Αμερικανοί επιστήμονες κατάφεραν να επιβεβαιώσουν ότι υπάρχει σαφής και λειτουργική σχέση ανάμεσα στα βακτήρια του εντέρου και στη νόσο Πάρκινσον. Η διαπίστωση αυτή αναμένεται να έχει επίπτωση στη διάγνωση και θεραπεία της νόσου στο μέλλον, καθώς μπορεί να αναπτυχθούν φάρμακα που να μη στοχεύουν στον εγκέφαλο αλλά στο γαστρεντερικό σύστημα των ασθενών.

Όπως αναφέρεται σε άρθρο του επιστημονικού εντύπου Cell, ερευνητές του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια και της βιοφαρμακευτικής εταιρείας Axial Biotherapeutics, με επικεφαλής τον καθηγητή Μικροβιολογίας Σαρκίς Μαζμανιάν, απέδειξαν ότι οι αλλαγές στη σύνθεση των μικροβιακών κοινοτήτων του εντέρου μπορεί να επιδεινώσουν ή ακόμη και να προκαλέσουν τα κινητικά προβλήματα των ασθενών με Πάρκινσον.

Η νόσος, που θεωρείται ότι προκαλείται από ένα πολύπλοκο συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, πλήττει πάνω από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και είναι η δεύτερη συχνότερη νευροεκφυλιστική πάθηση μετά τη νόσο Αλτσχάιμερ. Όσο εξελίσσεται, τόσο καταστρέφει τους νευρώνες του εγκεφάλου που παράγουν ντοπαμίνη.

Τα συμπτώματά της περιλαμβάνουν τρέμουλο των άκρων και του κεφαλιού, βραδυκινησία ή δυσκολία βαδίσματος, αστάθεια, ακαμψία, αδυναμία συντονισμού των κινήσεων κ.α. Βιολογικά, χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση της πρωτεΐνης α-συνουκλεΐνης στον εγκέφαλο και στο έντερο, καθώς και από την παρουσία κυτοκινών που προδίδουν φλεγμονή στον εγκέφαλο. Τρεις στους τέσσερις ασθενείς αναφέρουν γαστρεντερικά προβλήματα, κυρίως δυσκοιλιότητα.

Το έντερο φιλοξενεί μια μεγάλη ποικιλία ωφέλιμων και επιβλαβών μικροβίων, το λεγόμενο μικροβίωμα. Το 70% των νευρώνων του περιφερικού νευρικού συστήματος (πλην εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού) βρίσκονται στο γαστρεντερικό σύστημα, ενώ το νευρικό σύστημα του εντέρου συνδέεται άμεσα με το κεντρικό νευρικό σύστημα μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου.

Επειδή τα γαστρεντερικά προβλήματα συχνά προηγούνται κατά πολλά χρόνια των κινητικών συμπτωμάτων της νόσου Πάρκινσον, ορισμένοι επιστήμονες υποπτεύονταν ότι το εντερικό μικροβίωμα παίζει ρόλο στην εκδήλωση και στην εξέλιξη της πάθησης – κάτι που επιβεβαιώνει η νέα έρευνα.

Οι ερευνητές πειραματίστηκαν με πανομοιότυπα ποντίκια που είχαν συμπτώματα νόσου Πάρκινσον, η μία ομάδα των οποίων είχε εντερικά βακτήρια και η άλλη όχι και διαπίστωσαν ότι η δεύτερη ομάδα είχε πολύ καλύτερες επιδόσεις στα κινητικά τεστ σε σχέση με την πρώτη.

Σε επόμενο στάδιο, οι επιστήμονες συνέλλεξαν δείγματα κοπράνων από ασθενείς με νόσο Πάρκιονσον, από όπου πήραν μικρόβια, τα οποία στη συνέχεια εισήγαγαν σε ποντίκια που έως τότε δεν διέθεταν δικό τους μικροβίωμα. Αμέσως τα πειραματόζωα άρχισαν να εκδηλώνουν κινητικά συμπτώματα της νόσου Πάρκινσον. Δεν συνέβη όμως το ίδιο, όταν οι ερευνητές μεταμόσχευσαν στα ποντίκια μικρόβια από τα κόπρανα υγιών ανθρώπων.

«Τα βακτήρια συμβάλλουν σημαντικά στη νόσο. Προς το παρόν, δεν είναι σαφές ποιά ακριβώς είδη βακτηρίων εμπλέκονται περισσότερο», εξηγεί ο Δρ Μαζμανιάν.

Πάντως οι ερευνητές ελπίζουν στο μέλλον, συγκεκριμένα μικρόβια να μπορούν να χρησιμοποηθούν ως βιοδείκτης για τη νόσο Πάρκινσον, ως μέθοδος για τον εντοπισμό των ατόμων υψηλού κινδύνου, καθώς και ως νέος θεραπευτικός στόχος.

Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και σε άλλες νευροεκφυλιστικές διαταραχές. Στο παρελθόν, μελέτες έχουν δείξει συσχέτιση ανάμεσα στο έντερο και στον εγκέφαλο, που φαίνεται να παίζει ρόλο σε διαταραχές όπως το άγχος, η κατάθλιψη, το φάσμα του αυτισμού και η νόσος Αλτσχάιμερ.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ