Το πρώτο τεστ, παγκοσμίως, που μπορεί να προβλέψει την προεκλαμψία, μια δυνητικά επικίνδυνη επιπλοκή της εγκυμοσύνης, εφαρμόζεται στο Βασιλικό Γυναικολογικό Νοσοκομείο της Μελβούρνης στην Αυστραλία.

Ερευνητές του νοσοκομείου έχουν συμβάλλει στην ανάπτυξη της εξέτασης και τώρα έχουν τη δυνατότητα της ευρείας εφαρμογής του με την ελπίδα να προβλέπουν εγκαίρως και με ακρίβεια ποιες γυναίκες κινδυνεύουν να εκδηλώσουν προεκλαμψία.

Η πάθηση αφορά περίπου μια στις 20 κυήσεις, με τις γυναίκες να εμφανίζουν επικίνδυνα υψηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης με δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία των νεφρών, του ήπατος, του εγκεφάλου και άλλων οργάνων. Η προεκλαψία αποτελεί αιτία μητρικής θνησιμότητας στο 15% των περιπτώσεων.

Αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως η προεκλαμψία, μπορεί να προκαλέσει νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και θάνατο. Στο αναπτυσσόμενο έμβρυο παρεμβαίνει στον ρυθμό ανάπτυξής του, στο σωματικό βάρος γέννησης και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε θάνατο του νεογνού.

Δεν υπάρχει προς το παρόν θεραπεία και όπως αναφέρει ο καθηγητής Σαουν Μπρενεκ, «προς το παρόν ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της προεκλαμψίας είναι με ιατρικώς επαγόμενο πρόωρο τοκετό. Βέβαια, η προωρότητα είναι γνωστό ότι μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του παιδιού».

Ωστόσο, η νέα αιματολογική εξέταση δίνει στους γιατρούς τη δυνατότητα να ελέγξουν γυναίκες με πιθανά συμπτώματα προεκλαμψίας, όπως κεφαλαλγίες και ναυτία αλλά και αυξημένη αρτηριακή πίεση και να τις ξεχωρίσουν από αυτές που πραγματικά διατρέχουν υψηλό κίνδυνο.

Στην κλινική δοκιμή του τεστ, που δημοσιεύθηκε το 2017, διαπιστώθηκε ότι ένα αρνητικό αποτέλεσμα σήμαινε πως μια γυναίκα είχε 99% πιθανότητα να μην εκδηλώσει προεκλαμψία την επόμενη εβδομάδα και 95% να μην την εκδηλώσει τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες.

Σύμφωνα με τον Δρ Μπρενεκ «το νέο τεστ θεωρείται πολυαναμενόμενο και ένα σημαντικό βήμα προς την καλύτερη κατανόηση της προεκλαμψίας και τον καθορισμό του βέλτιστου χρονικού σημείου για την πρόκληση του τοκετού».