Κατερίνα Κρέπη- Μαίρη Χάγια: Ποιες πραγματικά είναι οι «Δούλες»;
Μαρία Πετροπούλου
«Ο άνθρωπος δεν ανέχεται την παρουσία ενός δυνάστη πάνω από το κεφάλι του» εξηγεί η Κατερίνα Κρέπη, ενώ η Μαίρη Χάγια τονίζει ότι «ο στόχος του οποιουδήποτε θύματος δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της θέσης του και αυτός είναι ένας αγώνας που δεν σταματά ποτέ».
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα; Εναλλάσσονται, άραγε, οι δυο αυτοί ρόλοι; Οι δυο ηθοποιοί μιλούν στο in.gr για την «Συνθήκη 97», την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούν, βασισμένη στο κλασικό έργο του Ζαν Ζενέ «Δούλες». Εξηγούν ποιες ήταν οι «δούλες», τι πραγματικά αντιπροσωπεύουν και επισημαίνουν την διαχρονικότητά τους. Παράλληλα, μιλούν για την κοινωνία και τους νόμους «ζούγκλας» που την χαρακτηρίζουν, ενώ τοποθετούνται για τα πρόσφατα γεγονότα σχετικά με την παράσταση «Η ισορροπία του Nash».
Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο και για τις παρεμβάσεις που έχετε πραγματοποιήσει.
Κατερίνα Κρέπη: Το έργο γράφτηκε το 1946, έναν χρόνο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και δεν έγινε συνειδητά από τον Ζενέ, οι Δούλες σαν εκπρόσωποι των λαϊκών τάξεων με τη μανία τους να εκτοπίσουν και στη συνέχεια να δολοφονήσουν την Κυρία τους, θυμίζουν αρκετά τη πορεία των αντιστασιακών ομάδων της Γαλλίας (1942). Κινούνται στο πεδίο δράσης του «δυνάστη» τους, προσχεδιάζουν με λεπτομέρεια στα κρυφά το εγχείρημά τους και κάνουν την επανάστασή τους. Ο Ζενέ τις τοποθετεί στο εσωτερικό ενός σπιτιού που συμβολίζει την πρώτη μορφή κοινωνίας. «Πάω στο θέατρο για να δω τον εαυτό μου πάνω στην σκηνή, όπως δε θα μπορούσα –ή δε θα τολμούσα– να δω τον εαυτό μου ή να τον ονειρευτώ, κι όμως όπως ξέρω πως είμαι» δηλώνει ο ίδιος. «Ο καλλιτέχνης δεν έχει για αποστολή να βρίσκει την πρακτική λύση στα προβλήματα του κακού. Δεν υπερασπίζομαι εδώ τη μοίρα του υπηρέτη». Εκείνο που έλκει και γοητεύει τον Ζενέ είναι το ψεύδος της σκηνής. Παίζει ως τα άκρα με τις μάσκες και τα πρόσωπα, για να προβληματίσει. Πάνω σ’ αυτό το σκεπτικό στηρίζεται και η παράσταση «Συνθήκη 97». Τα πρόσωπα του έργου τοποθετούνται σε άλλο χώρο, όπου ξεδιπλώνουν το δικό τους παιχνίδι με την Ψευδαίσθηση και την Πραγματικότητα προκειμένου να «ανασάνουν». Η επιστροφή όμως από το σανίδι στο πραγματικό είναι παραπάνω από επίπονη.
Μαίρη Χάγια: Στις «Δούλες» του Ζενέ, «κλασικό» πλέον έργο του 20ού αιώνα, δύο υπηρέτριες, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την καταπίεση που νιώθουν, στήνουν καθημερινά ένα παιχνίδι αλλαγής ταυτότητας. Οι δύο κύριες παρεμβάσεις μας είναι η απουσία της Κυρίας από το έργο που, κατά τη γνώμη μου, επιτείνει το συναίσθημα της καταπίεσής τους και η μεταφορά της δράσης σε έναν άλλον χώρο από εκείνον που θέτει ο συγγραφέας. Η δεύτερη αυτή παρέμβαση στήνει ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, αφού οι δυο ηθοποιοί της παράστασης δεν είναι, αλλά υποδύονται τις υπηρέτριες που υποδύονται την κυρία και την υπηρέτρια.
Τι σημαίνει ο όρος «Συνθήκη» και ποιο είναι το «έστω ότι» της παράστασης;
Κ.Κ.: Συνθήκη ονομάζουμε κάθε θεατρική εντολή που δίνεται στον ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο ίδιος να ανταποκριθεί. Ένα παιχνίδι με την φαντασία είναι, από το οποίο όμως ξεπηδούν χαρακτηριστικά ρόλων. Για παράδειγμα «κρατάς ένα πανάκριβο κόκκινο φόρεμα και πας να το δοκιμάσεις», ενώ επί της ουσίας ο ηθοποιός μπορεί να κρατά ένα φθηνό κόκκινο πανί.
Μ.Χ.: Πρόθεσή μας ήταν να αναδείξουμε τον καθοριστικό ρόλο της συνθήκης, των συνθηκών γενικά, και στη ζωή και στο θέατρο. Η μεταφορά της δράσης στον άλλον χώρο που επιλέξαμε δεν είναι παρά ένα παράδειγμα. Μορφές καταπίεσης συναντάμε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Η παράσταση δείχνει έναν από αυτούς. Και ταυτόχρονα δείχνει τη διαχρονικότητα του έργου του Ζενέ.
Οι «Δούλες» είναι το θεατρικό έργο-σταθμός του Ζαν Ζενέ, εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία και διάσημο κατά της ταξικής διαφοράς. Ποιες πραγματικά είναι οι «Δούλες»;
Κ.Κ.: Η εξέγερση που κάνουν οι Δούλες στην Κυρία τους δεν είναι μόνο κοινωνικού χαρακτήρα. Υπάρχουν και τα στοιχεία της επιθυμίας και της νοσταλγίας. Εκφράζουν την επιθυμία να γίνουν σαν κι αυτή. Ο χαρακτηρισμός τους ως Δούλες φέρει την έννοια όχι μόνο του κοινωνικά καταπιεσμένου, αλλά του ανελεύθερου, του αποτραβηγμένου από κάθε είδους ελευθερίας. Είναι άτομα που νιώθουν αποκλεισμένα και περιφρονημένα, σαν τα τερατουργήματα.
Μ.Χ.: Αν αντιλαμβανόμαστε πως την καταπίεση την αισθανόμαστε όλοι καθημερινά σε όλες τις σχέσεις μας, επαγγελματικές, οικονομικές, διαπροσωπικές, τότε μπορούμε να είμαστε όλοι. Ο Ζενέ παρουσιάζει μία μόνο εκδοχή συμπεριφοράς και αντίδρασης όσων υφίσταται την καταπίεση.
Η παράσταση εξερευνά τα όρια ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο. Εναλλάσσονται, αλήθεια, αυτοί οι «ρόλοι»;
Κ.Κ.: Πάντα υπάρχει κάποιος που έστω και φαινομενικά άρχει των πραγμάτων. Στο συγκεκριμένο έργο σκιαγραφείται πολύ καθαρά η τάση του ανθρώπου να υποδουλώνει και να υποδουλώνεται. Γι’ αυτό το λόγο και δεν υπάρχει θύτης και θύμα. Ο εξουσιαστής στο απόγειο της στιγμής του αποβαραθρώνεται και καταλήγει να εξουσιάζεται από τα ίδια του τα πάθη. Όλοι είμαστε τα ίδια τέρατα, και μόνο μέσω του θεάτρου μπορούμε να παρατηρήσουμε τους εαυτούς μας, κατά τον Γάλλο συγγραφέα.
Μ.Χ.: Ναι, μπορεί να συμβεί αυτή η εναλλαγή. Τουλάχιστον, στις διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί ο θύτης να γίνει θύμα και το αντίστροφο και αυτό ακριβώς δείχνει τόσο εύστοχα ο Ζενέ. Σε άλλες μορφές καταπίεσης, ωστόσο, όπως συμβαίνει στις κοινωνικές, οικονομικές σχέσεις, η θέση του θύτη και του θύματος δύσκολα εναλλάσσονται.
Η καταπίεση και η κοινωνική ανισότητα «οπλίζουν» το χέρι του λαού. Ποιος είναι ο στόχος;
Κ.Κ.: Νομίζω ότι ανεξάρτητα με το αν ένα αφεντικό είναι σχετικώς καλό –όπως εν προκειμένω η Κυρία- και πόσο μάλλον αν είναι το αντίθετο, ο άνθρωπος δεν ανέχεται την παρουσία ενός δυνάστη πάνω από το κεφάλι του. Μπορεί να εκδηλώσει κανείς τον σεβασμό του, μπορεί ακόμα και να διαθέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία κάποιου άλλου, αλλά αυτή είναι μια κίνηση μεγαλοψυχίας, μια ανώτερη κίνηση. Δεν μπορεί να λειτουργήσει κάτω από το καθεστώς πίεσης και ελλείψεως σεβασμού. Αυτή είναι άλλωστε και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε μια ηγετική προσωπικότητα που έλκει τον λαό και σε μία τυραννική που τον χειραγωγεί για να τον χειριστεί.
Μ.Χ.: Από τον βαθμό καταπίεσης εξαρτάται ασφαλώς η αντίδραση του θύματος. Ο στόχος του οποιουδήποτε θύματος δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της θέσης του και αυτός είναι ένας αγώνας που δεν σταματά ποτέ.
Διακρίνετε γύρω σας το «ανθρωποφαγικό» στοιχείο;
Κ.Κ.: Είναι αυτό το αρχέγονο παιχνίδι του πιο δυνατού, ο νόμος της ζούγκλας. Ποιος θα επικρατήσει, ποιος θα έχει το πλεονέκτημα. Φυσικά και υπάρχει γύρω μας! Μόνο να αναλογιστεί κανείς τους πολέμους που γίνονται για εκτάσεις και πετρέλαια, τα χιλιάδες πτώματα προσφύγων στον πάτο του Αιγαίου, την εξαθλίωση στην οποία υποβάλλουν οι «ισχυροί» τις οικονομικά ανίσχυρες χώρες κ.ά. Κανείς δε προάγει την ευγένεια και την γενναιοδωρία προς τον άνθρωπο, γι’ αυτό και όταν συναντώνται στις μέρες μας περιγράφονται ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πιστεύω ότι αυτός ο νόμος είναι συνυφασμένος απλά με την αφέλεια του ανθρώπου να πιστεύει ότι νιώθοντας δυνατός, γίνεται δυνατός.
Μ.Χ.: Είναι φανερό πως στην κοινωνία μας σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αναπτύσσονται ακραίες συμπεριφορές ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Και σε σχέση με την «ανθρωποφαγική» διάθεση ανάμεσα στις δύο ηρωίδες, είναι πολύ πιο άγρια η επίθεση απέναντι στις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο ηθοποιό ή για έναν νέο άνθρωπο να εξελιχθεί στην εποχή μας και να ανοίξει τους ορίζοντές του; Αισθάνεστε «εγκλωβισμένες»;
Κ.Κ.: Αρκετά δύσκολο θα έλεγα. Η ανεργία καθιστά το άτομο παθητικό, τροφοδοτεί με φόβους και ανασφάλειες τον άνθρωπο, και δεν δημιουργεί κίνητρα για εξέλιξη. Οπότε υπό αυτή την έννοια, ναι, νιώθει κανείς «εγκλωβισμένος». Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί κανείς να ορίζει την ελευθερία του σύμφωνα μόνο μ’ αυτό. Η ελευθερία πηγάζει από μέσα μας, ξεκινά ως εσωτερική ανάγκη και ολοκληρώνεται στο Νου.
Μ.Χ.: Το επάγγελμα του ηθοποιού ήταν ανέκαθεν μια επισφαλής επαγγελματική επιλογή. Στα χρόνια της κρίσης, μετά και από την κατάργηση των επιχορηγήσεων, το τοπίο είναι ζοφερό. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι πραγματικά εξαιρετικά δύσκολο να μιλάμε για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, πολύ περισσότερο για απρόσκοπτη δημιουργία.
Ποια η θέση σας για τα πρόσφατα γεγονότα στο χώρο του θεάτρου και για την παράσταση «Ισορροπία του Nash»;
Κ.Κ.: Ο καλλιτέχνης οφείλει να δοκιμάζει, να πειραματίζεται ειδικά πάνω σε όσα ανήκουν στη σφαίρα του προβληματισμού και της αμφισβήτησης. Εν προκειμένω το να πάρει κανείς πολιτική θέση είναι σύνηθες για τη χώρα μας και μάλλον αδιάφορο κατά τη γνώμη μου. Οι άνθρωποι της τέχνης οφείλουν να έχουν άποψη πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, χωρίς όμως αυτή να επισκιάζει το έργο τους. Ο χώρος του θεάτρου είναι άλλωστε χώρος ελευθερίας, προσβάσιμος σε όλους και ένα ανοιχτό πεδίο «συζήτησης» με το κοινό, όπου κανείς σπέρνει κατά βούληση και θερίζει τους καρπούς των πιστεύω του. Στην αρχαία Αθήνα μάλιστα αυτή η διαδικασία ολοκληρωνόταν πολλές φορές με επευφημίες και χειροκροτήματα ή σε άλλες περιπτώσεις με βίαιες ρίψεις αντικειμένων και έντονες αποδοκιμασίες.
Μ.Χ.: Δεν είχα παρακολουθήσει την παράσταση και συνεπώς δεν έχω άποψη γι’ αυτήν. Θεωρώ πάντως εντελώς προβληματικό να έχει περιληφθεί στον προγραμματισμό του Εθνικού Θεάτρου μας μία παράσταση και στη συνέχεια να κατεβαίνει πριν ολοκληρώσει την πορεία της, γιατί αυτονόητα τίθεται θέμα λογοκρισίας, ή ακόμα χειρότερα, αυτολογοκρισίας. Δεν είναι ζήτημα πολιτικής τοποθέτησης. Το ζήτημα είναι αν η χώρα μας παραμένει το 2016 χώρα ευρωπαϊκή, με ελευθερία λόγου και έκφρασης.
Πληροφορίες παράστασης:
Συνθήκη 97
20,27 Φεβρουαρίου και
5, 12, 19, 26 Μαρτίου, στις 21:30.
Απαραίτητη η κράτηση θέσεων: 6983323824
Χώρος Τέχνης Art63
Γ’ Σεπτεμβρίου 63, Αθήνα
entertainment.in.gr
- Φοροδιαφυγή: MyDATA και νέα ψηφιακά εργαλεία – Νέα κλίμακα φορολογίας
- Οι αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας – Που θα δείτε τα παιχνίδια του Σαββάτου
- Κάτια Γκουλιώνη: «Είναι τρομερή πίεση ότι οι γυναίκες έχουμε έναν χρονικό περιορισμό για τη μητρότητα»
- Κίνα: Κατάστημα πουλάει γιγάντια σνακ και προκαλεί φρενίτιδα – Σε δύο μήνες η εταιρεία άνοιξε δεύτερο
- Ποτά που πρέπει να αποφεύγετε στα ταξίδια σας στο εξωτερικό
- Έμερι: «Να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας…»