Δημήτρης Μυλωνάς: «Λιτότητα, πειθαρχία και αυτοκτονίες δεν είναι επιλογή αλλά αποτέλεσμα πολιτικών πρακτικών»
«”Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν έχουν τα πάντα; Μία μέρα σε παρακαλάνε να τους τα πάρεις» για αυτήν, νομίζω, την ατάκα ο Μποντ έγραψε το έργο θέλοντας να καυτηριάσει το χυδαίο καταναλωτισμό του δυτικού κόσμου, για αυτήν την ατάκα 15 χρόνια μετά το ανεβάζω κι εγώ» εξηγεί ο Δημήτρης Μυλωνάς στο in.gr, ο σκηνοθέτης του […]
- Πλήρης ετοιμότητα για τις εσωκομματικές, λέει ο ΣΥΡΙΖΑ - 465 εκλογικά τμήματα, οδηγίες για την ψηφοφορία
- Ένα εντυπωσιακό και σπάνιο καιρικό φαινόμενο εμφανίστηκε σε Αλεξανδρούπολη και Σαμοθράκη
- Άρπαξαν 4 κινητά τηλέφωνα αξίας 5.000 ευρώ και άρχισαν να τρέχουν – Συνελήφθη 21χρονος
- Είχαν ρημάξει δεκάδες αυτοκίνητα σε Λαύριο, Γλυφάδα και Νέα Φιλαδέλφεια – Συνελήφθη 40χρονος
Ο Έντουαρντ Μποντ εμπνέεται μια μελλοντική κοινωνία του 2077 όπου τα μέλη της πονώντας από τις συνέπειες των πρότερών τους επιλογών, καταφεύγουν σε ένα νέο μοντέλο διαβίωσης: ζουν στα ίδια σπίτια, τρώνε το ίδιο φαγητό, φοράνε τα ίδια ρούχα, στην πόλη κυκλοφορούν υπηρεσίες καταστολής, το παρελθόν έχει καταργηθεί, ο κόσμος αυτοκτονεί μαζικά, χωρίς λόγο.
«Είναι οι ίδιοι οι πολίτες που επιλέγουν την ομοιογενοποίηση, την πειθαρχία, τη λιτότητα, την τάξη για να μπορέσουν να ξεφύγουν από μια ζωή όπου αν και είχαν τα πάντα, δεν τους αρκούσε τίποτα. Κι αν σήμερα δεν είναι ότι ακριβώς επιλέγουμε εμείς αυτό το μοντέλο ζωής αλλά μάλλον σιγά-σιγά μας επιβάλλεται, το σκηνικό που στήνει ο Μποντ λειτουργεί ως ένας συνεγιαρμός ενάντια σε εκείνα τα κατασταλτικά στοιχεία, κοινωνικά όπως και προσωπικά που μας κρατούν στο φόβο και τη μοναξιά» λέει ο σκηνοθέτης.
Στον ασφυκτικό κόσμο ενός αντρόγυνου εισβάλλει ο άγνωστος που διατείνεται ότι είναι αδερφός της γυναίκας. Ουσιαστικά με την έλευσή του φέρνει μαζί και το παρελθόν, θέλει να κάνει τη γυναίκα να θυμηθεί τα παιδικά τους χρόνια. Το περιβάλλον της ακραίας καταστολής, όπου το παρελθόν έχει καταργηθεί από την κρατική μηχανή, η μνήμη έρχεται να χρωματίσει το άχρωμο παρόν και να βγάλει στην επιφάνεια συναισθήματα ανείπωτα για χρόνια. Ο επισκέπτης είναι τελικά ο καταλύτης που θα ενεργοποιήσει το χρόνια υπό καταστολή ζευγάρι και θα καθρεφτίσει την τραγικότητα της ύπαρξής του.
Πρόκειται για ένα κείμενο κοφτό, γρήγορο, δυνατό, η ιστορία του είναι μία ακραία συνθήκη, με τους ήρωες να βιώνουν κωμικοτραγικές καταστάσεις.
«Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μία παράσταση «ανήσυχη» που να ακροβατεί ανάμεσα στην τραγικότητα και τη γελοιότητα του υπαρξιακού αδιεξόδου» εξηγεί.
«Αντιμετώπισα το σκηνικό ως τον τέταρτο ήρωα που επηρεάζει, αποκαλύπτει, προβάλει, ανατρέπει την αλήθεια των ηρώων: κατά τη διάρκεια της δράσης, το σκηνικό θα αλλάξει πολλές φορές για να φωνάξει κι αυτό με τη σειρά του την αλήθεια του προσώπου που κάθε φορά το κινεί» αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης για τη σχέση του σκηνικού με τη δράση.
«Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν έχουν τα πάντα; Μία μέρα σε παρακαλάνε να τους τα πάρεις.» είναι η ατάκα που ξεχωρίζει στο έργο «Για αυτήν, νομίζω, την ατάκα ο Μποντ έγραψε το έργο θέλοντας να καυτηριάσει το χυδαίο καταναλωτισμό του δυτικού κόσμου, για αυτήν την ατάκα 15 χρόνια μετά το ανεβάζω κι εγώ. Πλέον είμαστε σε μια πραγματικότητα όπου η λιτότητα, η πειθαρχία, οι αυτοκτονίες δεν είναι επιλογή αλλά αποτέλεσμα πολιτικών πρακτικών. Περνάμε σε ένα σύστημα διαβίωσης με κοινό, ανεξαρτήτως ειδικών συνθηκών, οικονομικό μοντέλο, η δύναμη της παγκοσμιοποίησης επιβάλει, ντύσιμο, τροφή, διασκέδαση και τελικά οι όποιες παρεκλίνουσες τάσεις δέχονται κριτική, καταστολή, συμμόρφωση» και αναρωτιέται «Τελικά όμως ποια είναι αυτά τα πάντα που πιστεύουμε ότι είχαμε και που τώρα τα χάνουμε;»
Για το εάν νιώθει ότι οι επιλογές του εγκλωβίζονται στο πλαίσιο που του επιβάλλεται ή σε πράγματα που τον γοητεύουν λέει: «Το ζήτημα δεν είναι αν δοκιμάζομαι σε πράγματα που με γοητεύουν αλλά το αν καταφέρνω να διατηρήσω την καλλιτεχνική μου ταυτότητα και γλώσσα σε ένα περιβάλλον που εμπεριέχει το στοιχείο της αγοράς, της ανταγωνιστικότητας. Στο δικό μας χώρο η είσπραξη δεν είναι μόνο υλική αλλά ταυτόχρονα μεταφράζει και την αποδοχή, την προσέλευση, την αναγνώριση της δουλειάς μας».
Σχολιάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στο θέατρο σήμερα δηλώνει: «ότι ακόμα ο πολιτισμός άρα και το θέατρο αντιμετωπίζεται ως είδος πολυτελείας και καθόλου ως μια δυνατή μηχανή της χώρας που παράγει έργο. Στην ίσως πιο βίαιη κρίση που περνάει ο τόπος, οι θεατρική ομάδες, με πραγματική αυταπάρνηση όχι μόνο δεν έχουν μειωθεί αλλά αντιθέτως βλέπουμε έναν οργασμό καλλιτεχνικής δημιουργικότητας που προκύπτει από τη βαθιά ανάγκη για έκφραση, διάλογο, συνάντηση. Πρέπει η πολιτεία να σκύψει με σοβαρότητα και να αγκαλιάσει αυτήν τη δυναμική, να επενδύσει, να επανέλθει με έναν τρόπο η κρατική επιχορήγηση και εκείνοι οι θεσμοί που θα προσφέρουν αν μη τι άλλο, πιο γόνιμες συνθήκες εργασίας».
Info
Το έργο «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά -με πρωταγωνιστές τον Βασίλι Κουκαλάνι, την Άννα Ελεφάντη και τον Πάρι Θωμόπουλο- θα παρουσιάζεται έως τις 31 Μαϊου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου -συμπαραγωγή με την Εταιρεία Θεάτρου Εν Δράσει.
Μαρία Παπουτσή
entertainment.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις