Η ανάπτυξη το μόνο κλειδί για την έξοδο του πολίτη από τα μνημόνια
Τι περιθώρια για ώθηση της ανάπτυξης δημιουργούνται μεταπρογραμματικά; Μπορούν να ακυρωθούν τα συμφωνημένα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο; Θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός; Θα επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις;
Η επιμονή στους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής που θα έχει η κυβέρνηση οφείλεται στο γεγονός ότι από αυτούς εξαρτάται το μείγμα πολιτικής που μπορεί να ακολουθήσει για να ενισχύσει την αναγκαία ανάπτυξη και -εξίσου σημαντικό- να διανείμει τα οφέλη της στην κοινωνία.
Δηλαδή, το μόνο κλειδί για την έξοδο του πολίτη από τη… ζωή εν τάφω του μνημονίου είναι οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, άνω του 2% του ΑΕΠ. Κι αυτό, γιατί μια τέτοια οικονομική μεγέθυνση μπορεί να συμβάλει στην μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των εισοδημάτων, στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για κρίσιμους τομείς, όπως υγεία και παιδεία, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στη πιο δίκαιη φορολόγηση, ενώ ταυτόχρονα θα τηρούνται οι μνημονιακές δεσμεύσεις για υγιή δημοσιονομικά και η εξυπηρέτηση του χρέους.
Τη σημασία της υψηλής ανάπτυξης για την εξασφάλιση καλού βιοτικού επιπέδου του πολίτη και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, σε συνδυασμό με την τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (τα οποία ασκούν υφεσιακές πιέσεις), μας βοηθά να κατανοήσουμε ο κ. Αργείτης.
Όπως εξηγεί, ας υποθέσουμε, απλουστευτικά και σχηματικά, ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει σταθερό στα 180 δισ. ευρώ. Η μνημονιακή δέσμευση απαιτεί την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% (ήτοι περίπου 6,5 δισ. ευρώ) του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022, ποσό που κατευθύνεται κυρίως για εξυπηρέτηση του χρέους. Σχηματικά λοιπόν, για να γίνει κατανοητό, θα λέγαμε ότι εάν η χώρα σημειώνει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2% του ΑΕΠ ετησίως, σημαίνει ότι παράγει νέο εισόδημα, νέο πλούτο, ύψους περίπου 3,6 δισ. ευρώ, ενώ καλείται να «επιστρέψει» στους δανειστές 6,5 δισ. ευρώ. Επομένως αναγκάζεται για να καλύψει τη διαφορά να «βάλει και από την τσέπη της», δηλαδή να ανακατανείμει υπάρχοντες πόρους μέσω αύξησης φόρων και περικοπών. Αντίθετα, εάν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν για παράδειγμα 4% του ΑΕΠ, αυτό θα αντιστοιχούσε σε νέο πλούτο ύψους 7,2 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι θα μπορούσε να καλύψει άνετα τις υποχρεώσεις έναντι των δανειστών.
Χωρίς λοιπόν υψηλή ανάπτυξη, ξεκαθαρίζουν οι συνομιλητές μας, το εγχείρημα της εξόδου από τα μνημόνια είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
«Αν δεν υπάρξει γρήγορη μετάβαση σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η καθαρή έξοδος μπορεί να δημιουργήσει μεγάλους κινδύνους, ρίσκα και πιθανώς να δημιουργήσει και νέο πρόβλημα φερεγγυότητας της χώρας», ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον κίνδυνο νέων περιπετειών με μνημόνια και άλλα δεινά, προειδοποιεί ο κ. Αργείτης, εξηγώντας ότι αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που διατηρεί επιφυλάξεις απέναντι στο κυβερνητικό αφήγημα.
«Στο σενάριο που θέλει η κυβέρνηση, αυτό της καθαρής εξόδου, εγώ θα συμφωνούσα σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο πως πρέπει σιγά σιγά να απαγκιστρωθούμε από τον ιδεοληπτικό έλεγχο της τρόικας, αν όμως μπορούσα να γνωρίζω με ασφάλεια δύο σημαντικά πράγματα: πόσο θα είναι το κόστος δανεισμού και πόσο θα επηρεάσουν οι τόκοι το πρωτογενές πλεόνασμα και δεύτερον αν η χώρα θα εξασφάλιζε δυνατότητες για να μεταβεί γρήγορα σε υψηλότερο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Το δεύτερο θα μπορούσε να επιτευχθεί είτε με την προσέλκυση επενδύσεων, κυρίως ξένων, που θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά αβέβαιες, είτε με την ενεργοποίηση ενδογενών μηχανισμών δημιουργίας εισοδημάτων και αναφέρομαι στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στις κλαδικές συμβάσεις εργασίας».
Το μέγα, λοιπόν, ερώτημα είναι εάν η καθαρή έξοδος που επιλέγει η κυβέρνηση εξασφαλίζει αυτές τις δυνατότητες. Επίσης, εάν το κυβερνητικό σχέδιο για τη μεταμνημονιακή εποχή έχει τη δυναμική να δημιουργήσει ισχυρή ανάπτυξη, δεδομένης μάλιστα της υφεσιακής πίεσης που θα δημιουργήσουν η νέα μείωση συντάξεων και το ψαλίδισμα του αφορολόγητου, μέτρα στα οποία, όπως φαίνεται, οι δανειστές επιμένουν και παρά τις κυβερνητικές προσδοκίες η πιθανότητα να μην εφαρμοστούν είναι μηδαμινή – αν όχι ανύπαρκτη.
Ας εξετάσουμε τα υπάρχοντα δεδομένα που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη των πολυπόθητων ρυθμών ανάπτυξης, τις προοπτικές και τις κυβερνητικές προσδοκίες.
Μείωση συντάξεων και ψαλίδι στο αφορολόγητο
Το πρώτο χειροπιαστό δεδομένο είναι τα ψηφισμένα μέτρα για νέα μείωση συντάξεων το 2019 και του ύψους του αφορολογήτου το 2020, με αρχικό στόχο την εξοικονόμηση από κάθε μέτρο περίπου 2 δισ. ευρώ.
Για το νέο υφεσιακό σοκ που θα μπορούσαν να ασκήσουν τα δύο αυτά μέτρα προειδοποιεί ο κ. Αργείτης. Μέσω του πολλαπλασιαστή στην οικονομία δεν θα στερήσουν από τη λεγόμενη πραγματική οικονομία μόνο το προβλεπόμενο ποσό, αλλά πολύ περισσότερα.
Εάν η έλλειψη αυτή δεν αντισταθμιστεί από ανάλογο ποσό που θα εισρεύσει στην οικονομία μέσω άλλων μέτρων, το αποτέλεσμα θα είναι εξόχως υφεσιακό, προσθέτει, υπονομεύοντας την όποια προσπάθεια και παρέμβαση για ενίσχυση της ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να υποβαθμίσει τις επιπτώσεις των μέτρων, τονίζοντας τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα τα συνοδεύσουν, τα λεγόμενα αντίμετρα που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές, ενώ καλλιεργεί και την προσδοκία να μεταπείσει τους δανειστές και να μην εφαρμοστούν.
Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να αποφασιστεί τώρα. Είναι λάθος ακόμη και να ανοίγουν τέτοιες συζητήσεις την παρούσα στιγμή, άφησε σωστά να εννοηθεί ο υπουργός Οικονομικών και προσφάτως και ο πρωθυπουργός, επιλογή με την οποία συμφωνούν απολύτως οι πιο ψύχραιμοι αναλυτές με βαθιά γνώση της συμπεριφοράς των δανειστών και των αγορών.
Την ώρα που προσπαθείς να κλείσεις τον κύκλο των προγραμμάτων, ζητάς μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και υποστηρίζεις ότι αξίζεις την εμπιστοσύνη των δανειστών και δεν χρειάζεσαι ασφυκτική μεταμνημονιακή εποπτεία, είναι τραγικό λάθος τακτικής να μιλάς για ακύρωση συμφωνηθέντων μέτρων, εξηγούν οι αναλυτές. Όχι μόνο είναι εξ αρχής καταδικασμένο να απορριφθεί το αίτημά σου, αλλά μπορεί να σου προκαλέσει και επιπλέον ζημιά, εάν δείξεις τέτοιες προθέσεις.
Αντίθετα, εάν η συζήτηση αυτή ανοίξει τη σωστή χρονική στιγμή, έχεις δείξει στο μεσοδιάστημα «καλή διαγωγή» και υποστηρίζεται από τα κατάλληλα οικονομικά στοιχεία, υπάρχουν πιθανότητες να κερδίσεις το επιδιωκόμενο.
Το παράθυρο ελπίδας κλείνει ο Πάνος Τσακλόγλου, αποκλείοντας «οι δανειστές να υποχωρήσουν και σε αυτό». Έχουν ήδη κάνει αρκετές παραχωρήσεις, προκειμένου να μην δημιουργήσουν κλίμα έντασης και να τελειώσει το πρόγραμμα, λέει με κάποιο παράπονο, συγκρίνοντας τη στάση των δανειστών απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση και σε αυτή. «Είμαστε ακόμα στην περίοδο που υποτίθεται ισχύει ο κανόνας: μία πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις. Πέρυσι, η Ενιαία Αρχή Πληρωμών, εκτός Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου που είναι μέτοχος και το Δημόσιο, κατέγραψε σε όλο τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα αύξηση της μισθοδοσίας κατά 16.000-18.000 άτομα. Σε μας κόντεψε να πέσει η κυβέρνηση όταν έγινε η ιστορία με την ΕΡΤ και παρ’ όλα αυτά ο Τόμσεν (ΔΝΤ) ήταν ανυποχώρητος», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Επιπλέον λόγος για να μην επιτρέψουν ακύρωση των μέτρων είναι, σύμφωνα με τον κ. Τσακλόγλου, η αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων της Κομισιόν αλλά και του ΔΝΤ για την ανάπτυξη φέτος και τα επόμενα χρόνια.
Οι οικονομικές προβλέψεις, κυρίως του ΔΝΤ, έχουν διαψευστεί τόσες φορές που πλέον έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία τους ,θα σχολιάσει ο κ. Κουτεντάκης, σημειώνοντας ότι αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι οι εκτιμήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία όλοι πλέον συμφωνούν ότι εκπληρώνονται οι στόχοι.
Θυμίζει δε ότι η μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου αποφασίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, σε κλίμα έντασης, προκειμένου να ξεπεραστεί η διαφωνία του ΔΝΤ με την Κομισιόν και την Ελλάδα ως προς την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί για τα πλεονάσματα, συνθήκες που πλέον έχουν αλλάξει με δεδομένη την καλύτερη πορεία των οικονομικών δεικτών.
Παρ’ όλα αυτά, εκφράζει και αυτός σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το να υποχωρήσουν οι δανειστές για αυτά τα μέτρα, κυρίως για λόγους στρατηγικής.
Στον πυρήνα της διαμάχης αυτής βρίσκεται από την αρχή των μνημονίων η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων των οικονομικών, εξηγεί χαρακτηριστικά ο κ. Αργείτης. «Στη μία πλευρά επικρατεί η αντίληψη ότι τα μέτρα αυτά είναι ένα νέο σοκ λιτότητας που θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην ανάπτυξη και στην οικονομία. Στην άλλη πλευρά, των δανειστών, πιστεύουν ότι τα μέτρα αυτά είναι διαρθρωτικές αλλαγές που θα αποφέρουν βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και επομένως ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και περισσότερες επενδύσεις».
Η ιδεοληψία αυτή των δανειστών από την αρχή των μνημονίων, στην οποία επιμένουν παρά τις πολλές, εδώ και οκτώ χρόνια, χειροπιαστές αποδείξεις ότι η οικονομία δεν λειτουργεί έτσι και τέτοια μέτρα έχουν αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, είναι ο «τοίχος» που είναι σχεδόν αδύνατο να σπάσει η κυβέρνηση ακόμη και αν επιτύχει πλεονάσματα 6%, λέει με έμφαση ο κ. Αργείτης. Ο συντηρητικός νεοφιλελευθερισμός θα δώσει μάχη μέχρι τελικής πτώσεως για να αποδείξει την ορθότητά του.
Με αυτά τα δεδομένα, ίσως πρέπει να επιδιωχθεί η σταδιακή εφαρμογή και όχι η ακύρωση της μείωσης των συντάξεων, που είναι και το πρώτο μέτρο που έρχεται το 2019, έτος που ακόμη και όλα να έχουν εξελιχθεί βάσει των καλύτερων εκτιμήσεων οι δημοσιονομικές επιδόσεις δεν προβλέπεται να είναι τόσο ισχυρές ώστε να το καθιστούν περιττό.
Σε μια τέτοια περίπτωση η υφεσιακή επίπτωση θα ήταν πολύ μικρότερη και ελεγχόμενη εάν η μείωση δεν γινόταν σε μία φάση το 2019, αλλά «απλωνόταν» στην επόμενη διετία ή τριετία. Αυτό σίγουρα μπορεί να το διαπραγματευτεί η κυβέρνηση, και μια τέτοια παραχώρηση έχει σαφώς μικρότερο πολιτικό και ιδεολογικό κόστος για τους δανειστές, επισημαίνει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου.
Αύξηση κατώτατου μισθού και παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας
Με το οικονομικό δόγμα που πρεσβεύουν οι δανειστές σχετίζονται και οι αντιρρήσεις τους για παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας. Και αν αφήνουν ένα παράθυρο για μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, εμφανίζονται μέχρι σήμερα ανένδοτοι στην επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων, την επιστροφή δηλαδή στο προηγούμενο καθεστώς για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις κλαδικές συμβάσεις.
Η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι ο στόχος αυτός δεν έχει εγκαταλειφθεί και η μάχη συνεχίζεται, τονίζοντας ως θετικό βήμα την -αδιαμφισβήτητα σημαντική- νομοθέτηση της επαναφοράς μετά τον Αύγουστο δύο βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η μία είναι η αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης, όταν στην περίπτωσή του έχουν εφαρμογή περισσότερες υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους όρους αμοιβής και της συνθήκες εργασίας του (επιχειρησιακή, κλαδική, ομοιοεπαγγελματική).
Η δεύτερη αρχή του εργατικού Δικαίου, είναι η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
«Η επαναφορά των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση των μισθών και των όρων εργασίας αλλά και στον περιορισμό των ευέλικτων μορφών εργασίας. Η επαναφορά αυτή ούτε προβλεπόταν ούτε αυτονόητη ήταν», υπερασπίζεται το μέτρο η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου.
Σε ό,τι αφορά δε τον κατώτατο μισθό η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα αυξηθεί, επικαλούμενη και το παράδειγμα της Πορτογαλίας.
Μάλιστα, τις προθέσεις αυτές κατέγραψε και στο ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο, ενώ ως προβλέψεις και στόχοι αναφέρονται και στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 που κατατέθηκε μαζί με το πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης και ψηφίστηκε στη Βουλή.
Ειδικότερα, στο σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται αναφορά σε προσεκτική εξέταση της αύξησης του επιπέδου του κατώτατου μισθού.
Ως βασικές προτεραιότητες αναφέρονται η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η καταπολέμηση της αδήλωτης και επισφαλούς εργασίας και στο ψηφισθέν Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022.
Εξειδικεύοντας ως προς την αύξηση του κατώτατου μισθού αναφέρει ότι «μετά από έξι χρόνια, ήρθε η στιγμή ο κατώτατος μισθός να επαναπροσδιοριστεί, ώστε να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη βελτίωση των μακροχρόνιων οικονομικών αποτελεσμάτων».
Η αύξηση του κατώτατου μισθού «θα γίνει σύμφωνα με το υπάρχον νομικό πλαίσιο και ακολουθώντας το μοντέλο της Πορτογαλίας, -τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν γίνει τέσσερεις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η κάθε μία της τάξεως του 5%. Για να μπορέσει να προσδιοριστεί το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού, θα εκπονηθεί μελέτη όπου θα εξετάζονται οι επιπτώσεις της αύξησης αυτής στην παραγωγικότητα, την ανεργία, την ανταγωνιστικότητα και την εισοδηματική κατανομή».
«Η μελέτη θα είναι αντικείμενο διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, ενώ την τελική απόφαση θα λαμβάνει το κράτος», τονίζεται ακόμη.
Σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο Μεσοπροθεσμο γίνεται κατ’ αρχάς αναφορά στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο που «είναι άμεσα συνδεδεμένο με το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, γεγονός που αποτυπώνεται και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πυλώνα. Καθοριστική πολιτική για το 2018 είναι η επαναφορά, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δύο βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων: της αρχής της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.»
»Η επαναφορά των δύο αυτών συμπληρωματικών αρχών», τονίζεται, «θα βοηθήσει στην προώθηση του κοινωνικού διαλόγου, δίνοντας κίνητρα για συμμετοχή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εργαζόμενους και εργοδότες».
Στις προσεκτικές διατυπώσεις που επιλέγει η κυβέρνηση για τα ζητήματα αυτά εστιάζει ο Γιώργος Αργείτης, διαπιστώνοντας ότι προκύπτει ξεκάθαρα πως πρόκειται για προθέσεις, που ουσιαστικά τελούν υπό την έγκριση των δανειστών.
Εάν η κυβέρνηση εξασφάλιζε με την καθαρή έξοδο τους βαθμούς ελευθερίας και κυριαρχίας που διατείνεται ότι θα έχει, αποφασίζοντας μόνη της τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχει τους συμφωνημένους με τους δανειστές στόχους, τότε τα ζητήματα αυτά δεν θα υπόκεινται σε διαπραγμάτευση με την τρόικα, λέει ο κ. Αργείτης.
Δεδομένης δε της οικονομικής θεωρίας που πρεσβεύουν οι δανειστές, αποκλείει την επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων για εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ προβλέπει ότι ίσως επιτρέψουν μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού.
Άλλωστε, εξηγεί, έτσι όπως έχει απορρυθμιστεί το θεσμικό πλαίσιο στην αγορά εργασίας με τις ευέλικτες μορφές να κυριαρχούν, μια τέτοια αύξηση δεν είναι σημαντική σε ό,τι αφορά το εύρος των συνεπειών της.
Όπως εξηγεί, «η αύξηση του κατώτατου μισθού στο προηγούμενο καθεστώς είχε νόημα γιατί μέσω των κλαδικών συμβάσεων διαχεόταν σε όλη τη διάρθρωση των μισθών. Τώρα, που πλέον οι κλαδικές συμβάσεις δεν ισχύουν, αντίθετα υπάρχουν ατομικές, άρα έγκειται στην διάθεση και την αρμοδιότητα του κάθε εργοδότη να αυξήσει τους μισθούς, η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού και το επεκτατικό αποτέλεσμα που θα είχε στην αγοραστική δύναμη περιορίζεται μόνο σε όσους αμείβονται με αυτόν».
Βάσει αυτού του δεδομένου, για τους δανειστές μια τέτοια αύξηση θα ήταν «ανώδυνη» αφού δεν έρχεται σε αντίθεση με την εμμονή τους ότι η αύξηση του κόστους εργασίας θα προκαλούσε μείωση της ανταγωνιστικότητας.
Από την άλλη, για όσους απορρίπτουν τις οικονομικές εμμονές της τρόικας, μια τέτοια αύξηση θα ήταν σχεδόν «ανούσια» με κριτήριο την ώθηση που μπορεί να δώσει στην ανάπτυξη.
Επομένως, είναι αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό όμως με την επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, τονίζει ο κ. Αργείτης και εξηγεί: «Δεν το λέμε αυτό γιατί βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια της εργασίας. Ένα είναι αυτό και απολύτως θεμιτό, αλλά να μην το τοποθετήσουμε σε αυτή τη βάση γιατί η συζήτηση μπορεί να πάει σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Το αμιγώς οικονομικό κριτήριο που επιβάλει την εφαρμογή των πολιτικών αυτών, είναι ότι μόνο έτσι μπορεί να ενεργοποιηθεί ενδογενής επεκτατικός μηχανισμός. Δηλαδή να δημιουργηθεί εγχώρια ζήτηση για να στηρίξει την ανάπτυξη. Αν δεν δημιουργηθεί και δεν έρθουν και ξένες επενδύσεις από πού θα προκύψει η αναγκαία ανάπτυξη; Δεδομένου ότι η χώρα με δέσμευση για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης όχι 1% και 1,5% αλλά πολύ υψηλότερους που θα της εξασφαλίσουν τη φερεγγυότητα για να σταθεί μόνη της στις αγορές».
Παρ’ όλα αυτά αδιαμφισβήτητα είναι θετική η αύξηση του κατώτατου μισθού για όσους αμείβονται με αυτόν, αλλά και για όσους πρέπει να αμείβονται με αυτόν [ανεξαρτήτως εάν η ατομική σύμβασή τους προβλέπει λιγότερα, αφού αυτό θα αλλάξει με την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης].
Ωστόσο, ο κ. Τσακλόγλου ψαλιδίζει και τις δικές τους ελπίδες για αξιοσημείωτη αύξηση, επισημαίνοντας ότι κακώς η κυβέρνηση επικαλείται το παράδειγμα της Πορτογαλίας.
Όπως εξηγεί, το ποσοστό ανεργίας στην Πορτογαλία είναι μονοψήφιο, δεν συγκρίνεται με της Ελλάδας. Όταν μια χώρα έχει ανεργία πάνω από 20% και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αποκλείεται να της επιτραπεί γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, τονίζει και επικαλείται τον «νόμο του Okun».
Επειδή στην έρευνα αυτή (όπως μαρτυρά και το μέγεθός της) στόχος είναι να αποφευχθεί η τακτική χρήσης δύσκολων και άγνωστων όρων που καθιστούν δύσκολη την παρακολούθηση της συζήτησης στον μέσο πολίτη, σημειώνεται ότι πριν από περίπου πενήντα χρόνια ο οικονομολόγος καθηγητής Arthur Okun διατύπωσε μια πρόταση για τη σχέση μεταξύ του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και του ποσοστού ανεργίας που έμεινε γνωστή στη βιβλιογραφία ως «Νόμος του Okun».
Σύμφωνα με αυτό το «νόμο», εξηγεί ο κ. Τσακλόγλου, λόγω του ότι υπάρχει διαρκής τεχνολογική πρόοδος η οποία οδηγεί σε εξοικονόμηση της χρήσης εργασίας στην παραγωγή, για να μείνει σταθερό το ποσοστό της ανεργίας σε μία χώρα πρέπει να επιτυγχάνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Οι εκτιμήσεις αυτής της σχέσης διαφέρουν από χώρα σε χώρα, όμως σε αρκετές περιπτώσεις αναπτυγμένων φαίνεται να απαιτείται ποσοστό ανάπτυξης γύρω στο 1% για να παραμείνει σταθερή η ανεργία.
Στην Ελλάδα, συνεχίζει ο κ. Τσακλόγλου, ενώ από το 2013 μέχρι το 2017 η ανάπτυξη ήταν σχεδόν μηδενική, η ανεργία μειώθηκε περίπου κατά 6%. «Γιατί υποχώρησε; Υποχώρησε επειδή ακριβώς έγινε φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας νωρίτερα και λόγω της μείωσης του κατώτατου μισθού».
Αν λοιπόν επικρατήσει ο «νόμος του Okun» και οι εμμονές των δανειστών, μειώνονται οι προσδοκίες για αξιόλογη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η μόνη κατηγορία που η έξοδος από το μνημόνια μόνο θετικά μπορεί να φέρει είναι οι άνεργοι.
«Αν δεν διαταραχθεί η οικονομία και είμαστε στο pattern (οικονομικό μοτίβο) που είμαστε τώρα, θα υπάρξει μία μικρή αλλά σωρευτική βελτίωση της απασχόλησης και επιπλέον μείωση της ανεργίας» ξεκαθαρίζει ο κ. Αργείτης.
Μείωση φορολογικών συντελεστών και τα αντίμετρα του Μεσοπρόθεσμου
Ως σημαντικά όπλα στη μάχη για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης εμφανίζει η κυβέρνηση και τα θετικά μέτρα που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο για φοροελαφρύνσεις, παροχή κινήτρων για δημιουργία θέσεων εργασίας, αύξηση των κοινωνικών παροχών.
Σαφώς και είναι σημαντικά, εξηγούν οι ειδικοί, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η υλοποίησή τους εξαρτάται από τον ρυθμό ανάπτυξης που θα επιτευχθεί. Δηλαδή, οι προβλέψεις αυτές για παροχές τελούν υπό την αίρεση της επαλήθευσης των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη, αφού με χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης τα χρήματα που θα «περισσεύουν» για τέτοιες παροχές, ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος» θα στενεύει.
Ενδεικτικό των επιφυλάξεων που υπάρχουν είναι ότι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο έκρινε αισιόδοξες τις εκτιμήσεις για διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης άνω του 2% ετησίως, υιοθετώντας «υπό προϋποθέσεις τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του ΜΠΔΣ».
Σχετικά με αυτές τις προϋποθέσεις τονίζει ότι «η επίτευξη των στόχων για το 2018 αλλά και για τα επόμενα έτη συναρτάται στενά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας, καθώς και με συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και σχετικής οικονομικής ανάκαμψης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, παρά τους κλυδωνισμούς που αναμένεται να προξενήσουν ο αντίκτυπος που θα έχουν στις κεφαλαιαγορές πολιτικές αναταράξεις σε Ιταλία και Ισπανία, οι γεωπολιτικές αναστατώσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, οι εξελίξεις των τιμών της ενέργειας και οι κλιμακούμενες πολιτικές προστατευτισμού από τις ΗΠΑ».
Στον ανασταλτικό ρόλο για την ενίσχυση της ανάπτυξης που μπορεί να παίξει ο διεθνής παράγοντας εστιάζει και ο Πάνος Τσακλόγλου.
Όπως εξηγεί, «οι άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια, επιτύγχαναν ρυθμούς μεγέθυνσης υψηλότερους από τις προβλέψεις που έκανε η Επιτροπή, το ΔΝΤ, οι διεθνείς οίκοι κ.λπ. Σε αυτό συνέβαλαν οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες το 2014-2015-2016 και 2017, τις οποίες ίσως δεν πρόκειται να ξαναδούμε σε όλη τη ζωή μας. Δηλαδή ήταν περίοδος που «έβρεχε» ρευστότητα από παντού, με αποτέλεσμα η τιμή του ευρώ να είναι χαμηλή, γεγονός που ενίσχυε τις εξαγωγές, η τιμή του πετρελαίου ήταν πολύ χαμηλή και επιπλέον καταγραφόταν ανάπτυξη σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι άλλες χώρες λοιπόν πρόλαβαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος τους αυτή τη συγκυρία. Τώρα που η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές δεν ισχύουν τα ίδια δεδομένα, έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται. Ήδη το πετρέλαιο αυξήθηκε, το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης πλησιάζει στο τέλος του, οι ρυθμοί ανάπτυξης σε διάφορες χώρες του πλανήτη, και στην Ευρώπη, αναμένεται να επιβραδυνθούν. Όλα αυτά καθιστούν την ελληνική προσπάθεια πολύ πιο δύσκολη από ό,τι θα ήταν το 2014».
Τα παραπάνω βέβαια θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ενισχυτικά ως προς το επιχείρημα περί αναγκαιότητας να επιτραπεί στην ελληνική κυβέρνηση να εξαντλήσει τα όποια περιθώρια δημιουργούνται για επεκτατικές πολιτικές που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη στη μεταμνημονιακή εποχή.
«Η λιτότητα όχι απλά δεν είναι μονόδρομος αλλά είναι ιστορικό λάθος», τόνισε στο συνέδριο του Economist, ο πρωθυπουργός εντείνοντας τις πιέσεις προς τις Βρυξέλλες λίγες ημέρες πριν το κρίσιμο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, καλώντας την Ευρώπη να πάρει γενναίες αποφάσεις για το χρέος και το μεταμνημονιακό πλαίσιο.
«Χρειαζόμαστε μια απόφαση καθαρή, με σαφές μήνυμα στις αγορές και χωρίς αστερίσκους. Μια απόφαση γενναία και αντάξια των ιστορικών περιστάσεων, όχι μόνο στενά για την ελληνική περίπτωση, αλλά για το σύνολο της ευρωζώνης και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης», σημείωσε ο πρωθυπουργός, επισημαίνοντας ότι η απόφαση για την Ελλάδα, «θα είναι το πρόκριμα για την αντιμετώπιση ανάλογων κρίσεων στο μέλλον, αλλά κυρίως για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η ευρωζώνη, καθώς θα καταδείξει, αν έγινε αντιληπτό, ότι η κρίση της Ελλάδας και των άλλων χωρών, ήταν κρίση της ίδιας της ευρωζώνης».
«Είναι καιρός, στη βάση ενός κοινωνικού συμβολαίου για την νέα Ευρώπη των λαών που θέλουμε, να δώσουμε προτεραιότητα στη μείωση των ανισοτήτων, στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και στην ενίσχυση της λογοδοσίας και της δημοκρατικής συμμετοχής», τόνισε ο πρωθυπουργός.
Ανάλογα μηνύματα στην Ευρώπη στέλνει και ο υπουργός Οικονομικών. «Κάποια στιγμή θα πρέπει να δείξει κανείς σε μια χώρα εμπιστοσύνη ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις ευθύνες της. Ήμασταν οκτώ χρόνια σε πρόγραμμα και τώρα θέλουμε να βγούμε από αυτό», σημείωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του για να προσθέσει όταν ερωτήθηκε για τη μορφή ελέγχου που επιθυμούν οι δανειστές. «…η Ευρώπη δεν θα έπρεπε να λειτουργεί μέσω ελέγχου. Μπορεί κανείς να ελέγχει τα πράγματα σε μια κρίση, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να πει: Η κρίση πέρασε και είναι τώρα η ώρα να περάσουμε από τον έλεγχο στη συνεργασία. Έτσι θα μπορέσουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα να αποκτήσουν κυριότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο τερματισμός του προγράμματος είναι σημείο καμπής για μας. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν και μια διαδικασία για να μάθουμε. Ξέρουμε τι συνέβη το 2008, όταν άρχισαν όλα. Τα περάσαμε και δεν θέλουμε να τα ξαναζήσουμε».
Το αν αυτές οι εκκλήσεις εισακουστούν θα φανεί στο κρίσιμο Εurogroup της 21ης Ιουνίου, στο οποίο ακόμη και αν δεν υπάρξουν τελικές αποφάσεις, σίγουρα θα διαφανούν οι προθέσεις των δανειστών και η κατεύθυνση στην οποία σκοπεύουν να κινηθούν για το μεταμνημονιακό τοπίο.
Διαβάστε όλη την έρευνα: Αλήθειες και ψέματα για την καθαρή έξοδο και πώς θα επηρεάσει τη ζωή μας
Πρώτη Ενότητα: Πόσο «καθαρή» μπορεί να είναι η έξοδος από το μνημόνιο;
Η ιδεατή καθαρή έξοδος, το κυβερνητικό αφήγημα και ο αντίλογος
Δεύτερη Ενότητα: Καθαρή έξοδος VS προληπτικής πιστωτικής γραμμής
Το κόστος χρηματοδότησης, η προστασία από ταραχές στις αγορές, τα οφέλη για τις τράπεζες, το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE), αλλά και οι προθέσεις των δανειστών
Τρίτη Ενότητα: Σπάνε οι χειροπέδες στην άσκηση πολιτικής μεταμνημονιακά;
Ο βαθμός ελευθερίας της ελληνικής κυβέρνησης για χάραξη πολιτικής σε κρίσιμους τομείς είναι το «καυτό» και το πιο ουσιαστικό θέμα για την επόμενη ημέρα. Πώς μπορεί να επηρεάσει η ρύθμιση του χρέους τη μεταμνημονική ελευθερία;
Τέταρτη ενότητα: Η ανάπτυξη το μόνο κλειδί για την έξοδο του πολίτη από τα μνημόνια
Τι περιθώρια για ώθηση της ανάπτυξης δημιουργούνται μεταπρογραμματικά; Μπορούν να ακυρωθούν τα συμφωνημένα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο; Θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός; Θα επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις;
- ΠΑΟΚ: 2-0 με γκολ των Τσάλοβ και Ζίβκοβιτς – Έχασε πέναλτι ο Ουάρντα
- LIVE: ΑΕΚ – Λεβαδειακός
- Ισραήλ: Η Χαποέλ Μπέιτ Σεάν έδιωξε τερματοφύλακα επειδή είχε αγωνιστεί με την Εθνική Παλαιστίνης
- H τεχνητή νοημοσύνη εμφανίζει σημεία άνοιας, λένε οι νευρολόγοι
- Τότεναμ – Λίβερπουλ 3-6: Νέα παράσταση τίτλου από την ομάδα του Σλοτ
- Η μαγική σφυρίχτρα που… έβαλε φωτιά στην Τούμπα: Πως μια κίτρινη έγινε κόκκινη και άλλαξε το αφήγημα στο ΠΑΟΚ – Ατρόμητος