Σε όλη του την καλλιτεχνική πορεία ο Ζακ Τατί ήταν προσηλωμένος σε ένα κωμικό και σκηνοθετικό ύφος τόσο ιδιαίτερο, που αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο κινηματογραφικό κεφάλαιο. Κεντρικό πρόσωπο του μοναδικού αυτού σύμπαντος δεν είναι άλλος από τον κύριο Ιλό. Πρόκειται για ένα τύπο που βαδίζει με μεγάλους άχαρους διασκελισμούς, δεν αποχωρίζεται ποτέ την καμπαρτίνα και την ομπρέλα του, ενώ τα μπατζάκια του παντελονιού του μόλις και μετά βίας φτάνουν στους αστραγάλους του. Ο κύριος Ιλό δεν μιλά πολύ, αλλά, ακόμη και όταν το κάνει, λίγοι καταλαβαίνουν τα λόγια του. Παρατηρεί τον κόσμο με παιδική αφέλεια, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τις χαοτικές καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω του. Η αφέλειά του αυτή τον καθιστά επιρρεπή στις γκάφες, οι συνέπειες των οποίων όμως σπανίως τον αγγίζουν.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 η κωμική αυτή περσόνα του Ζακ Τατί πρωταγωνίστησε σε δύο ταινίες που έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες: Στις «Διακοπές του Κυρίου Ιλό» και στο «Ο Θείος μου». Σίγουρος πια για την απήχηση των κωμωδιών του, ο Τατί άρχισε την επική προετοιμασία του «Playtime» – μια διαδικασία που διήρκεσε μια ολόκληρη πενταετία. Για τις ανάγκες της ταινίας χτίστηκε στα περίχωρα του Παρισιού μια ολόκληρη μοντέρνα πόλη, με πολυώροφα γυάλινα κτίρια, πάρκινγκ, δρόμους και πλατείες. Έπειτα η Tativille, όπως την είπαν, γέμισε με οχήματα αλλά και με εκατοντάδες ηθοποιούς και κομπάρσους, οι οποίοι άρχισαν να προβάρουν τα πολύπλοκα αλυσιδωτά γκαγκ που επινόησε ο σκηνοθέτης.
Η αφηγηματική γραμμή της ταινίας είναι ασαφής όσο η ίδια η ζωή. Κάποιες Αμερικανίδες τουρίστριες φτάνουν στο υπερμοντέρνο Παρίσι και επισκέπτονται μια εμπορική έκθεση, την ίδια στιγμή που ο κύριος Ιλό περιφέρεται στην πόλη, κάνοντας όπως πάντα αισθητή την παρουσία του. Το βράδυ όλοι συναντιούνται σε ένα σικ εστιατόριο, το οποίο έπειτα από την παρέμβαση του Ιλό χάνει λίγη από τη λάμψη του. Το επόμενο πρωί οι τουρίστριες φεύγουν και ο Ιλό συνεχίζει τη ζωή του. Ανάμεσα όμως από αυτές τις αδρές γραμμές συμβαίνουν τόσες κωμικές καταστάσεις που είναι αδύνατο να περιγραφούν με λόγια. Καταστάσεις, που, αν και μοιάζουν απολύτως οικείες -όπως αυτές που συναντάμε όταν κάνουμε μια βόλτα στην πόλη-, είναι κομμάτια μιας άψογα ενορχηστρωμένης χορογραφίας.
Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ διαμέτρου 70 χιλιοστών -αντί του συνηθισμένου των 35mm-, το οποίο αναδεικνύει με λαμπρότητα τους γκρι, γαλάζιους και πράσινους τόνους που κυριαρχούν σε κάθε κάδρο και επιτρέπει στο θεατή να διακρίνει τα παράλληλα γεγονότα που διαδραματίζονται σε όλο το πλάτος και το βάθος της εικόνας. Το πιο πρωτοποριακό μέρος όμως της ταινίας είναι η ηχητική της προσέγγιση. Ο Τατί έδωσε στους μεμονωμένους ήχους συγκεκριμένους ρόλους στην ταινία, ενώ ταυτόχρονα υποβάθμισε την πρόζα και τις ομιλίες εξομοιώνοντάς τες με τους θορύβους.
Ένα τόσο πρωτοποριακό και μεγαλεπήβολο σχέδιο όπως το Playtime ήταν δυστυχώς καταδικασμένο να αποτύχει εμπορικά. Η ταινία «ναυάγησε» στις αίθουσες και ο Τατί οδηγήθηκε σε πτώχευση, χάνοντας ακόμη και την κυριότητα του σπιτιού του. Ως γνήσιος ονειροπόλος, όμως, δεν το έβαλε κάτω και επέστρεψε έπειτα από τέσσερα χρόνια, με μια ακόμη περιπέτεια του κυρίου Ιλό – το «Traffic».
Η παρούσα έκδοση DVD αναπαράγει μια ελαφρώς συντομευμένη βερσιόν της ταινίας. Η αναμορφική εικόνα είναι πολύ ικανοποιητικής ποιότητας, ενώ υπάρχουν δύο προσεγμένες ηχητικές μπάντες: η αυθεντική στερεοφωνική και μια διευρυμένη 5.1.