Η λαϊκή τραγουδίστρια Γιώτα Γιάννα εισήλθε στο τοπίο της μουσικής, δίνοντας την αίσθηση πως ξανάπιασε το νήμα μιας αδιόρατης πορείας. Οι πρόσφατες εμφανίσεις της σε τηλεόραση και μουσικές σκηνές αποκάλυψαν μιαν ιδιαίτερη περσόνα, με χρόνια σε πατάρια και κέντρα, με λιγοστή δισκογραφία και απόλυτα ξεχωριστή παρουσία που δεν ομοιάζει με καμία από τη γενιά της.
Κάποτε μίλησε γι’ αυτήν κολακευτικά ο Χατζιδάκις, η ίδια συνυπήρξε με μεγάλα ονόματα της νύχτας, έκανε την δική της μπουάτ, πρωταγωνίστησε σε κέντρα της Εθνικής Οδού, επέλεξε έναν ανορθόδοξο δρόμο στη μουσική. Μόλις προσφάτως κοινοποιήθηκαν όλα αυτά σε ένα πιο μαζικό κοινό, αν και η Γιώτα Γιάννα κουβαλάει στις αποσκευές της μια μεγάλη ιστορία στη νύχτα και τη μαζική ψυχαγωγία.
Μια συζήτηση μαζί της για τα ήθη της νύχτας, τον χαμένο της αδελφό, τα παιδικά της χρόνια στους Αμπελοκήπους, την Πλάκα και την Εθνική Οδό αλλά και τις πρόσφατες συνεργασίες της, είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα και σχεδόν ξεκλειδώνει και πολλές από τις αθέατες όψεις του κόσμου του τραγουδιού και της πίστας.
Ξαναπιάσατε το νήμα της πορείας σας, κυρία Γιάννα, ή απλώς συνεχίσατε τη διαδρομή σας στο τραγούδι;
Η Ιστορία ξεκινάει ως εξής. Μικρά παιδιά στους Αμπελόκηπους, τα ρούχα μου δεν τα λέκιασα ποτέ. Παίζαμε πολλά παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς μου. Κρίθηκα αυτοδίδακτο ταλέντο γρήγορα, μελέτησα μόνη πολύ, από πιτσιρίκα.
Δεν αδικήθηκα. Απλώς δεν με ψάξανε. Λες και δεν υπήρξα ποτέ. Να το πω αυτό. Ως ταλέντο νέο, βρέθηκα γρήγορα να συνοδεύω την Σοφία Βέμπο – αυτή την γυναίκα, τη δύσκολη και την κορυφαία – επί σκηνής με τη φυσαρμόνικά μου στο τραγούδι: «Ο άνθρωπός μου». Μου είπε, θες να βγάλεις άδεια; Ποτέ όμως εγώ δεν μπλέχτηκα με τα λεφτά. Είμαι μακριά από τα χαρτιά.
Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε, αφού πιάσαμε το νήμα από την αρχή;
Σε περιβάλλον μεσαίας τάξης αληθινής. Η αγάπη ήταν αληθινή από την γειτόνισσα που τηγάνιζε. Ο μπαμπάς μου εργαζόταν ως οδηγός, είχε βγάλει σχολή μηχανικών στον Πειραιά. Η μαμά, την έχασα νωρίς, απασχολιόταν στο σπίτι. Εφυγε νέα και όμορφη. Ο μπαμπάς μου έκανε δεύτερο γάμο, μου χάρισε δύο αδέλφια. Ο ένας έφυγε, ο Δημήτρης. Ο άλλος υπάρχει, ο Γιάννης. Ο Δημήτρης έφυγε άδικα.
Πώς πέθανε ο αδελφός σας;
Δεν ξεπληρώθηκε το τίμημα αυτού του παιδιού. Στείλαμε λεβέντη ένα ενενήντα ύψος στην Κύπρο. Πήγε να πολεμήσει, έφυγε από το Κιλκίς και πήγε Κύπρο το 1974 στην Εισβολή. Δεκαεννιά χρονών, στην ΕΛΔΥΚ. Στείλαμε λεβέντη, και να είναι σε ένα κουτί και μάλιστα να μην τον έχω εδώ!
Δηλαδή;
Πολέμησε εκεί, ήταν διαβιβαστής στη Λευκωσία. Σκοτώθηκε. Και πολλά παιδιά. Χτυπήθηκαν οι καλύτερες περιοχές της Κύπρου. Γιατί το κράτος να μη μεριμνά να επιστρέψουν εδώ; Είχε κάνει έρευνα ο Γιώργος Λιάνης στα «ΝΕΑ».
Νομίζαμε αρχικά πως ήταν στις φυλακές Κωνσταντινούπολης. Τελικά ήταν στη Μακεδονίτισσα, σε έναν τύμβο. Ηταν όλα τα παλικάρια εκεί. Ταυτοποιήθηκε ο αδελφός μου, μας πήραν DNA από όλα τα μέλη της οικογενείας μου, ήταν σε ομαδικό τάφο δηλαδή. Εκτοτε δεν έγινε κανένας λόγος. Δεν θέλω να κρυώνει ο δικός μου αδελφός εκεί. Δεν θέλουμε λεφτά. Δεν έχω παράπονο. Δεν έχω ούτε ΙΚΑ, ούτε σύνταξη. Δεν θέλω να επιβαρύνω. Με τιμούν οι άνθρωποι, και μου αρκεί. Είναι απώλεια μεγάλη όμως. Θέλω να έλθει ο αδελφός μου εδώ, κάνω έκκληση ακόμη και τώρα.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη