H lingua franca και το ντροπιαστικό κενό
Μπορούν οι Έλληνες συγγραφείς να διεκδικήσουν κάποια στιγμή το Διεθνές Βραβείο Booker; Δύσκολο, πολύ δύσκολο...
- Λίβανος: Η στιγμή που ισραηλινός πύραυλος ισοπεδώνει πολυκατοικία στη Βηρυτό
- Ένα εντυπωσιακό και σπάνιο καιρικό φαινόμενο εμφανίστηκε σε Αλεξανδρούπολη και Σαμοθράκη
- Άρπαξαν 4 κινητά τηλέφωνα αξίας 5.000 ευρώ και άρχισαν να τρέχουν – Συνελήφθη 21χρονος
- Είχαν ρημάξει δεκάδες αυτοκίνητα σε Λαύριο, Γλυφάδα και Νέα Φιλαδέλφεια – Συνελήφθη 40χρονος
Το βράδυ της Πέμπτης παρακολουθούσα σε ζωντανή μετάδοση την ανακοίνωση της βραχείας λίστας για το Διεθνές Βραβείο Man Booker 2018. Και πριν αρχίσουν να ακούγονται τα ονόματα των έξι φιναλίστ, των συγγραφέων που διεκδικούν αυτή τη σημαντική διάκριση, προσπαθούσα να εκτιμήσω πόσο έχει ευεργετηθεί ο σημερινός χορηγός (μια επενδυτική εταιρεία) απ’ αυτή την «κουλτουριάρικη» εμπλοκή με τα γράμματα και τις τέχνες. Ασφαλώς δεν αναφέρομαι μόνο στο πρεστίζ. Η ουσία όμως, όπως κι αν το δούμε το πράγμα, βρίσκεται αλλού: στην τεράστια απήχηση του θεσμού, η οποία εδραιώνεται όλο και περισσότερο. Επιτυχία που δεν αποδίδεται μόνο στο γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα είναι η lingua franca της εποχής μας αλλά και σε συγκεκριμένες επιλογές των ιθυνόντων που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής, ιδίως τα τελευταία χρόνια.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή είχε να κάνει με την επέκταση (του ετήσιου αγγλόφωνου βραβείου) και στους συγγραφείς από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (δύο το έχουν λάβει έκτοτε: ο Πολ Μπέιτι και ο Τζορτζ Σόντερς). Ό,τι κι αν λέγεται περί «αμερικανοποίησης» του θεσμού ακούγεται αρκούντως γραφικό (διότι η γλώσσα είναι ενιαία) και επιπλέον τέτοιοι αποκλεισμοί παραπέμπουν σ’ έναν ακατανόητο και παρωχημένο προστατευτισμό. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν να εμπλουτιστεί και καλλιτεχνικά ο θεσμός, αν θέλετε, ενώ παράλληλα άρχισαν να ασχολούνται μαζί του πολλοί ακόμα αναγνώστες από την άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή (όχι ακριβώς πρωτοποριακή) είχε να κάνει με τον ανασχηματισμό του διεθνούς βραβείου (που συμπληρώνει το άλλο) το οποίο τιμά τη λογοτεχνική μετάφραση στην αγγλική γλώσσα. Από το 2016 έχει γίνει κι αυτό ετήσιο (από το 2005 ως το 2015 απονεμόταν κάθε δύο χρόνια για το σύνολο του έργου κάποιου λογοτέχνη) και πλέον αφορά ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Ο συγγραφέας και ο μεταφραστής μοιράζονται μάλιστα το αξιόλογο χρηματικό έπαθλο επί ίσοις όροις. Το αποτέλεσμα είναι ότι και η λογοτεχνική μετάφραση προωθείται (με την οποία μέχρι πρότινος ασχολούνταν κυρίως οι μικροί ανεξάρτητοι εκδότες στον επιφυλακτικό αγγλόφωνο κόσμο) και πολλαπλασιάζεται ποικιλοτρόπως η παγκόσμια ακτινοβολία του θεσμού.
Οι περιπτώσεις του Ούγγρου Λάσλο Κρασναχορκάι και της Νοτιοκορεάτισσας Χαν Κανγκ αποτυπώνουν μια μετάβαση η οποία φαίνεται (αν εξαιρέσουμε το Νομπέλ και την ιδιαιτερότητά του) να αναβαθμίζει το δισυπόστατο Man Booker στο λογοτεχνικό Βραβείο των Βραβείων (κάτι που μένει να αποδειχθεί μέσα στην επόμενη πενταετία). Ο πρώτος ήταν ο τελευταίος που απέσπασε το διεθνές με το παλαιό καθεστώς και η δεύτερη έγινε η πρώτη που το κατέκτησε με το νέο (για το βιβλίο της «Η χορτοφάγος»). Και οι δύο συγγραφείς βρίσκονται στην εφετινή βραχεία λίστα, με μια συλλογή διηγημάτων και ένα ακόμα μυθιστόρημα αντιστοίχως. Στην τελική φάση θα ανταγωνιστούν τον Ισπανό Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, την Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ, τον Ιρακινό Αχμέντ Σααντάουι και την Γαλλίδα Βιρζινί Ντεσπάντ.
Πάμε τώρα μαζί να σκεφτούμε τη λυπητερή: υπάρχει περίπτωση Ελληνίδα ή Έλληνας συγγραφέας στο άμεσο μέλλον να απασχολήσει λ.χ. το Διεθνές Βραβείο Booker; Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Όχι επειδή δεν υπάρχει το έμψυχο δυναμικό, καταπώς λέμε, αλλά επειδή δεν υπάρχει το οργανωμένο πλαίσιο για μια τέτοια εξωστρέφεια. Ας δούμε λίγο πώς το κάνουν, απλά και αποτελεσματικά, πολλές άλλες χώρες. Δεν θα ανακαλύψουμε δα την πυρίτιδα. Χρειαζόμαστε έναν αυτόνομο φορέα για την μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας (κάτι όμως ακόμα πιο προωθημένο από το Πρόγραμμα ΦΡΑΣΙΣ, χρειαζόμαστε ένα πολύμορφο Ινστιτούτο για το Εληνικό Βιβλίο) και πρέπει να αρχίσουμε να το συζητάμε σοβαρά. Αυτό το κενό είναι ντροπιαστικό. Και το πρόβλημα δεν είναι το δυσθεώρητο κόστος. Το πρόβλημα είναι η θεσμική ασυνέχεια. Ενδιαφέρεται όμως κανείς; Το κράτος; Κάποια εταιρεία μήπως; Θα δούμε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις