Για πρώτη φορά ένα σκεύασμα φαίνεται να μπορεί να συντελέσει στην απώλεια βάρους, αποτρέποντας την επαναπρόσληψη των περιττών κιλών για αρκετά χρόνια, χωρίς μάλιστα να αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που παρουσιάστηκαν την Κυριακή στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, που διεξάγεται στο Μόναχο.

Πρόκειται για ένα συνδυασμό χαρακτηριστικών που δίνει στη δραστική ουσία λορκασερίνη όλες τις προοπτικές για ευρύτερη χρήση με στόχο την αναχαίτιση της επιδημίας παχυσαρκίας που πλήττει τον πλανήτη.

H λορκασερίνη είναι εγκεκριμένη από το 2013 στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά η αρμόδια ευρωπαϊκή επιτροπή τότε δεν είχε κρίνει τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών επαρκή ως προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του σκευάσματος ώστε να το εγκρίνει για χρήση στην ΕΕ.

Η Δρ Έριν Μποουλα από το Νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital της Βοστόνης εξήγησε παρουσιάζοντας στο συνέδριο τα νεότερα στοιχεία ότι «ασθενείς και γιατροί ανησυχούν δικαίως για τις επιπτώσεις από τη χρήση του σκευάσματος, αφού υπάρχει ιστορικό σοβαρών επιπλοκών από τη χρήση γενικότερα των νεότερης γενιάς φαρμάκων για την απώλεια βάρους. Αλλά η νέα μελέτη τεκμηριώνει ότι η λορκασερίνη είναι ασφαλής για την καρδιά».

Συγκεκριμένα, η μελέτη έδειξε ότι δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων, αλλά δεν τον μειώνει κιόλας, όπως ήλπιζαν πολλοί. Η απώλεια βάρους επετεύχθη μετά από 40 μήνες, με τους λήπτες της δραστικής ουσίας να χάνουν τέσσερα κιλά, διπλάσιο αριθμό από την ομάδα του εικονικού σκευάσματος.

Η λορκασερίνη μειώνει τη πρόσληψη τροφής μέσω εκλεκτικής ενεργοποίησης των 2C υποδοχέων της σεροτονίνης (5-HT2C) στους ανορεξιογόνους νευρώνες της προ-οπιο-μελανοκορτίνης του υποθαλάμου, αλλά δεν επηρεάζει τον ενεργειακό μεταβολισμό.

Στο πλαίσιο κλινικής αξιολόγησης χορηγήθηκε σε 12.000 άτομα, παχύσαρκα ή υπέρβαρα με καρδιακούς παράγοντες κινδύνου, όπως υπέρταση ή υπερχολήστερολαιμία. Το δείγμα χωρίστηκε σε δύο ομάδα, λαμβάνοντας είτε λορκασερίνη, είτε εικονικό σκεύασμα, δύο φορές την ημέρα, μαζί με διατροφική συμβουλευτική και συστάσεις για αλλαγές στον τρόπο ζωής.

Μετά από 12 μήνες, το 39% της ομάδας παρέμβασης και το 17% της ομάδας ελέγχου είχε χάσει το 5% περίπου του αρχικού του βάρους. Μετά από τρία χρόνια το 6% κάθε ομάδας είχε εκδηλώσει καρδιακό πρόβλημα ή είχε πεθάνει.

Το 8,5% αυτών που πήραν λορκασερίνη εκδήλωσε διαβήτη έναντι του 10,3% της ομάδας ελέγχου.

Τα ποσοστά σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν όμοια μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά περισσότερα άτομα σταμάτησαν τη λήψη της δραστικής ουσίας έναντι του εικονικού σκευάσματος, 7% και 4% αντίστοιχα, ενώ οι συχνότερες παρενέργειες ήταν η ζαλάδα, η κόπωση, η κεφαλαλγία και η ναυτία.

Επικίνδυνη υπογλυκαιμία εκδήλωσαν 13 άτομα της ομάδας παρέμβασης, έναντι τεσσάρων στην ομάδα ελέγχου.

Αξιολογήσεις επί βλαβών στις βαλβίδες της καρδιάς έγιναν σε 3.270 άτομα αλλά δεν προέκυψαν μεγάλες διαφορές.

Αυτοκτονικές σκέψεις ή συμπεριφορές αναφέρθηκαν σε 21 άτομα της ομάδας της λορκασερίνης έναντι 11 της ομάδας ελέγχου. Ωστόσο, περισσότερα άτομα στην ομάδα παρέμβασης είχαν ιστορικό κατάθλιψης «και η διαφορά ήταν τόσο μικρή που μπορεί να αποδοθεί στην τύχη», σύμφωνα με την Δρ Μποουλα.

Σχολιάζοντας τα νεότερα δεδομένα για τη λορκασερίνη οι συντάκτες του επιστημονικού εντύπου, Δρ Τζούλι Ινγκελφινγκερ και Κλιφορντ Ρόσεν, επισημαίνουν ότι υπάρχουν και εναλλακτικές επιλογές όπως η λιραγλουτίδη που όταν χορηγείται στη θεραπεία του διαβήτη επίσης συντελεί σε μείωση του βάρους και του καρδιακού κινδύνου, αν και δεν έχει αξιολογηθεί ως προς την καρδιολογική ασφάλεια της σε δόσεις για απώλεια βάρους.

«Προς το παρόν, λοιπόν, η λορκασερίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή, βάσει των ατομικών αναγκών των ασθενών», σημειώνουν οι συντάκτες του επιστημονικού εντύπου.