Μιλώντας με τον θεατρικό και κινηματογραφικό πλέον σκηνοθέτη Έκτορα Λυγίζο σου κάνει εντύπωση ο ήρεμος τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τα πράγματα. Απέναντί σου έχεις έναν πραγματικό καλλιτέχνη με καινοτόμες ιδέες.

Το in.gr συνάντησε τον σκηνοθέτη της ταινίας Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού, αλλά και τον πρωταγωνιστή Γιάννη Παπαδόπουλο, στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και μίλησαν για την ταινία, την επιτυχία της στα ξένα Φεστιβάλ και την πείνα.

Ερ.: Ποια υπήρξε η έμπνευση της ταινίας;

Έκτορας Λυγίζος: Περίπου πριν από ενάμιση χρόνο μου δημιουργήθηκε η ιδέα μιας ταινίας με έναν ήρωα, νέο, καλλιτέχνη που βρίσκεται σε μια κατάσταση έλλειψης των βασικών. Διάβασα το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν, την «Πείνα» με μια παρόμοια ιστορία και ήρωα έναν νεαρό συγγραφέα-δημοσιογράφο το 1890 στη Νορβηγία, ο οποίος περιφέρεται στους δρόμους του Όσλο τελείως πεινασμένος και κατά καιρούς άστεγος που ζει αυτή την κατάσταση της μέθης που είναι η πείνα. Δεν είμαι σίγουρος εάν η ιδέα μου ήρθε όταν το διάβασα ή την είχα από πριν. Εκ των υστέρων, όμως, νομίζω ότι το είχα μέσα μου ως έναν δικό μου μεγάλο φόβο για το πού θα πάει αυτή η κατάσταση για μένα. Τον τελευταίο χρόνο δουλεύω συνέχεια και, όσον αφορά τα βασικά, η κατάσταση χειροτερεύει.

Ερ.: Είπες ότι όλα ξεκίνησαν πριν από 1,5 χρόνο. Πρέπει να έγιναν πολύ γρήγορα…

Έκτορας Λυγίζος: Ναι, όντως έτσι ήταν. Περίμενα ότι για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου θα περάσουν χρόνια επί χρόνων, ότι θα μεστώσει. Το σενάριο γράφτηκε πολύ γρήγορα (η πρώτη του μορφή μέσα σε έναν μήνα) και σαφώς με τις συζητήσεις και με τον Γιάννη και με φίλους άλλαζε συνέχεια. Η πρώτη του μορφή ήταν εκτενής, είχε περισσότερες απόπειρες του ήρωα να συνδιαλλαγεί με άλλους ανθρώπους, αλλά εξαρχής μπήκα σε μια διαδικασία χτενίσματος. Όσο έφευγαν στοιχεία, τόσο ένιωθα ότι η πραγματική ιστορία έβγαινε στην επιφάνεια. Είχε ένα βίαιο στοιχείο στο τέλος, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι η αγριότητα που αναπτύσσεται στον ήρωα ξεσπάει περισσότερο στον εαυτό του και όχι στους άλλους. Δεν ήθελα ένα στενό κοινωνικό σχόλιο, αλλά την προσοχή του θεατή στραμμένη στον ήρωα και στο σώμα του.

Ερ.: Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Γιάννη;

Εκ.Λ.: Τον Γιάννη τον είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα το σενάριο. Τον είχα στο μυαλό μου και για ένα θεατρικό που ετοίμαζα. Τον συνάντησα (περισσότερο για το θεατρικό νομίζω) και μου δημιουργήθηκε η ιδέα ότι είναι απολύτως κατάλληλος για τον ρόλο. Καθώς η ταινία βασίζεται μόνο σε έναν ο ήρωας έπρεπε να έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά Μου ήταν σαφές από την αρχή ότι πρωταγωνιστής μου ήθελα να είναι αυτός.

Ερ.: Γιάννη, υπήρχαν πράγματα που σε φόβισαν στο σενάριο; Όλη η ταινία βασίζεται πάνω σου…

Γ.Π.: Δεν φοβήθηκα καθόλου. Το διάβασα και μου άρεσε πολύ και το σενάριο και αυτά που ήθελε να κάνει ο Έκτορας. Με είδα μέσα στο σενάριο.

Ερ.: Δεν βλέπουμε ποτέ λεπτομέρειες για το παρελθόν του ήρωα και δεν δίνεται απάντηση στο ερώτημα «Γιατί δεν ζητά βοήθεια;»

Ε.Λ.: Με ενδιέφερε ο θεατής να ερμηνεύσει ο ίδιος πώς ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν ζητάει βοήθεια. Σαφώς δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα «Γιατί δεν πάει να φάει στη μάνα του, γιατί δεν βρίσκει κάποιον να του δώσει ένα πιάτο φαγητό ή γιατί δεν πάει στο συσσίτιο», αλλά με τη σκέψη γιατί δεν πάει στο συσσίτιο αρχίζει μία διερώτηση στο μυαλό του θεατή. Εγώ πιστεύω ότι εάν κάτι τέτοιο μου πρωτοσυνέβαινε δεν θα πήγαινα πολύ εύκολα στο συσσίτιο. Βλακωδώς ίσως. Ίσως μετά από μια εβδομάδα ο ήρωας να πάει να φάει στη μητέρα του ή να επικοινωνήσει με τους φίλους του. Στο μυαλό μου δεν είναι ψυχοπαθής, ούτε αποκλεισμένος από τους φίλους του, αλλά κουβαλάει σαν μια μεγάλη ντροπή αυτό που του συμβαίνει και έχει την τάση να το καταλογίσει στον εαυτό του, να πει ότι αυτός φταίει για αυτή την κατάσταση. Με ενδιέφερε να μην πάει το μυαλό του θεατή σε ένα σωρό εξηγήσεις που θα στερούσε το σωματικό βίωμα της ταινίας.

Ερ.: Στην ταινία υπάρχουν διάφορα σύμβολα (η σημαία, τα αγάλματα). Τι ήταν αυτό που ήθελες να πεις τοποθετώντας τα στο φόντο της ταινίας;

Εκ.Λ.: Είναι μία από τις εμμονές μου η σχέση που έχουμε με τους ήρωες. Ο τρόπος που μαθαίνουμε για το παρελθόν, μέσα από τις ιστορίες μεγάλων ανδρών που κάνουνε μεγάλες πράξεις, είτε αυτές είναι επαναστάσεις, είτε μεγάλα έργα. Εμένα μου φαίνεται πολύ περίεργο στο σχολείο οι εθνικές εορτές να μιλάνε για όλες αυτές τις μεγάλες πράξεις, χωρίς καμία σύνδεση με το παρόν και με το τι σημαίνει ηρωισμός σήμερα. Ο βασικός λόγος που αυτά τα σύμβολα (η σημαία, τα αγάλματα) υπάρχουν στην ταινία είναι για να θυμίσουν σε μένα και στον θεατή γιατί αυτός είναι ένας ήρωας: κινηματογραφικός, αλλά και πραγματικός. Ήθελα να θυμίσω ότι αυτός είναι ένας Έλληνας που έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που η ελληνική σημαία έχει αυτό το άσπρο και το μπλε (που μπορεί να είναι αυτός ο ουρανός που δεν πολυβλέπουμε στην ταινία ή αυτό το «Ελευθερία ή Θάνατος»), σε μία χώρα που υπάρχουν πολλά αγάλματα (βεβαίως τώρα τα αγάλματα είναι σπασμένα). Και αυτός για μένα είναι ένα κινούμενο άγαλμα: και η μορφή του με παραπέμπει σε άγαλμα και οι πράξεις του. Όλα αυτά τα σύμβολα σε καλούν να τα ξαναδιαβάσεις και να τους δώσεις εσύ τα χαρακτηριστικά τους. Το σύμβολο σε καλεί να γεμίσεις το σημαινόμενο. Το ίδιο και ο ήρωας. Έχει λίγες εκφράσεις, κάνει συγκεκριμένα πράγματα. Είναι ένας Έλληνας σε μία εποχή που μας καλεί να ξαναδιαβάσουμε την έννοια του ηρωισμού.

Ερ.: Γιάννη, ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που χρειάστηκε να κάνεις στη διάρκεια της ταινίας;

Γ.Π.: Μου ήταν δύσκολες οι τελευταίες σκηνές, της εξομολόγησης στην κοπέλα. Είχα ρίξει το βάρος στη σωματικότητα και ξαφνικά έπρεπε να διαχειριστώ λόγο. Στις πρόβες το είχα κάνει πιο μεγάλο και δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος και από το αποτέλεσμα. Νομίζω, όμως, ότι το τέλος της ταινίας είναι καθοριστικό. Πλέον ανοίγεται, δεν φοβάται να επικοινωνήσει το πρόβλημά του. Κάνει πράγματα πλέον που δεν τον νοιάζει να τον δει ο κόσμος, να δει το πρόβλημά του.

Ερ.: Διάβασα κάπου ότι το βλέμμα της κάμερας είναι εκείνο ενός πουλιού, ενός καναρινιού. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι ξεκάθαρο στην ταινία. Τελικά ισχύει;

Εκ.Λ.: Όχι, η λήψη δεν είναι εκείνη ενός πουλιού όπως έχει γραφτεί. Το ύψος της κάμερας αλλάζει συνέχεια. Ήθελα να βρεθεί μια τομή ανάμεσα στην υποκειμενικότητα (να αισθάνεσαι ότι είσαι προέκταση του ήρωα) και μιας αίσθησης παρακολούθησης, χωρίς να γίνει ηδονοβλεπτικό. Όπως ο τίτλος είναι πολύ κυριολεκτικός, αν και πολλοί νομίζουν ότι είναι αλληγορικός, έτσι και η δράση είναι πάντα on camera. Αυτά που δεν βλέπουμε είναι αυτά που ο ήρωας φοβάται. Ήθελα ο θεατής να αισθάνεται την ανάσα, το δέρμα, τις αναπνοές.

Ερ.: Είχες ως έμπνευσή σου κάποιες συγκεκριμένες ιστορίες πείνας; Τι είναι αυτό που σου κάνει εντύπωση στη σύγχρονη φτώχεια;

Εκ.Λ.: Με σοκάρει κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους να τρώνε από τους κάδους και δεν είναι δύο πια κάθε μέρα, είναι 100. Δεν είναι μετανάστες, οι περισσότεροι είναι Έλληνες. Αυτό το λέω σε σχέση με το δίχτυ ασφαλείας που κάποτε υπήρχε και πια δεν υπάρχει. Το χαρακτηριστικό αυτών των ιστοριών είναι ότι είναι κρυφές. Δεν κοινωνούνται, δεν γίνονται μυθιστορίες, αγάλματα, εικόνες. Είναι ζωτική ανάγκη να φτάσουμε σε ένα επίπεδο ανοίγματος και πιστεύω ότι θα συμβεί. Ήδη ο καθένας μας έχει αρχίσει να παραδέχεται πιο πολύ τις ανάγκες του και να καταλαβαίνει τις ελλείψεις. Τώρα πια, επειδή τα γύρω-γύρω φύγανε, καταλαβαίνουμε περισσότερο τις ανάγκες μας. Μπορεί να κλειστήκαμε λίγο στους εαυτούς μας, αλλά αυτό έγινε για να καταλάβουμε τι ζητάμε και ποιοι είμαστε.

Ερ.: Πώς αισθάνεστε που η ταινία τα πάει τόσο καλά στα ξένα Φεστιβάλ;

Γ.Π.: Είναι πολύ ωραίο να διαβάζω θετικά πράγματα για τη δουλειά μου. Και είναι ακόμα πιο ωραίο που τα καλά σχόλια εντάσσονται σε μία γενικότερα καλή κριτική της ταινίας. Με το που τελείωσαν τα γυρίσματα ένιωθα πολύ μεγάλη σιγουριά και ασφάλεια για τη δουλειά που έχει γίνει, ότι είναι μια καλή δουλειά, έτοιμη.

Εκ.Λ.: Χαίρομαι που ελάχιστες κριτικές είναι στο επίπεδο του καλό-κακό και είναι κείμενα με αφορμή την ταινία και για τις προθέσεις της ταινίας. Είναι σαφής ο πυρήνας των θεμάτων της ταινίας. Εγώ έχω κουβεντιάσει ωραία για την ταινία με τους ανθρώπους. Αισθάνομαι ότι η ταινία λειτουργεί σωματικά που είναι μεγάλο στοίχημα για ένα σκηνοθέτη να μετατρέψει μια καθιστική εμπειρία σε σωματική –είτε ο θεατής γελάσει από αμηχανία στη σκηνή με τον αυνανισμό, είτε να αηδιάσει, είτε να αισθανθεί κάτι στο στομάχι του.

Ερ.: Πώς είναι για έναν νέο σκηνοθέτη να γυρίζει ταινίες στην Ελλάδα;

Εκ.Λ.: Άμα το δεις ψύχραιμα και από απόσταση είναι απαγορευτικό. Όλοι αυτοί οι συμβιβασμοί που κάνουμε λειτουργούν καταστροφικά για το έργο μας. Θα σου πω ένα απλό παράδειγμα: επειδή δεν μπορείς να πληρώσεις τους ανθρώπους, δεν έχεις την απόλυτη διαθεσιμότητα τους. Το χειρότερο είναι ότι αισθάνεσαι πως αυτό που κάνεις δεν είναι επάγγελμα γιατί δεν πληρώνεται. Και στο θέατρο οι χώροι που μπορείς να πας και ξέρεις ότι μπορούν να στηρίξουν μια κανονική παραγωγή και θα πληρωθείς εσύ και οι συντελεστές είναι ελάχιστοι. Παλιότερα ήταν 15, σήμερα είναι δύο. Δεν είναι ότι είμαι πεσιμιστής, αλλά δεν θέλω να τα βλέπω ωραιοποιημένα. Για παράδειγμα, ο Τζαβάρας βγαίνει και λέει: «αφού μπορούν να το κάνουν μόνοι τους οι σκηνοθέτες, ας το κάνουν». Αυτό δημιουργεί παρεξηγήσεις. Θέατρα με λεφτά απαιτούν από τους ηθοποιούς να δουλεύουν με λιγότερα από το βασικό μισθό, απλά και μόνο επειδή σε άλλα θέατρα δεν πληρώνονται καθόλου.

Ερ.: Θεωρείς ότι υπάρχει μια προκατάληψη με τις ελληνικές ταινίες και δεν κόβουν εισιτήρια; Ακούμε μερικές φορές τη φράση «Για ελληνική ταινία καλή είναι»
.

Εκ.Λ.: Είναι ζήτημα εκπαίδευσης του κοινού. Είναι δύσκολο να δει κανείς μια παράσταση ή μια ταινία ως ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και όχι ως μια καθημερινή ιστορία. Πολλές φορές οι θεατές απαιτούν το επίπεδο κατανόησης που έχουν στην πραγματική ζωή: θέλουν να καταλάβουν όλα τα κίνητρα. Επίσης, είναι φανερό ότι ο κόσμος δεν πάει προετοιμασμένος να δει μια ταινία: πιστεύει ότι θα πάει, θα κάτσει και θα τα κάνει όλα η ταινία. Πιστεύω ότι και ο θεατής πρέπει να κάνει πολλά πράγματα: να επιλέξει την ταινία, να είναι συγκεντρωμένος, να συμμετέχει. Σίγουρα υπάρχει προκατάληψη για το ελληνικό σινεμά. Αυτό οφείλεται στις παλαιότερες ελλείψεις. Πολλοί θεωρούσαν ότι φταίει το σενάριο, εγώ νομίζω ότι ήταν και θέμα σκηνοθεσίας. Είναι λογικό από τη στιγμή που δεν υπάρχει σχολή ή ακαδημία. Ο καθένας παλεύει να μάθει μόνος του τα βασικά. Δεν υπάρχει τρόπος, ούτε διάθεση να εκτιμηθεί το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ως εμπορικό προϊόν. Δεν υπάρχει διάθεση να διαφημιστούν οι ελληνικές ταινίες, οι διανομείς δεν τις καταλαβαίνουνε, τις βγάζουν λάθος. Από την άλλη, αυτή η γενιά έχει μια επάρκεια κινηματογραφική, είτε γιατί έχει δει περισσότερο σινεμά, είτε γιατί είναι περισσότερο εκπαιδευμένη, είτε γιατί τελικά είναι πιο ειλικρινής και μου φαίνεται παράλογο που οι ελληνικές ταινίες δεν πηγαίνουν καλά. Μια κοινωνία θα έπρεπε να διψάει να βλέπει ιστορίες για την ίδια της τη ζωή. Ο θεατής πολλές φορές σε κατηγορεί γιατί δεν έκανες την ταινία που ήθελε. Φέρνεις γαλακτομπούρεκο και σου λέει «γιατί δεν μου έφερες σοκολάτες;». Του λες ότι τώρα έφερα αυτό, άλλη φορά θα φέρω σοκολάτες και δεν το δέχεται. Νομίζει ότι προσπαθεί ο σκηνοθέτης να επιβάλλει κάτι. Η προκατάληψη αυτή έχει σχέση και με τον τρόπο που ασκείται η εξουσία και η πολιτική, με τη λογική του ηγέτη. Αντίστοιχα, ο άλλος θεωρεί ότι κάποιος προσπαθεί να σε κοροϊδέψει, να σε παρασύρει. Υπάρχει μεγάλη άρνηση να «παρασυρθεί» κάποιος. Η ίδια καχυποψία υπάρχει παντού, υπάρχει στον έρωτα, στη φιλία…

* Η ταινία προβάλλεται από την Πέμπτη 9 Μαΐου αποκλειστικά στον κινηματογράφο Δαναό

Αγγελική Στελλάκη

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ