Το πρώτο του «πέρασμα» στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν εύκολο. Ο Γιώργος Σιούγας, σκηνοθέτης με μεγάλη τηλεοπτική εμπειρία, επέλεξε να μεταφέρει στο σινεμά το πολυαγαπημένο θεατρικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη Το Γάλα. «Φυσικά και φοβήθηκα. Τη μέρα που θα σταματήσει ο φόβος, θα πάρω σύνταξη» λέει σε συνέντευξή του στο in.gr, από την Κύπρο, όπου πραγματοποιεί γυρίσματα. Χαρακτηρίζει «τραγικούς» τους χαρακτήρες της ταινίας του, μάς μιλάει για τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη που έχασε τη ζωή του το 2008 –ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε τον Λευτέρη στο θέατρο και ο άνθρωπος στον οποίο αφιερώνεται η ταινία-, καθώς και για τις επιτυχίες του ελληνικού σινεμά. «Το λεωφορείο της νέας γενιάς σκηνοθετών που έχουν κάτι να πουν, έχει φτάσει» δηλώνει.

Για τη σχέση της ταινίας με το θεατρικό του Β.Κατσικονούρη:

«Ο δυνατός λόγος είναι μεγάλο ατού. Η δυσκολία είναι –επειδή στο θέατρο τα πράγματα λέγονται, ενώ στο σινεμά γίνονται- η διαδικασία της αφαίρεσης. Το να βρεις τρόπους να γίνονται και όχι να λέγονται. Βέβαια, ένα δυνατό θεατρικό, όπως Το Γάλα, έχει μια ξεκάθαρη δομή. Μια τέτοια γραφή είναι τεράστιος σύμμαχος».

Για το αν φοβήθηκε τη μεταφορά του δημοφιλούς κειμένου στο σινεμά:

«Το φοβήθηκα και φοβάμαι γενικώς πολλά πράγματα. Μου αρέσει αυτός ο φόβος γιατί νομίζω ότι αν δεν φοβόμαστε, τελειώνουν όλα. Τη μέρα που θα σταματήσει αυτός ο φόβος, θα πάρω σύνταξη. Ο φόβος μου δεν είχε να κάνει με την επιτυχία ή την αποτυχία, αλλά με το αν θα επικοινωνήσω το κείμενο του Βασίλη, αν θα κάνω το κοινό να το καταλάβει. Θα με στεναχωρούσε πολύ περισσότερο το να μην το καταλάβει, παρά το να μην τους αρέσει».

Για τα θέματα που θίγει Το Γάλα:

«Το Γάλα είναι η τραγική ιστορία μιας οικογένειας. Μια ιστορία μεταξύ δυο αδελφών και μιας μάνας. Για μένα πραγματεύεται αρχέτυπα όπως πατρίδα, μητέρα, ανάγκη να αγαπηθούμε, να ενταχθούμε. Η ταινία δεν πραγματεύεται τη σχιζοφρένεια, ούτε το μεταναστευτικό. Αυτές είναι έννοιες που αποτελούν έναν καμβά. Η ουσία είναι οι δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια, όταν ο Αντώνης ανακοινώνει ότι παντρεύεται. Τελικά, η ταινία πραγματεύεται την ειρήνη (την ειρήνη του μυαλού, τη γαλήνη μεταξύ των αδελφών)».

Για τους χαρακτήρες της ταινίας:

«Ο Αντώνης κοιτάει μπροστά, έχοντας απαρνηθεί τις ρίζες του. Δεν θέλει να θυμάται ότι είναι Ρώσος, θέλει να ξεχάσει, θέλει να παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του, προσπαθεί να ανέβει κοινωνική σκάλα. Ο Λευτέρης που πάσχει από σχιζοφρένεια είναι προσκολλημένος στο παρελθόν, επειδή τα παιδικά του χρόνια ήταν τα πιο ευτυχισμένα, τα πιο ειρηνικά. Η μητέρα είναι ένας διαιτητής που προσπαθεί να τους σμίξει, να τους φέρει κοντά. Όλοι τους είναι τραγικοί ήρωες. Η ταινία λέει ουσιαστικά ότι δεν μπορούμε να απαρνηθούμε τις ρίζες μας, πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε».

Για τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη:

«Ο Κωνσταντίνος ήταν φίλος μου. Ξεκινήσαμε μαζί την πορεία μας με το Έτσι Ξαφνικά και γίναμε πολύ φίλοι. Ο Κωνσταντίνος ήταν εκείνος που μου επικοινώνησε για πρώτη φορά τον Λευτέρη, τον οποίο ερμήνευσε στην παράσταση του Μαστοράκη. Όταν είδα το θεατρικό είπα ότι πρέπει να το κάνουμε ταινία. Ο Κωνσταντίνος με έφερε σε επαφή με τον Βασίλη (Κατσικονούρη) και κατάφερα και έστησα την ταινία. Όταν σκοτώθηκε εκείνον τον Δεκέμβρη, ο θάνατός του με επηρέασε πολύ βαθιά. Δεν μπορούσα να φανταστώ άλλον για τον ρόλο. Μετά άρχισα να σκέφτομαι ποιος θα μπορούσε να παίξει τον Λευτέρη. Στο μυαλό μου υπήρχε πάντα ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, κανένας άλλος, που ήταν και φίλος του Κωνσταντίνου. Ουσιαστικά, ο Κωνσταντίνος ήταν ο κοινός παρονομαστής που έγινε και η «κόλλα» που έδεσε εμάς τους τρεις (με τον Πρ.Αλειφερόπουλο και τον Όμ.Πουλάκη). Η ταινία έπρεπε να γίνει πάση θυσία για τον Κωνσταντίνο. Αυτή η ανιδιοτελής διαδικασία μάς πήγε πολύ μπροστά σαν ομάδα, γιατί δεν μπήκε ποτέ το εγώ στη μέση. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω, ήταν να του αφιερώσω την ταινία που μου επικοινώνησε πρώτος, μέσα από το θεατρικό».

Για το ελληνικό σινεμά:

«Βέβαια υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των ελληνικών ταινιών. Το λεωφορείο με την καινούρια γενιά σκηνοθετών, οι οποίοι έχουν κάτι να πουν, έχει φτάσει. Αισθάνομαι ότι εδώ και πολλά χρόνια το ελληνικό σινεμά δεν είχε κάτι να πει, ότι η φλόγα είχε σβήσει. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το ελληνικό σινεμά δεν πήγαινε μπροστά τη δεκαετία του ’90-2000 και ίσως και του ‘80. Με αυτή τη νέα γενιά σκηνοθετών, ηθοποιών, σεναριογράφων το τοπίο έχει αλλάξει σημαντικά. Οι ταινίες που γίνονται έχουν ενδιαφέρον, επιθυμούν να απομακρυνθούν από το καθιερωμένο σινεμά. Ίσως μας έχει βοηθήσει ότι δεν υπάρχουν τα μέσα, δεν υπάρχουν χρήματα. Καλείσαι να βρίσκεις λύσεις από το τίποτα και να πεισμώνεις και να λες ότι «θα κάνω την ταινία μου ό,τι και να γίνει, αν δεν γίνεται αλλιώς θα βγω με μια κάμερα στο δρόμο και θα την γυρίσω»».

Για τα όνειρα:

«Εύχομαι όλοι να κάνουμε όνειρα και να μη σταματήσουμε ποτέ να ακολουθούμε τα όνειρά μας».

* Η ταινία «Το Γάλα» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου.

Αγγελική Στελλάκη

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ