«Δίπλα στη θάλασσα» η δεύτερη κινηματογραφική συνάντηση του ζεύγους Τζολί-Πιτ
Η δεύτερη, πολυαναμενόμενη, κινηματογραφική συνάντηση του «χρυσού» ζευγαριού του Χόλιγουντ, είναι γεγονός και έρχεται δέκα χρόνια μετά την επιτυχημένη ταινία Mr & Ms Smith, που τους ένωσε εις σάρκα μίαν. Η νέα ταινία τοποθετείται στη δεκαετία του ‘70 και έχει θέμα τις δυσκολίες του έγγαμου βίου. Στο τρίτο σκηνοθετικό της εγχείρημα (και το πρώτο φιλμ […]
Η δεύτερη, πολυαναμενόμενη, κινηματογραφική συνάντηση του «χρυσού» ζευγαριού του Χόλιγουντ, είναι γεγονός και έρχεται δέκα χρόνια μετά την επιτυχημένη ταινία Mr & Ms Smith, που τους ένωσε εις σάρκα μίαν.
Η νέα ταινία τοποθετείται στη δεκαετία του ‘70 και έχει θέμα τις δυσκολίες του έγγαμου βίου.
Στο τρίτο σκηνοθετικό της εγχείρημα (και το πρώτο φιλμ το οποίο η Τζολί υπογράφει προσθέτοντας στο ονοματεπώνυμό της και το επώνυμο του συζύγου της), η Αντζελίνα Τζολί Πιτ υποδύεται μια πρώην χορεύτρια, τη Βανέσα, και στο ρόλο του κινηματογραφικού συζύγου της, Ρόλαντ, ενός Αμερικανού συγγραφέα, βρίσκουμε το έτερόν της ήμισυ, Μπραντ Πιτ. Απόμακροι συναισθηματικά και αποξενωμένοι ως ζευγάρι, οι δυο τους θα βρεθούν σε μια ήσυχη παραλιακή πόλη της Γαλλίας, όπου θα γνωρίσουν μερικούς από τους κατοίκους της και θα κληθούν να αναμετρηθούν με τα μυστικά τους και να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της σχέσης τους και την κοινή τους πορεία. Κι όλα αυτά… Δίπλα στη θάλασσα.
Η ταινία, τόσο ως προς τη φόρμα όσο και ως προς τον τρόπο διαχείρισης του θέματος, συνιστά φόρο τιμής στο Ευρωπαϊκό σινεμά και στο θέατρο του ’60 και του ’70, με τη συμπυκνωμένη, λιτή αφήγηση, τον περιορισμένο διάλογο και την έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Πρωταγωνιστές, έξι χαρακτήρες, έξι «ζευγάρια» σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους: Η Λία και ο Φρανσουά, ένα νιόπαντρο ζευγάρι που αδημονεί για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ο Μισέλ και ο Πατρίς, δυο φίλοι, που έχουν περάσει πολλά και η ζωή τούς έχει πια μαλακώσει, κάνοντάς τους να αποδεχτούν το παρελθόν. Και οι βασικοί, ο Ρόλαντ και η Βανέσα, που πρέπει να αναμετρηθούν με ό,τι χρόνια αποφεύγουν κι έτσι, είτε να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους είτε να ξεπεράσουν ό,τι τους πονά και να συνεχίσουν τη σχέση τους σε πιο γερές βάσεις.
Πολύ καιρό προτού γυρίσει την πρώτη της ταινία (In The Land of Blood and Honey) και πολύ πριν την τελευταία της ταινία (Unbroken) η Αντζελίνα Τζολί Πιτ είχε γράψει το σενάριο αυτής της ταινίας σε μια προσπάθεια εξερεύνησης του πόνου και της αγάπης. Σημειώνει η σκηνοθέτις και σεναριογράφος, Αντζελίνα Τζολί Πιτ:
«Έγραψα αυτό το σενάριο θέλοντας να εξερευνήσω τη θλίψη και τον πόνο και τον τρόπο που καθένας τα αντιμετωπίζει (άλλος με αποφυγή, άλλος με παράδοση και άλλος με αντίδραση). Όλοι όσοι παίρνουν μέρος στην ταινία καθρεφτίζουν κι ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης αυτών των συναισθημάτων. Το έγραψα, μάλιστα, πολύ προτού ξεκινήσω να ασχολούμαι με τη σκηνοθεσία, οπότε δεν ήταν κάτι που είχα φανταστεί πως θα γυριζόταν με τον Μπραντ κι εμένα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Όταν γράφεις κάτι, τις περισσότερες φορές, δεν ξέρεις για ποιο λόγο το γράφεις. Μονάχα όταν σε «αιχμαλωτίζει» και προκαλεί την αντίδρασή σου συνειδητοποιείς πως κάτι σε ενοχλεί ή σε επηρεάζει. Δεν πίστευα ποτέ πως θα γυριστεί ούτε ότι θα πρωταγωνιστούμε εμείς.
»Το έγραψα με μεγάλη ελευθερία… Η ζωή δεν είναι μονάχα τραγωδία ή χαρά. Έχει και τις υπερβολικές της στιγμές. Μπορεί να είσαι στα πατώματα και να κλαις και 20 λεπτά μετά να γελάς με κάτι πολύ παράξενο. Η ταινία είναι μια υπερβολική εκδοχή αυτού ακριβώς. Αυτό που μπορεί καθένας μας να κατανοήσει είναι πως μπορείς να είσαι απόλυτα, τρελά ερωτευμένος με έναν άνθρωπο και να θέλεις, την ίδια στιγμή, να τον σκοτώσεις. Μπορεί να είσαι μέσα στην τρελή χαρά με κάποιο και ταυτόχρονα να νιώθεις κατάθλιψη και μιζέρια, όντας μαζί του. Είναι τα κύματα μιας σχέσης. Τα πράγματα δεν έχουν πάντα λογική κι αυτό είναι που μου δίνει ελευθερία ως συγγραφέα.
»Δεν πρόκειται για μια εμπορική ταινία. Ήταν μια ευκαιρία για όλους μας να πειραματιστούμε και να προχωρήσουμε ως καλλιτέχνες, δημιουργώντας κάτι πολύ ξεχωριστό. Αυτή είναι κι η ελευθερία μιας μη εμπορικής ταινίας. Μπορείς να είσαι πιο τολμηρός και να πειραματίζεσαι. Ελπίζω να αρέσει σε όλους όσοι αναζητούν μια διαφορετική, κινηματογραφική εμπειρία.»
Για το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και το πρόβλημά τους (αγαπιούνται παράφορα, αλλά δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τον πόνο τους και να σώσουν το γάμο τους) δηλώνει: «Οι περισσότεροι, στη θέση του Ρόλαντ και της Βανέσα, θα χώριζαν. Η ουσία, όμως, είναι άλλη: η δέσμευση με κάποιον στον οποίο έχεις αφιερώσει τη ζωή σου. Κάποιες φορές, ο γάμος δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά ξέρεις πως έχεις δεσμευτεί με αυτόν τον άνθρωπο, έχεις μια ιστορία και ξέρεις το λόγο για τον οποίο είσαι μαζί του. Πολλές φορές ο ένας θέλει να τα παρατήσει και ο άλλος είναι εκείνος που κρατά ζωντανή τη σχέση. Αυτό κάνει ο Ρόλαντ. Όταν τους «πρωτογνωρίζεις» νομίζεις πως ο Ρόλαντ είναι ένας αγριάνθρωπος και μέθυσος. Νομίζεις πως έχει κάτι με τη Βανέσα και πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο εαυτός του και το γράψιμό του. Για τη Βανέσα, πάλι, πιστεύεις πως τη νοιάζει μόνο η εμφάνισή της, σιχαίνεται τους ανθρώπους και το παίζει υπεράνω όλων. Κι όμως, η αλήθεια είναι άλλη: ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή, σε μια περίοδο που η κατάθλιψη, ως ασθένεια, δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη (το 1973 που τοποθετείται η ταινία). Και σταδιακά μαθαίνεις πως υπάρχει λόγος που αποφεύγουν ο ένας τον άλλον καθώς και για την οργή που νιώθουν και οι δύο. Παρακολουθώντας άλλους ανθρώπους, ξεχνιούνται και ανοίγονται προκειμένου να ξαναανακαλύψουν ο ένας τον άλλο.»
Ο Μπραντ Πιτ από την πλευρά του σημειώνει:
«Η Άντζι έγραψε μια πολύ ντελικάτη ευρωπαϊκή ταινία. Η δουλειά μας, ως ηθοποιοί, είναι να την κάνουμε πιο προσωπική. Έχουμε τόση ιστορία και αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ μας, καθώς και πολλές προσδοκίες τόσο μεταξύ μας όσο και από την οικογένειά μας. Ήταν μια από τις πλέον απαιτητικές ταινίες που έχω γυρίσει. Και την ίδια στιγμή, ήταν απόλυτα απελευθερωτικό όλο αυτό, γιατί μπορούσαμε και πειραματιζόμασταν. Ήταν, παραδόξως, από τα ασφαλέστερα περιβάλλοντα γυρίσματος κι, έτσι, αφεθήκαμε.»
Αναφορικά με το ρόλο του επισημαίνει: «Ο Ρόλαντ προσπαθεί να γράψει το βιβλίο του κι έχουν έρθει σε αυτό το παραθαλάσσιο χωριό προκειμένου να εμπνευστεί. Είμαι βέβαιος πως τον ακολουθεί ο Χέμινγουεϊ αναφορικά με την τοποθεσία και τους χαρακτήρες. Και σταδιακά το βιβλίο αρχίζει και αφορά τους δυο τους και τη σχέση τους και το πώς το χωριό και οι άνθρωποί του τους επηρέασαν.»
Τα γυρίσματα της ταινίας κράτησαν 9 εβδομάδες και έλαβαν χώρα στο νησί Γκότζο, στη Μάλτα.
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 10 Δεκεμβρίου από τη UIP.
entertainment.in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις