Ντόναλντ Τραμπ: Ένα αμερικανικό δίλημμα
Αντιμέτωπη με τον Ντόναλντ Τραμπ η Αμερική καλείται να αναμετρηθεί με τα ίδια της τα ανοιχτά ερωτήματα και διλήμματα
Ο Ντόναλντ Τραμπ αρέσκεται να χρησιμοποιεί απλές φράσεις που αποτυπώνονται, ακόμη και εάν είναι σχηματικές. Γι’ αυτό αγαπά τη συντομία και την ευκολία του twitter.
Έτσι, λοιπόν, αντιμέτωπος με τις νέες εξελίξεις στο μέτωπο της δικαστικής έρευνας εναντίον του έσπευσε να τονίσει: «Δεν ξέρω πώς μπορεί να καθαιρεθεί κάποιος που κάνει σούπερ δουλειά», για να προσθέσει ότι «αν ποτέ καθαιρεθώ, νομίζω πως οι αγορές θα κατέρρεαν και πως ο καθένας θα γινόταν πιο φτωχός».
Παρά την έπαρση που απηχεί μια τέτοια δήλωση, ο Τραμπ αποτύπωσε το σταυροδρόμι στο οποίο αντικειμενικά βρίσκονται οι ΗΠΑ.
Από τη μια, ένας πρόεδρος που έχει διαιρέσει την Αμερική, που εξελέγη χάρη στη σωστή ιεράρχηση Πολιτειών στις οποίες έριξε βάρος, αφού στην αθροιστική λαϊκή ψήφο ήρθε δεύτερος, που έχει απέναντί του τις γυναίκες, τις μειονότητες, τα μορφωμένα στρώματα αλλά και το… Χόλιγουντ, πλέον είναι κοντά στο να αποτελέσει το στόχο μιας ποινικής δίωξης. Από την άλλη, η οικονομία δείχνει να πηγαίνει καλά.
Παρότι η κεντρική στοχοθεσία της ειδικής έρευνας σε βάρος του, που ήταν να αποδειχτεί ο διαβόητος «ρωσικός δάκτυλος, μάλλον δεν έχει τεκμηριωθεί, δικαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι δεν έχει υπόσταση, εντούτοις για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα να κατηγορηθεί άμεσα ο ίδιος ο Πρόεδρος για ποινικά αδικήματα.
Η ομολογία του πρώην δικηγόρου του Μάικλ Κόουεν, που δήλωσε ενοχή σε σχέση με παράνομες πληρωμές εντός της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ σε μία πορνοστάρ και ένα μοντέλο για να αποκρύψουν τις σεξουαλικές σχέσεις τους με τον αμερικανό πρόεδρο, ότι διέπραξε τα αδικήματα αυτά υπό την καθοδήγηση του Τραμπ και σε συντονισμό με αυτόν, για πρώτη φορά ανοίγει το δρόμο η ειδική έρευνα να αγγίξει τον ίδιο τον Τραμπ, ενώ αποτέλεσε και πλήγμα στη στρατηγική του Τραμπ ότι αυτή η έρευνα είναι απλώς ένα κυνήγι μαγισσών.
Αντίστοιχο αντίκτυπο είχε και η καταδίκη του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας Πολ Μάναφορτ, έστω και εάν ο τελευταίος αρνήθηκε να καταθέσει κάτι εναντίον του Τραμπ.
Παρότι είναι νωρίς για να γίνει πλήρης αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτών των εξελίξεων, ιδίως σε σχέση με το συσχετισμό που θα διαμορφωθεί στις ενδιάμεσες (mid-term) εκλογές για το Κογκρέσο τον Νοέμβριο, το σίγουρο είναι για πρώτη φορά το κλίμα γίνεται πιο πιεστικό σε αυτό το επίπεδο για τον Ντόναλντ Τραμπ, που μέχρι τώρα είχε καταφέρει να πείσει το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής κοινής γνώμης (τουλάχιστον με βάση τις δημοσκοπήσεις) ότι η συγκεκριμένη έρευνα ήταν μια «στημένη δουλειά» εναντίον του.
Βέβαια, η πρόσφατη αμερικανική ιστορία έχει δείξει ότι πολύ δύσκολα μια τέτοια διερεύνηση οδηγεί σε αποπομπή ενός προέδρου, εάν δεν συντρέχει και μια συνολικότερη ανάγκη να αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου.
Η παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον δεν ήρθε μόνο εξαιτίας της διάρρηξης των γραφείων των Δημοκρατικών στο Γουότεργκεϊτ που οδήγησε στην πτώση του, αλλά ως μια συνολικότερη ανάγκη τομής με το πώς είχε διαμορφωθεί η λειτουργία του κράτους και των πολιτικών θεσμών το προηγούμενο διάστημα.
Αντίστοιχα, ήταν η απουσία ενός τέτοιου συσχετισμού στην περίπτωση του Μπιλ Κλίντον που μπορεί να εξηγήσει γιατί κατάφερε τελικά να μην αποπεμφθεί από το αξίωμά του παρότι παραπέμφθηκε.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που ο Ντόναλντ Τραμπ μίλησε για την οικονομία. Στην πραγματικότητα, έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου έτους της προεδρίας του ο Ντόναλντ Τραμπ έχει λόγους να υπερηφανεύεται για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας.
Η ανεργία βρίσκεται σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα από το 1969 και συνεχίζεται μια σταδιακή αύξηση των αποδοχών των μισθωτών. H Wall Street, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα. Το δολάριο ενισχύεται, παρά την ανησυχία για τους εμπορικούς πολέμους, με ολοένα και περισσότερους επενδυτές να το αντιμετωπίζουν ως ασφαλές καταφύγιο.
Ακόμη και οι αυξήσεις στους εισαγωγικούς δασμούς και οι εξαγγελίες «εμπορικού πολέμου» συναντούν απήχηση σε εκείνες της μερίδες της αμερικανικής βιομηχανίας που επιθυμούν να ανακτήσουν μεγαλύτερα μερίδα της εσωτερικής αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την εκπεφρασμένη συμπάθειά του προς την εξορυκτική βιομηχανία.
Κάπου εδώ βρίσκεται και το ανοιχτό ερώτημα που προκαλεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκφράζουν μια ανησυχία ως προς το προς κατά πόσο μπορεί να εγγυηθεί τη μεσοπρόθεσμη θετική οικονομική πορεία, ένας πρόεδρος που όχι μόνο βρίσκεται υπό τέτοια πολιτική (και δικαστική) πίεση στο εσωτερικό αλλά και ταυτόχρονα χειρίζεται την εξωτερική πολιτική με έναν τρόπο απρόβλεπτο και χωρίς την εγγύηση ότι έχει ακριβώς ένα σχέδιο. Από την άλλη, υπάρχει η πραγματική δυναμική της αμερικανικής οικονομίας και η δυνατότητα απόσπασης συναίνεσης γύρω από τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα.
Προφανώς, όλα αυτά θα κριθούν και από το πώς θα πάνε τα πράγματα στην οικονομία τους επόμενους μήνες, ξεκινώντας από τις εν εξελίξει αμερικανοκινεζικές συνομιλίες για το διεθνές εμπόριο, αλλά και από την στάση των ψηφοφόρων στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν παύει να είναι ένα δίλημμα για την Αμερική, σε ένα διεθνές πεδίο που ούτως ή άλλως αλλάζει.
Η μία επιλογή είναι η επανακατοχύρωση εθνικών συμφερόντων και εμπορικών πολέμων που μπορεί βραχυπρόθεσμα να εγγυάται ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας αλλά ταυτόχρονα γεννά τον πειρασμό στους ανταγωνιστές να αναζητήσουν εναλλακτικές αντισυσπειρώσεις και μορφές οικονομικής ολοκλήρωσης.
Η άλλη επιλογή είναι η επιμονή σε μια λογική ακόμη μεγαλύτερης φιλελευθεροποίησης του παγκόσμιου εμπορίου, που όμως αντικειμενικά έχει τον κίνδυνο διάβρωσης της παραγωγικής βάσης των ΗΠΑ και εκ των πραγμάτων ενίσχυσης της θέσης των ανταγωνιστών, έστω και εάν ωφελεί ορισμένες διεθνοποιημένες αμερικανικές επιχειρήσεις.
Και αυτό διαπλέκεται με ένα άλλο ανοιχτό ερώτημα: το εάν και κατά πόσο η Αμερική θα αντιμετωπίσει την αντικειμενική δυναμική μετάβασης σε έναν περισσότερο πολυπολικό κόσμο με μια κλασική «ρεαλιστική» τακτική προβολών ισχύος, διαπραγματεύσεων, οξύνσεων και ισορροπιών, ή με την επένδυση σε μια νεοψυχροπολεμική γενικευμένη όξυνση με την ελπίδα ότι αυτό θα αντισταθμίσει την υποχώρηση σε άλλα πεδία.
Οι απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις δεν χωρούν σε ένα tweet, αλλά σίγουρα θα αντανακλασθούν στο μέλλον της σχέσης της Αμερικής με τον Τραμπ.
- «Συγκινημένοι» οι Ντε Γκρες – Τι λέει η τέως βασιλική οικογένεια για την ιθαγένεια
- Χαρίτσης: Καταθέτουμε τροπολογία για τους συμβασιούχους – Να σταματήσει το καθεστώς ομηρίας τους
- Γιατί να επενδύσω σε Wallbox;
- Τέλος από τη Φενέρμπαχτσε ο Μαριάνοβιτς (pic)
- Μετά τη Celine τι; – Ποιο είναι το επόμενο βήμα του Εντί Σλιμάν
- Άνοιξε ο δρόμος προς Δελφούς από την Αράχοβα