Ο διευθυντής του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker, Ντέιβιντ Ρέμνικ, δεν είναι ο μόνος από το σινάφι της Ανατολικής Ακτής που έχει πάρει συνεντεύξεις από τον Φίλιπ Ροθ. Είναι, όμως, από τους λίγους που μπορούν να εντάξουν την αφήγηση μέσα στην πραγματικότητα της εποχής και να θυμίσουν πώς η εποχή μπορεί να εμπνέει τη λογοτεχνία.

Το 2000 δημοσίευσε στο New Yorker ένα κείμενο για τις συναντήσεις του με τον Ροθ. Ήταν η εποχή που ο συγγραφέας εξέδιδε το «Ανθρώπινο στίγμα (στα ελληνικά εκδ. Πόλις, 2003) με ήρωα έναν διάσημο καθηγητή κλασικών σπουδών που κατηγορούνταν για ρατσιστική συμπεριφορά.

Η ιστορία διαδραματιζόταν στις ΗΠΑ την εποχή που ξεσπούσε η υπόθεση της Μόνικας Λουίνσκι, όταν η έννοια του politically correct κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από την αφήγηση του Ρέμνικ, που περιλαμβάνεται στο βιβίο του «Reporting» (Picador, 2006, 2013).

«Το περασμένο καλοκαίρι ο Φίλιπ Ροθ άφησε το σπίτι του στην ύπαιθρο του Κονέκτικατ για να κάνει μία από τις περιοδικές επιδρομές στη Βαβυλώνα. Επισκέφθηκε λίγους φίλους, πήγε στο κουρείο και, πριν από την επιστροφή για το σπίτι, ήρθε στα γραφεία του New Yorker. Καθώς τρώγαμε σάντουιτς μίλησε για τους Γιάνκις, που ζούσαν το καλοκαίρι της επιτυχίας, και στη συνέχεια, με θλίψη, για τους Κλίντον, που δεν το ζούσαν…

Όταν ο Ροθ έχει κέφια, το ρίχνει στις μιμήσεις (μπορεί να μιμηθεί από τους σπορτσκάστερ του Mike and the Mad Dog ως τους αντιαμερικανισμούς του Χάρολντ Πίντερ)… Αλλά εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού, καθώς η χώρα κινούνταν μεταξύ “ευσέβειας” και νευρικού γέλιου, ο Ροθ δεν είχε καθόλου κέφια. Τα σκοτεινά, εκφραστικά του μάτια κοιτούσαν με απελπιστικά σοβαρό τρόπο. Ήταν το καλοκαίρι της Μόνικα (σ.σ.: Λουίνσκι)…

Ήταν η εποχή του “εξαρτάται πώς ορίζει κανείς τον ορισμό”, η εποχή της αναφοράς Σταρ και των ανεκδότων για στοματικό σεξ που ακούγονταν στα γραφεία. Πολλά από τα βασικά θέματα του Ροθ έρχονταν στο προσκήνιο: προδοσία, ψευδευσεβισμός, άνιση μάχη του άντρα με την απώθηση και τη λίμπιντο. Καθώς αναρωτιόταν τι μπορούσε να κάνει ο Κλίντον, ο Ροθ ανασηκώθηκε στο κάθισμά του και είπε “Ίσως πρέπει να βγει στην τηλεόραση και να μιλήσει με ειλικρίνεια για μοιχεία”.

Ίσως μπορούσε να μιλήσει για την πολυπλοκότητα ενός πολύχρονου και δύσκολου γάμου, για την ευθραυστότητά του, και ίσως να έπρεπε να αναρωτηθεί δημοσίως εάν ήταν τόσο μόνος σ’ αυτή του την αδυναμία…. Όπως αποδείχθηκε έγραφε ένα μυθιστόρημα… Το “Ανθρώπινο στίγμα”. Με μια φωνή αναμφίβολα ευθύβολη και οργισμένη, σκιαγραφεί το ηθικό και πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές του:

«Ήταν το καλοκαίρι που ξαναγύρισε στην Αμερική η ναυτία, που άρχισαν τα ατελείωτα ανέκδοτα, οι ατελείωτες εικοτολογίες, θεωρητικοποιήσεις και υπερβολές, που καταργήθηκε η ηθική υποχρέωση να εξηγεί κανείς στα παιδιά του τη ζωή των ενηλίκων προκειμένου τα παιδιά του να διατηρήσουν όλες τις αυταπάτες τους για τη ζωή των ενηλίκων, που η μικρότητα των ανθρώπων υπήρξε κάτι παραπάνω από εξοντωτική, που ένα είδος δαίμονα είχε ξαμοληθεί στη χώρα και άνθρωποι και από τις δύο πλευρές αναρωτιόνταν.

“Μα τι τρέλα είναι αυτή που μας έπιασε;”, που άντρες και γυναίκες, ευθύς ως ξυπνούσαν το πρωί, διαπίστωναν πως το βράδυ, στον ύπνο τους, απαλλαγμένοι από τη ζήλια ή την αποστροφή, είχαν ονειρευτεί την ξετσιπωσιά του Μπιλ Κλίντον. Εγώ ο ίδιος ονειρεύτηκα μια τεράστια σημαία, κρεμασμένη σαν ντανταϊστικό έργο του Κρίστο από τη μια άκρη του Λευκού Οίκου ως την άλλη και με την επιγραφή «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΝΕΙ ΕΔΩ».

Ήταν το καλοκαίρι που για δισεκατομμυριοστή φορά η σύγχυση, ο ηθικός ακρωτηριασμός, το χάος αποδεικνύονταν πιο επιδέξια από την ιδεολογία τους ενός και την ηθική του άλλου.

Ήταν το καλοκαίρι που το πέος ενός προέδρου βρισκόταν στη σκέψη όλων και η ζωή, με όλη την αδιάντροπη ανηθικότητά της, προκαλούσε για μία ακόμα φορά σύγχυση στην Αμερική» (εκδ. Πόλις, 2003, μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου).