Χρήστος Σαπουντζής: «Τα τελευταία χρόνια έχω καταστραφεί πολλές φορές»
Συνέντευξη στην Ελισάβετ Σταμοπούλου Σε ένα παραδοσιακό καφενείο αφηγείται με τη ζεστή φωνή του ιστορίες βγαλμένες από την πραγματικότητα του σήμερα. Βρίσκεται τόσο κοντά στο κοινό που αισθάνεται ότι παρακολουθείται η κάθε του συλλαβή. Ο Χρήστος Σαπουντζής βιώνει μια μοναδική, όπως αναφέρει στο in.gr, εμπειρία με την παράσταση «Blackout: μια μικρή διαμαρτυρία», που ανεβαίνει στο […]
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Συνέντευξη στην Ελισάβετ Σταμοπούλου
Σε ένα παραδοσιακό καφενείο αφηγείται με τη ζεστή φωνή του ιστορίες βγαλμένες από την πραγματικότητα του σήμερα. Βρίσκεται τόσο κοντά στο κοινό που αισθάνεται ότι παρακολουθείται η κάθε του συλλαβή. Ο Χρήστος Σαπουντζής βιώνει μια μοναδική, όπως αναφέρει στο in.gr, εμπειρία με την παράσταση «Blackout: μια μικρή διαμαρτυρία», που ανεβαίνει στο καφενείο «Χαλαρά» σε σκηνοθεσία Ειρήνης Μαργαρίτη.
Το καφενείο έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κ. Σαπουντζή αφού ο πατέρας του ήταν οικοδόμος και «πολλές φορές τα καφενεία αποτελούσαν τόπο συνάντησης αυτών των ανθρώπων». Δεν είναι μόνο ο χώρος, αλλά και οι αντιδράσεις του κόσμου που τον τροφοδοτούν με ερεθίσματα αφού πριν από δύο χρόνια, που είχε ανέβει ξανά η παράσταση στο ίδιο μέρος, θυμάται μια παρέα από Κρητικούς και Ικαριώτες, οι οποίοι βρίσκονταν στο καφενείο, και παρακολουθώντας το έργο έφυγαν από εκεί κλαμένοι.
Μια άλλη συγκινητική στιγμή εκείνη που τραγουδά κομμάτι των James και μαζί με αυτό πέφτει η αυλαία. «Δεν θέλαμε να βάλουμε κάτι ελληνικό, θα ήταν πολύ εύκολο να λαϊκίσουμε. Θα μπορούσαμε να βάλουμε έναν Αγγελάκα, ένα Θανάση Παπακωνσταντίνου, έναν Μάλαμα, Τσιτσάνη. Θέλαμε να ελαφρύνουμε το πράγμα και γι’αυτό επιλέξαμε James», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας την επικρατούσα κατάσταση, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην ανεργία, την οποία,όπως λέει, έχουν συνηθίσει να βιώνουν οι ηθοποιοί.
«Έχουμε μάθει σε αυτό, απλά τώρα έχει παραγίνει το κακό. Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια έχω καταστραφεί πολλές φορές», σημειώνει ο κ. Σαπουντζής.
Πρωταγωνιστείτε στο «Blackout: μια μικρή διαμαρτυρία», παράσταση που ανεβαίνει σε καφενείο. Πώς είναι αυτή η αίσθηση;
Είναι ένα επικίνδυνο εγχείρημα, η επαφή με τους θεατές είναι πολύ άμεση. Την πρώτη χρονιά που ανεβάσαμε το έργο παίζαμε βράδυ και ο κόσμος μπορούσε να παίζει εκεί χαρτιά. Η ανταπόκριση ήταν τόσο μεγάλη που το βλέπω σαν μια ευκαιρία να ξαναπιάσω την αφήγηση από εκεί που την είχαν αφήσει οι παππούδες μου οι οποίοι ξεκίνησαν από τα καφενεία. Έχω μνήμες από αυτά. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και πολλές φορές τα καφενεία αποτελούσαν τόπο συνάντησης αυτών των ανθρώπων. Έλεγαν ιστορίες.
Ο χώρος λοιπόν του καφενείου είναι οικείος σε εσάς
Μιλάμε για ένα παραδοσιακό, παλιό καφενείο, που δεν έχει καμία σχέση με τα καινούρια. Είναι και η αισθητική παλιά, έχει μια ζεστασιά αυτός ο τόπος. Έτσι κι αλλιώς τα καφενεία ήταν ένας τόπος που βρίσκονταν οι άνθρωποι και μιλούσαν για πολιτικά, αλλά και για όλα όσα τους αφορούσαν. Πολλές φορές, δε, πίνοντας κρασί έλεγαν πολλά πράγματα που θα ήταν δύσκολο να πουν ακόμα και στο ίδιο τους το σπίτι. Αυτό το συγκινησιακό κομμάτι είναι κάτι που μας ενδιέφερε με την Ειρήνη Μαργαρίτη, γιατί απευθυνόμαστε στις καρδιές των ανθρώπων.
Πώς ανταποκρίνεται το κοινό σε αυτό το εγχείρημα; Ποιες οι αντιδράσεις των θεατών;
Νιώθω ότι παρακολουθούν την κάθε μου συλλαβή, με την έννοια ότι δεν υπάρχει απόσταση. Είναι σαν να σηκώνεται κάποιος από ανάμεσά τους και να λέει ιστορίες. Αυτή είναι η αίσθηση που θέλαμε να δώσουμε. Πρόκειται για μια υπόθεση Blackout, όπως blackout έχουμε πάθει όλοι μας τον τελευταίο καιρό. Όσον αφορά στις αντιδράσεις που προκαλεί η παράσταση, θυμάμαι μια παρέα από Κρητικούς και Ικαριώτες που βρίσκονταν στο καφενείο κι εμείς τους είπαμε ότι θα αφηγηθούμε δυο ιστορίες. Στο τέλος έφυγαν όλοι κλαμένοι. Ένα άλλο συγκινητικό κομμάτι ήταν όταν έλεγα το τραγούδι των James, Getting Away With It, το οποίο έχουμε βάλει στον επίλογο για συγκεκριμένους λόγους Δεν θέλαμε να βάλουμε κάτι ελληνικό, θα ήταν πολύ εύκολο να λαϊκίσουμε. Θα μπορούσαμε να βάλουμε έναν Αγγελάκα, ένα Θανάση Παπακωνσταντίνου, έναν Μάλαμα, Τσιτσάνη. Θέλαμε να ελαφρύνουμε το πράγμα και γι’αυτό επιλέξαμε James. Ήταν ένας παππούς και τον είδε η σκηνοθέτις της παράστασης, Ειρήνη Μαργαρίτη, να μονολογεί : «Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι λέει αυτό το τραγούδι». Αυτό για μένα αιτιολογεί το γιατί βάλαμε το τραγούδι στο τέλος. Δεν θεωρώ την παράσταση μια απλή παράσταση, αλλά θεατρική εμπειρία. Είναι καθαρή αφήγηση.
Έχετε παίξει ξανά σε καφενείο;
Όχι, αλλά οι συνάδελφοί μου οι παλαιότεροι σε καφενεία έπαιζαν το χειμώνα. Δεν θεωρώ ότι εμείς κάνουμε κάτι καινούριο.
Πώς προέκυψε η ιδέα να ανέβει η παράσταση στο καφενείο Χαλαρά;
Ήταν ιδέα της Ειρήνης να την ανεβάσουμε σε καφενείο και ψάχναμε να βρούμε χώρο, που θα μπορούσε να είναι και ταβερνάκι αν δεν βρίσκαμε καφενείο. Πέσαμε όμως τυχαία πάνω σε αυτό το καφενείο ένα μεσημέρι που γλεντούσαν οι Ικαριώτες και το αποφασίσαμε.
Η παράσταση ανέβηκε και πριν από δύο χρόνια στο ίδιο καφενείο
Για πολύ λίγο όμως. Διακόπηκε για προσωπικούς λόγους. Μου συνέβαιναν πολλά εκείνη την εποχή και δεν μπορούσα να αντέξω το βάρος αυτού του πράγματος. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να είμαι οπουδήποτε. Ήταν πολύ βαρύ γιατί και τα δύο κείμενα έχουν να κάνουν με την απώλεια.
Το έργο φαίνεται να είναι βγαλμένο από τη σημερινή πραγματικότητα
Είναι ένα έργο που γράφτηκε πριν από τέσσερα χρόνια. Μιλά για ασήμαντους ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε την ιστορία τους, που ζουν σε γειτονιές που δεν είναι Ψυχικό, Κολωνάκι ή Εκάλη, και κάνουν δυο δουλειές γιατί έχουν παιδιά. Άλλοι δεν έχουν φίλους, υπάρχουν ακόμη κι εκείνοι που χάνουν τη γυναίκα τους και πρέπει να μεγαλώσουν μόνοι τα παιδιά σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον που ζούμε σήμερα. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κανένα συσχετισμό με το σήμερα, πιο τώρα δεν γίνεται. Η παράσταση μιλά για τους ανθρώπους του σήμερα και όχι της δεκαετίας του 1960. Για την απώλεια, αλλά και για το φόβο που έχει τροφοδοτηθεί με την κρίση παίρνοντας συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Σας διακατέχει το συναίσθημα αυτό του φόβου;
Το τομάρι των ηθοποιών ζούσε σε κρίση από την ύπαρξη του επαγγέλματός μας. Εμείς έχουμε ανεργία 90 – 95% στις καλές εποχές. Έχουμε μάθει σε αυτό, απλά τώρα έχει παραγίνει το κακό. Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια έχω καταστραφεί πολλές φορές. Είναι μια δύσκολη συνθήκη, προσπαθούμε να δουλεύουμε σε κάποια θέατρα – θεσμούς. Τηλεόραση έχω πει ότι δεν ξανακάνω. Το θέατρο όμως ακόμα και σε παγκόσμιους πολέμους προχώρησε, έγιναν καινούρια πράγματα.
Έχετε σκεφτεί να στραφείτε προς άλλα επαγγελματικά πεδία;
Σε λίγο κλείνω τα 50 έτη. Δουλειά που γνωρίζω να κάνω είναι εκείνη του οικοδόμου, επειδή και ο πατέρας μου ασκούσε αυτό το επάγγελμα, έχει όμως πεθάνει ο χώρος της οικοδομής. Σε μπαρ, από την άλλη τα καλοκαίρια, χρειάζεται να έχεις νιάτα. Την αγαπώ πολύ τη δουλειά του ηθοποιού και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, εκτός κι αν δεν υπάρχει καμία προοπτική.
*Το έργο παίρνει παράταση λόγω της μεγάλης προσέλευσης, για έξι μόνο παραστάσεις, κάθε Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι στις 15.00.
entertainment.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις