επιθυμώ. Θα δούμε όμως».
entertainment.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις