Ες Λήμνον φιλτάτην
Πετούσα πάνω στο άσπρο μου άλογο, κάλπαζα σαν τον άνεμο τον μυροβόλο σε όλη τη Λήμνο, στην Ηφαιστία, την εγκαταλειμμένη πολιτεία με τους μαρμάρινους ναούς που ερειπώνονταν στη μοναξιά τους, στο ήρεμο Πτέριν, στο Καβείριο, όπου πλανιέται ακόμα τις νύχτες η σκιά του Φιλοκτήτη, στη Μύρινα με το ναό της Άρτεμης τον καλλιμάρμαρο.
- Λεπέν: Προετοιμαζόμαστε για πρόωρες προεδρικές εκλογές - «Εχει τελειώσει η θητεία Μακρόν»
- Η Microsoft αγοράζει ολόκληρα φορτηγά με τσιπ της Nvidia
- «Αίμα, ιδρώτας και δάκρυα» – Έκθεση κόλαφος της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις συνθήκες εργασίας στην Amazon
- Πρεμιέρα για το «Καλάθι του Αϊ Βασίλη» – Τι περιλαμβάνει, που κυμαίνονται οι τιμές
Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου
Ες Λήμνον φιλτάτην
Πετούσα πάνω στο άσπρο μου άλογο, κάλπαζα σαν τον άνεμο τον μυροβόλο σε όλη τη Λήμνο, στην Ηφαιστία, την εγκαταλειμμένη πολιτεία με τους μαρμάρινους ναούς που ερειπώνονταν στη μοναξιά τους, στο ήρεμο Πτέριν, στο Καβείριο, όπου πλανιέται ακόμα τις νύχτες η σκιά του Φιλοκτήτη, στη Μύρινα με το ναό της Άρτεμης τον καλλιμάρμαρο. Χρόνους επτά περιπλανιόμουν και περίμενα την ώρα την καθορισμένη να πω το έχε γεια, «Έχε γεια, κυματόζωστη Λήμνος», και ήξερα πως δεν ήταν εύκολο, πονάει η πατρίδα, πονάει όταν φεύγεις. Κι όμως, ετοιμαζόμουνα σαν να τον ήθελα, να τον αποζητούσα τον πόνο, μια και βαθιά μου επίστευα πως ήτανε αυτό το ριζικό μου. Και γύμναζα το σώμα μου, βρήκα τις πηγές της δύναμης που έκρυβε, τα μυστικά του, ύστερα έμαθα την τέχνη των όπλων, να πάω να βρω τον Κωνσταντίνο Δραγάση, αυτό ήτανε το όνειρό μου, να πάω στον Μυστρά και να του πω: «Ήρθα να πολεμήσω μαζί σου…»
Και ήξερα πως η δύναμη του σώματος δεν φτάνει, πως τα γράμματα είναι μια άλλη δύναμη πιο τρανή, και βάλθηκα να μελετήσω την ιστορία του γένους μου, να μάθω ποιος είμαι, από ποια βάθη του χρόνου, από ποια αυγή ξεκινάει η ζωή μου, από εκεί να πάρει νόημα, να γιγαντωθεί.
Α, οι τρεις εκείνες λέξεις που με περίμεναν αιώνες ανάμεσα στους σκονισμένους στίχους του Ομήρου, με περίμεναν άγρυπνες και λάμπουσες στα υγρά μονοπάτια της ποίησής του: «Ες Λήμνον φιλτάτην…»
Από εκείνα τα βάθη κατάγομαι.[…]
Στον Κότζινο μάς περίμενε ένας ουρανός το ίδιο μουντός. Πυκνή καταχνιά τυλίγει το κάστρο και την πολίχνη και τα θαλασσινά νερά του εξαίσιου φυσικού κόλπου.
Η ματιά μου στις τάπιες του τριγωνικού κάστρου, που υψώνεται πάνω στο θαλασσόβραχο, και η καρδιά μου σφίγγεται. Είναι μια δύσκολη μέρα σήμερα, υπάρχω ξανά με το πρόσωπό μου, είμαι εγώ, λέω, με οξείδωσαν ο χρόνος και τα δάκρυα, όμως είμαι ακόμα εγώ, με θυμάσαι, φίλε μου Μανουέλο;
Ήρθα να μου μιλήσεις για εκείνον τον αστραπογεννημένο που ξεψύχησε στα χέρια σου… έχω ανάγκη να μάθω πώς έφυγε, ποια ήτανε η κραυγή της ύλης που άφησε πίσω του στον κόσμο των θνητών… τα τελευταία ανθρώπινα λόγια του… με θυμήθηκες άραγε, Ιωάννη; Στη Λήμνο, είχες πει, εκεί θα συναντηθούμε…
Το δρόμο τον εθυμόμουνα, αυτόν που βγάζει στο Αγιόχωμα. Παιδί τον επήρα, μήνα Αύγουστο, να ακολουθήσω τις άμαξες τις πριγκιπικές, που συνόδευαν τους δύο νεκρούς. Εκεί για πρώτη φορά είδα τον Δραγάση, με την επίσημη πολεμική στολή του, τη λευκή, που έγειρε απάνω στο μνήμα και έκλαψε παιδί και γυναίκα.
Εκεί, πρώτη φορά, είδα τα δάκρυα του αντρειωμένου. Κι ύστερα, σύθαμπο το άλλο πρωί, ήρθα μονάχος μου στον τόπο, σάμπως να ήτανε μοιράμενος ή κάτι να με τράβηξε ανεξήγητο, αυτό που μας ορίζει.
Στέκομαι μπρος στα δυο πέτρινα μνήματα και οι μνήμες με παιδεύουνε. Εδώ στεκόμουνα και τότε, με το σκούρο υφαντό πουκάμισο, παιδί λιανό στα δώδεκα, εδώ είδα τον λευκοντυμένο πρίγκιπα που με ρώτησε τι ζητάω τόσο πρωί στο μνήμα.
Τι ήταν εκείνη η ματιά μου η παιδική που σταυρώθηκε με τη δική του και σπίθισε, θαρρείς. Κι έβγαλε ο αντρειωμένος τον χρυσό σταυρό που φορούσε, με το μονόγραμμα των Παλαιολόγων χαραγμένο, και μου τον έδωσε, «Πάρε τον, παιδί, να με θυμάσαι… είμαι ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος».
Ακόμα τονε φοράω. Με αυτόν εσκέπαζα την ερημία μου. Με αυτόν το σώμα μου να ζεσταθεί στην παγωμένη νύχτα.
Α, μνήμες ακριβές της ζωής μου, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο κύκλος που με περιέχει κλείνει, και να με ξανά στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησα. «Ες Λήμνον φιλτάτην», αφού εδώ επήρα την απόφασή μου να φύγω, να πάω να τονε βρω.
Το ανωτέρω κείμενο, που προέρχεται από το μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την… (Κέδρος 1996), περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
*Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου γεννήθηκε στη Mύρινα Λήμνου. Eίναι πτυχιούχος της Παντείου και της Σορβόνης, όπου, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, σπούδασε θέατρο.
Έχει εκδώσει 37 βιβλία (ποίηση, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμιο). Eπίσης, έχει γράψει θέατρο. Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί στην Eλλάδα και στο εξωτερικό. Bιβλία της έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα γαλλικά, τα σουηδικά και τα αγγλικά, και διδάσκονται σε πανεπιστήμια της Eλλάδας και του εξωτερικού.
Έχει τιμηθεί με τα βραβεία του Iδρύματος Oυράνη, 1995, για το μυθιστόρημα «Mε τη λάμπα θυέλλης», της Aκαδημίας Aθηνών, 1987, για το μυθιστόρημα «H Mαρούλα της Λήμνου», της Oμάδας των Δώδεκα, 1996, για το σύνολο του έργου της.
Η ποιητική της συλλογή «Μυστικό Πέρασμα» προτάθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού για το Αριστείο της Ευρώπης το 1991.
Το μυθιστόρημά της «Με τη λάμπα θυέλλης» τιμήθηκε το 1994 με το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Συνεργάζεται με ημερήσιες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
*Τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου – Πόθου προέρχονται από τη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ (www.biblionet.gr)
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
in.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις