Η εικοστή περιπέτεια του διάσημου μυστικού πράκτορα, σύμφωνα πάντα με τον «επίσημο κατάλογο» της οικογένειας Μπρόκολι, συμπίπτει με την τεσσαρακοστή επέτειο από την πρώτη εμφάνισή του στον κινηματογράφο. Στις τέσσερις αυτές δεκαετίες ο Τζέιμς Μποντ δανείστηκε το πρόσωπο τεσσάρων Βρετανών ηθοποιών και ενός μοντέλου από την Αυστραλία, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, φλερτάρισε ή παρέσυρε στο κρεβάτι του τα ωραιότερα κορίτσια της οθόνης και οδήγησε σε… απόσυρση πλείστους όσους «κακούς» που είχαν σκοπό να καταστρέψουν τον κόσμο.
Σε επίπεδο διακρίσεων το «Die Another Day» κατάφερε κάτι σπάνιο. Ήταν ταυτόχρονα υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Τραγουδιού, για Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερου Τραγουδιού, αλλά και για Βατόμουρο Χειρότερου Β΄ Γυναικείου Ρόλου (Μαντόνα), το οποίο τελικά απέσπασε. Τα ίδια περίπου αισθήματα… διχασμού προκαλεί και η ίδια η ταινία: μια μοντέρνα περιπέτεια, με δράση, θεαματικές καταδιώξεις και εφέ, αλλά με απόντα τον «κλασικό» 007.
Το φιλμ ξεκινά με την αναμενόμενη και άκρως θεαματική καταδίωξη που προηγείται των τίτλων. Ακολουθεί μια αναπάντεχη ανατροπή. Πρώτη φορά ο Μποντ αιχμαλωτίζεται, μένει στη φυλακή περισσότερο από ένα χρόνο και ελευθερώνεται, όχι με τις δικές του ικανότητες, αλλά χάρη στη διπλωματία των μυστικών υπηρεσιών. Το επεισόδιο στην Αβάνα, όπου ο 007 αναζητά εκείνον που τον πρόδωσε, είναι το μοναδικό κομμάτι που θυμίζει την παλιά καλή εποχή. Όμως, από τη στιγμή που η δράση μεταφέρεται στην Ισλανδία η ιστορία χάνει το ενδιαφέρον της, καθώς εξαντλείται σε απανωτές καταδιώξεις και εντυπωσιακά stunt, με αποκορύφωμα το φινάλε: μια καταδίωξη με αυτοκίνητα σε ένα οικοδόμημα φτιαγμένο από πάγο. Στις καλές στιγμές της παραγωγής η συμμετοχή της Χάλι Μπέρι, οι αναφορές σε παλιές περιπέτειες, καθώς και η σκηνή της ξιφασκίας ανάμεσα στον Μποντ και τον Γκούσταβ Γκρέιβς. Στις κακές έως αδιάφορες, η παρουσία της «Μ», η ουσιαστική απουσία της Μανιπένι και οι τυποποιημένοι μπράβοι, που μοιάζουν να έχουν βγει από περιπέτειες του σωρού.
Η έκδοση DVD περιοχής 2, άλλη μια περίπτωση «διχασμού», συλλεκτικού αυτήν τη φορά. Η συσκευασία άψογη: χάρτινο πλαστικοποιημένο τετράπτυχο που συνοδεύεται από ένθετο. Τα έξτρα άφθονα: ό,τι θέλει να μάθει κανείς για την παραγωγή υπάρχει στο δεύτερο δίσκο. Το οπτικακουστικό μέρος κορυφαίο: αναμορφική εικόνα με εκπληκτική υφή και λεπτομέρεια και ψηφιακός ήχος Dolby σε πέντε διακριτά κανάλια και ένα matrix. Εκεί που τα χαλάμε είναι στην απουσία της μπάντας DTS ES, που υπάρχει την αγγλική έκδοση και ομολογουμένως «βάζει φωτιές».