Τη μακρά ιστορία της Μακεδονίας, από το 3000 π.Χ. μέχρι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, διηγήθηκε το βράδυ της Δευτέρας στο Aρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης η διευθύντριά του, αρχαιολόγος Πολυξένη Βέλενη. Βασικοί άξονες της ομιλίας της η μεταλλοτεχνία και τα περίτεχνα χρυσά μακεδονικά στεφάνια.

Μόλις τρεις ημέρες πριν την έναρξη της ετήσιας Αρχαιολογικής Συνάντησης για τις ανασκαφές του περασμένου έτους (2015) στη Μακεδονία και τη Θράκη (3-5 Μαρτίου στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ), ο «Φιλόλογος» διοργάνωσε εκδήλωση – διάλεξη με θέμα: «Χρυσά στεφάνια, κοσμήματα και μεταλλοτεχνία στην Αρχαία Μακεδονία».

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, εξάλλου, κατέχει την πλουσιότερη στον κόσμο συλλογή στεφανιών από χρυσό και πολύτιμα μέταλλα. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, τα στεφάνια αλλά και το σύνολο των μετάλλινων αντικειμένων του μουσείου, προέρχονται από ανασκαφές που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια στον βορειοελλαδικό χώρο.

Εν αρχή ην… το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο, ο εδαφικός πλούτος, το ευνοϊκό κλίμα, η γεωπολιτική θέση της Μακεδονίας (ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, Ευρώπη και Ασία) που την κατέστησαν απ’ τα πρώιμα χρόνια περιζήτητη. Έτσι, γύρω στα 3000 π.Χ. αρχίζει ευρύτερη εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου, ιδίως του χαλκού, η οποία καθορίζει την οικονομία της εποχής.

Προς το τέλος της εποχής του χαλκού, δηλαδή γύρω στο 1200 με 1100 π.Χ., διάφορα ελληνικά φύλα, όπως Μακεδόνες, Βοττιαίοι, Ορέσται, Ελιμειώται, Πελαγόνες, Άλμωπες μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία προκειμένου να βρουν πηγές πλουτοπαραγωγικές και βοσκοτόπια.

Η συγκρότηση του μακεδονικού βασιλείου τοποθετείται στους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους, στο πρώτο μισό του 7ου προχριστιανικού αιώνα, με πρώτο βασιλιά του τον Περδίκκα Α’. Το εξαίρετης τέχνης νόμισμα του βασιλιά αυτού, δείχνει την ανάπτυξη της νομισματοκοπίας στην περιοχή της Μακεδονίας, η οποία, ήταν από τις πρώτες περιοχές στον ελλαδικό χώρο που έκοψε τα δικά της νομίσματα, λόγω αφθονίας των πολύτιμων μετάλλων ορυκτού και προσχωματικού χρυσού και του άργυρου.


(πηγή φωτ. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης)

Ο χρυσός στη συνέχεια -σύμβολο πλούτου και ευημερίας- αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο μέταλλο και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη δημόσια και ιδιωτική ζωή ως διαπιστευτήριο δύναμης και εξουσίας των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Πολύτιμα χρυσά αντικείμενα αφιερώνονταν ως αναθήματα σε θεούς, ενώ νομίσματα, κοσμήματα και όπλα συνόδευαν τον ιδιοκτήτη τους στη ζωή και στον θάνατο.

Όπως, όμως, τόνισε στη διάρκεια της εισήγησής της η κ. Βελένη, στη Μακεδονία, παρά την έντονη ανασκαφική δραστηριότητα των τελευταίων σαράντα χρόνων δεν έχουν βρεθεί μετάλλινα έργα μεγάλης πλαστικής. «Τα δείγματα που έχουν περισωθεί είναι λίγα και ανεπαρκή για να σχηματίσουμε μια έστω και αμυδρή εικόνα. Ένα αγαλμάτιο Ποσειδώνα από την Πέλλα, κάποια χάλκινα τμήματα από γλυπτά υπερφυσικού μεγέθους υστεροκλασικών χρόνων και κάποια μικρότερα κομμάτια δείχνουν ότι δεν θα έλειπαν από τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους τα χάλκινα αγάλματα. Πάντοτε, όμως, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο χαλκός ήταν και στην αρχαιότητα ένα ανακυκλώσιμο υλικό, αλλά και πολλά τέτοια αγάλματα και γλυπτά θα πρέπει να λεηλατήθηκαν με τη ρωμαϊκή κατάκτηση».

Καθοριστικός παράγοντας της εξαιρετικής ανάπτυξης της μεταλλοτεχνίας και ιδιαίτερα της χρυσοχοΐας στη Μακεδονία υπήρξε η αφθονία των πρωτογενών πηγών του ορυκτού πλούτου, με κοιτάσματα χαλκού και σιδήρου, και η εξεύρεση του πολυτιμότερου των μετάλλων, του χρυσού, σε προσχωσιγενείς ποταμούς, όπως ο Εχέδωρος και ο Στρυμόνας. Από τις αναφορές σε πηγές και από τις μεταλλευτικές στοές στη Μακεδονία και τη Θράκη φαίνεται η έντονη από τους αρχαϊκούς ήδη χρόνους μεταλλευτική δραστηριότητα, η οποία επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες αρχαιομεταλλευτικές έρευνες.

Η μακεδονική μεταλλοτεχνία γνώρισε δύο μεγάλες περιόδους ακμής: η πρώτη κατά τους υστεροαρχαϊκούς πρώιμους κλασικούς χρόνους (β’ μισό 6ου – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.) και η δεύτερη κατά τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους (α’ μισό 4ου – α’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Η δεύτερη αυτή περίοδος ακμής της μεταλλοτεχνίας συμπίπτει και με την επιστροφή των παλαίμαχων αξιωματικών και αξιωματούχων από την εκστρατεία στην Ασία, από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τότε, εισέρρευσε πολύς χρυσός και άργυρος στην Ελλάδα.


(πηγή φωτ. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης)

Τα κοσμήματα των μακεδονικών ή των κιβωτιόσχημων τάφων της μακεδονικής αριστοκρατίας της επόμενης περιόδου ακμής της μακεδονικής χρυσοχοΐας είναι στεφάνια, διαδήματα, μεγάλη ποικιλία σκουλαρικιών με διάφορα διακοσμητικά θέματα, δακτυλίδια και συμποσιακά σκεύη. Στον 3ο αι. π.Χ., με τη χρήση ημιπολύτιμων λίθων από την Ανατολή τα κοσμήματα αποκτούν πολυχρωμία.

Ως αντιπροσωπευτικά «δείγματα των εξαιρετικής τέχνης αντικειμένων» αναφέρθηκαν από την εισηγήτρια τα ευρήματα από τα νεκροταφεία της Πύδνας, του Δίου και της Μεθώνης, τα εκπληκτικής τέχνης πολύτιμα αντικείμενα που βρέθηκαν στον ασύλητο τάφο που αποδόθηκε στον βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, αλλά και οι τέσσερις ταφικοί τύμβοι στον Αγ. Αθανάσιο.

Ειδική αναφορά έγινε επίσης στη διάρκεια της εισήγησης στον λεγόμενο «κρατήρα του Δερβενίου» (330-320 π.Χ), που αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή του 1962 μ’ ενα εξαιρετικό δείγμα μακεδονικής μεταλλοτεχνίας. Πρόκειται για τον μοναδικό σωζόμενο τέτοιου μεγέθους κρατήρα, που περιείχε τα καμένα οστά του νεκρού μαζί με ένα νόμισμα, ένα χρυσό δακτυλίδι, χρυσές περόνες και χάλκινο επίχρυσο στεφάνι. Το στόμιο του κρατήρα σφραγίστηκε με ηθμό, στολίστηκε με χρυσό στεφάνι και τοποθετήθηκε στο κέντρο του τάφου σε λίθινη βάση. Το ιδιότυπο χρυσαφί χρώμα του οφείλεται στην ειδική σύνθεση του κράματός του, μπρούντζος με υψηλή περιεκτικότητα σε κασσίτερο. Περιμετρικά στο χείλος του μια επιγραφή δίνει το όνομα του κατόχου του: ο Αστίων – γιος του Αναξαγόρα, από τη Λάρισα.

Τα χρυσά στεφάνια

Τα χρυσά στεφάνια είναι μια ξεχωριστής τέχνης κατηγορία αντικείμενων στην αρχαία Μακεδονία. Σε ευρύτατη χρήση από πολύ πρώιμους χρόνους, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, κατασκευάζονται αρχικά από διάφορα φυτά της ελληνικής φύσης, βαλανιδιά, δάφνη, κισσό, μυρτιά, ελιά. Με την αφθονία των πολύτιμων μετάλλων της μακεδονικής γης, οι Μακεδόνες τεχνίτες πέρασαν κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους σε εκπληκτικά ακριβείς αναπλάσεις τους κυρίως σε χρυσό, επιχρυσωμένο χαλκό και σπανιότερα σε άργυρο.

Κοσμούσαν τις κεφαλές των ανδρών, των γυναικών αλλά και των παιδιών σε ιδιαίτερες ή σημαντικές στιγμές της ζωής τους, στον γάμο, σε διάφορες θρησκευτικές τελετές δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, σε επετειακά ή αθλητικά γεγονότα, στα συμπόσια και ακολουθούν τους κατόχους τους στη μετά τον θάνατον κατοικία τους.


(πηγή φωτ. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης)

Το ακριβό υλικό της κατασκευής τους αποτελούσε σαφή ένδειξη ευμάρειας, κοινωνικής τάξης και πιθανώς αξιωμάτων. Ανάλογη σημασία θα είχε και το είδος του φυτού που απεικονιζόταν.

Έτσι, τα φύλλα και οι καρποί της βαλανιδιάς κάνουν άμεσο τον συσχετισμό με τον Δία και υπαινίσσονται ενδεχομένως βασιλική εξουσία. Τα φύλλα και οι καρποί του κισσού θα πρέπει ενδεχομένως να συσχετιστούν με λατρεία του Διονύσου, τα εξαιρετικά λεπταίσθητα στεφάνια από μυρτιά φορούσαν κυρίως κοπέλες ή γυναίκες της μακεδονικής αριστοκρατίας και τα στεφάνια από ελιά, και σπανιότερα από δάφνη, αποτελούσαν συνήθως έπαθλο σε αγώνες.

Τα επιχρυσωμένα χάλκινα στεφάνια δείχνουν την τάση των λιγότερο εύπορων πολιτών να προσομοιάσουν με τον κύκλο των εκλεκτών του αξιωματούχων και εταίρων του βασιλιά.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ,ΑΠΕ-ΜΠΕ