Το δύσβατο τοπίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Παρά την απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να επικαθορίζονται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία σε όλα τα μέτωπα
Οι χτεσινές δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για τη χορήγηση ασύλου σε έναν από τους τούρκους αξιωματικούς που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ήρθαν να υπενθυμίσουν ότι απέχουμε αρκετά από μία εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Για απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης να πάρει «το μέρος των εχθρών της Τουρκίας» μίλησε ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP Ομέρ Τσελίκ. Πιο σκληρός, όπως ήταν και αναμενόμενο, ο επικεφαλής του εθνικιστικού MHP Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που ζήτησε από τους Έλληνες «να μην ξεχάσουν την 9η Σεπτεμβρίου μετά από αυτές τις συμπεριφορές».
Όμως, τέτοιες δηλώσεις έχουν ακουστεί ξανά, ιδίως από τη στιγμή που είναι πάγια θέση της Τουρκίας ότι πρέπει να της παραδοθούν όσοι κατά τη γνώμη των τουρκικών αρχών πήραν μέρος στο πραξικόπημα.
Οι δε εθνικιστικοί τόνοι που τις συνοδεύουν, ιδίως από κόμματα που παραδοσιακά είχαν τέτοιες τοποθετήσεις, όπως είναι το MHP, εντάσσονται περισσότερο στη μετατόπιση του συνόλου του τουρκικού πολιτικού σκηνικού προς πιο εθνικιστικούς τόνους, παρά σε μία διαρκή προσπάθεια επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η προσπάθεια να οριστεί το πεδίο της όποιας επαναπροσέγγισης
Με αυτή την έννοια, πιο χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του τουρκικού υπουργείου Άμυνας που σε χαμηλότερους τόνους μίλησε για «παράδειγμα έλλειψης προνοητικότητας, σε μια περίοδο που μιλάμε για εκ νέου οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης και επιδεικνύεται κάθε είδους καλή πρόθεση».
Η δήλωση αυτή παραπέμπει πολύ περισσότερο σε μια προσπάθεια να οριστεί ότι το όποιο πεδίο επαναπροσέγγισης και βελτίωσης των διμερών σχέσεων περνάει μέσα από την αποδοχή συγκεκριμένων όρων.
Αυτοί αφορούν καταρχάς τις πάγιες τουρκικές θέσεις, όπως είναι ότι το Αιγαίο δεν μπορεί να γίνει «ελληνική θάλασσα», ότι θα πρέπει να πάμε σε συνεκμετάλλευση σε όλο το φάσμα των ΑΟΖ και ότι λύση στο Κυπριακό σημαίνει συνομοσπονδία με αναβαθμισμένη θέση των τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Αφορούν, όμως, και την απαίτηση να γίνεται αποδεκτή η τρέχουσα τουρκική αφήγηση ως προς το πραξικόπημα.
Οι τουρκικοί φόβοι
Παρότι τόσο οι εσωτερικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι, όσο και ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται πάγιες θέσεις και διεκδικήσεις, σημαίνουν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να έχει μικρότερο εσωτερικό κόστος από μια μείζονα επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή ακόμη και ένα «θερμό επεισόδιο», αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να είναι αυτή η βασική τουρκική προτεραιότητα.
Πιο μεγάλος δείχνει να είναι ένας φόβος της πλευράς Ερντογάν ότι μια σειρά παραδοσιακοί σύμμαχοι και ιδίως οι ΗΠΑ, θα επιθυμούσαν να διαμορφώσουν αρνητικά τετελεσμένα σε βάρος της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης και της προσπάθειας για ένα «θερμό επεισόδιο» με την Ελλάδα που θα ολοκλήρωνε μια κίνηση απομόνωσης της Τουρκίας.
Από αυτή την άποψη, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με αφορμή τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, ήταν η τουρκική πλευρά που «διέρρευσε» το φόβο της για «στημένο επεισόδιο».
Ας μην ξεχνάμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο τόνος π.χ. του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου δείχνει να τροφοδοτεί τέτοιους τουρκικούς φόβους, ενώ δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας μια αρκετά συχνή εμφάνιση το προηγούμενο διάστημα «αναλύσεων» για την ανάγκη να εκμεταλλευτεί η ελληνική πλευρά με επιθετικό τρόπο τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Τουρκία.
Τα ανοιχτά μέτωπα της Τουρκίας
Όλα αυτά σχετίζονται και με το γεγονός ότι η Τουρκία σήμερα βρίσκεται σε μια οριακή συνθήκη ως προς το διεθνή προσανατολισμό της. Η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, με την πρωτοφανή εξέλιξη της επιβολής κυρώσεων από τις ΗΠΑ σε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ –αλλά και την κατάρρευση της τουρκικής λίρας (που βέβαια αιτία έχει τις εγγενείς αδυναμίες» του τουρκικού «αναπτυξιακού υποδείγματος»)– θέτει ανοιχτό το θέμα του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων της Τουρκίας με τη «Δύση».
Δηλώσεις όπως αυτές του αμερικανού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον που από τη μια αμφισβήτησε ότι θα έχει αποτέλεσμα η επενδυτική ένεση στην Τουρκία που υποσχέθηκε το Κατάρ και από την άλλη υποστήριξε ότι η κρίση μπορεί να τελειώσει εάν η Τουρκία απελευθερώσει τον αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον, απλώς επιτείνουν την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ στοχοποιούν την Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και για κινήσεις όπως η αναβολή παράδοσης στην Τουρκία των μαχητικών F-35.
Όλα αυτά φόντο έχουν και τις εξελίξεις στο συριακό μέτωπο και ιδίως το ερώτημα του ποια οφέλη θα κρατήσουν οι Κούρδοι στο όποιο μεταπολεμικό τοπίο και ιδίως το κατά πόσο η στήριξη που είχαν από τις ΗΠΑ (μια από τις βασικές αιτίες επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων) θα μεταφραστεί τελικά στην εξασφάλιση μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας εντός της μεταπολεμικής Συρίας.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε το βάθος του ρήγματος με τις ΗΠΑ. Ο «δυτικός» προσανατολισμός της Τουρκίας ήταν για χρόνια το αναγκαίο συμπλήρωμα του αντικομμουνισμού που επίσης αποτέλεσε «δομική» πλευρά της συγκρότησης του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Όμως, το σημερινό τοπίο απέχει πολύ από αυτό π.χ. του 1962 όταν η Τουρκία είχε διαμαρτυρηθεί για την απομάκρυνση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούε από το έδαφός της, που έγινε στο πλαίσιο της εκτόνωσης της κρίσης με τους σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα.
Βέβαια, σε άλλα επίπεδα, οι σχέσεις αυτές δεν είναι εύκολο να διαρραγούν. Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του ΝΑΤΟ υποχρεώνει – στο βαθμό που η Τουρκία δεν έχει δηλώσει κάποια πρόθεση αποχώρησης– τη συνέχιση ενός επίπεδου σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, ιδίως από τη στιγμή που και μέσα στις ΗΠΑ αρκετοί είναι αυτοί που δεν θα ήθελαν να χαθεί τόσο εύκολα ένας κομβικός σύμμαχος στην περιοχή.
Η αναζήτηση νέων συμμαχιών
Όλα αυτά έχουν ωθήσει την Τουρκία στην αναζήτηση νέων συμμαχιών, που συνδυάζουν επιλογές αναγκαστικής προσφυγής (όπως η προσέγγιση με τη Ρωσία ως τον βασικό power broker στη Συρία) με την αναζήτηση οικονομικής προοπτικής (όπως η προσπάθεια ένταξης στις Brics ή η προσπάθεια διασύνδεσης με τα σχέδια ευρασιατικής ολοκλήρωσης που προωθεί η Κίνα).
Οι επιλογές αυτές, που εντάσσονται σε ένα ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, όπου η μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής ως προς το διεθνές εμπόριο έχει αναζωπυρώσει σκέψεις για εναλλακτικούς πόλους οικονομικής ολοκλήρωσης, συνδυάζονται και με προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη, έστω και εάν η προοπτική ένταξης στην ΕΕ έχει ακυρωθεί εδώ και καιρό (και κατά βάση με αμοιβαία επιλογή).
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και μια σειρά από χειρονομίες «καλής θέλησης» της τουρκικής πλευράς, όπως για παράδειγμα η απελευθέρωση των δύο ελλήνων αξιωματικών ή η απελευθέρωση της γερμανίδας δημοσιογράφου τουρκικής καταγωγής Μεσαλέ Τολού, αλλά και μια συνολική ρητορική στροφή σε αυτή την κατεύθυνση.
Ας μην ξεχνάμε ότι με την τουρκική λίρα σε διαρκή διακινδύνευση και τη σαφή αμερικανική διάθεση για κλιμάκωση της πίεσης, η Τουρκία χρειάζεται αρκετά παραπάνω θετικά μηνύματα από την υπόσχεση για νέες επενδύσεις από το Κατάρ.
Επαναπροσέγγιση και «προβολές ισχύος»
Παρότι αρκετά συχνά το τελευταίο διάστημα η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από έντονες ρητορικές εξάρσεις που περισσότερο αποσκοπούν σε ένα είδος δημόσιας διαπραγμάτευσης και στην έξοδο από μια συγκυριακή δυσκολία παρά σε μια πραγματική διάθεση αλλαγής πολιτικής, εντούτοις δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι με τόσα ανοιχτά μέτωπα η Τουρκία θα ήθελε να προσθέσει και ένα ακόμη μέτωπο ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Με αυτή την έννοια, όντως θα επιθυμούσαν, κάποιου είδους επαναπροσέγγιση, ιδίως εάν αυτό εντασσόταν σε μια συνολικότερη ανοικοδόμηση συμμαχιών και με την Ευρώπη ώστε να αντιμετωπιστεί τυχόν βαθύτερο ρήγμα με τις ΗΠΑ.
Όμως, αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με τον τρόπο που η Τουρκία έχει εθιστεί τρόπον τινά σε μια λογική «προβολών ισχύος», ιδίως σε περιόδους που οξύνονται οι αντιφάσεις στο διεθνές της περιβάλλον.
Και εδώ, στην αντιφατική συνύπαρξη ανάμεσα στην όποια διάθεση εξομάλυνσης με την εξασφάλιση ότι όλα αυτά δεν θα σημασιοδοτηθούν ως «υποχώρηση» ή «εκχώρηση πάγιων δικαιωμάτων», είναι η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία για την όποια επαναπροσέγγιση. Αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική πλευρά, εάν πραγματικά θέλει να υπερβεί την απλή διαχείριση μιας υφέρπουσας έντασης και να τολμήσει πραγματικά μια νέα σελίδα στη σχέση δύο χωρών που είναι δεν μπορούν παρά να συνυπάρξουν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις