Σύγχρονος του ελεάτη φιλοσόφου Παρμενίδη, στον οποίον αναφερθήκαμε εκτενώς στα προηγούμενα έξι άρθρα μας, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο πλέον φημισμένος αλλά και ο πλέον αινιγματικός από τους λεγόμενους προσωκρατικούς φιλοσόφους, βρέθηκε στην ακμή της ζωής του περί το 500 π.Χ.

Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών σπουδαίων διανοητών εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν την εμπειρία των αισθήσεων: ο Ηράκλειτος δεν την υποτιμά ως κόσμο της δοξασίας, όπως ο Παρμενίδης, αλλά την καθιστά βάση της φιλοσοφίας του, με τη θεωρία για την αδιάκοπη μεταβολή.

Αποφθέγματα όπως το ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ (δεν μπορεί να μπει κανείς στο ίδιο ποτάμι δυο φορές) μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε πώς έγινε δυνατό να θεωρείται η ροή όλων των πραγμάτων ως κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας του Ηρακλείτου.

Αξίζει βέβαια να επισημάνουμε εδώ ότι το περιλάλητο πάντα ρει δεν απαντά κατά λέξη στα αποσπάσματα του μεγάλου φιλοσόφου από την Έφεσο, αλλά διαμορφώθηκε κατά τα φαινόμενα από τους μεταγενεστέρους σύμφωνα με χωρία όπως το ανωτέρω για το ποτάμι.