Καστοριά, το σπήλαιο-χρυσωρυχείο και ο δράκος
Νοτιοανατολικά της πόλης της Καστοριάς, στο 2ο χιλιόμετρο της παραλίμνιας οδού και καθ' οδόν προς τη βυζαντινή μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας, βρίσκεται ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σπήλαια της χώρας μας, το σπήλαιο του Δράκου
Νοτιοανατολικά της πόλης της Καστοριάς, στο 2ο χιλιόμετρο της παραλίμνιας οδού και καθ’ οδόν προς τη βυζαντινή μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας, βρίσκεται ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σπήλαια της χώρας μας, το σπήλαιο του Δράκου.
Η τοπική παράδοση μνημονεύει το σπήλαιο ως αλλοτινό χρυσωρυχείο, το οποίο φρουρούσε ένας τρομακτικός δράκος, που έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριώδεις ατμούς. Ο περιώνυμος Κάστωρ, ο ημιαθάνατος γιος του Δία (ή του Τυνδάρεω) και της Λήδας, πρώτος βασιλιάς της Καστοριάς, θέλησε να δείξει το σπήλαιο στο φιλοξενούμενο αδελφό του και έτερο των Διοσκούρων, τον Πολυδεύκη.
Για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, ο βασιλιάς υποσχέθηκε πλούσια δώρα σε όποιον θα τολμούσε να συγκρουστεί με το δράκο-φρουρό του σπηλαίου και να τον εξουδετερώσει. Τα δώρα του βασιλιά παρακίνησαν όντως ένα ρωμαλέο νέο άνδρα να αναλάβει τη δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Χρησιμοποιώντας το δόρυ του, ο νεαρός κατάφερε να θέσει εκτός μάχης το τέρας, που σωριάστηκε νεκρό στα νερά της λίμνης.
Αφού ευχαρίστησαν το θεό Πάνα, προστάτη των σπηλαίων, οι Διόσκουροι με την ακολουθία τους εισήλθαν στο σπήλαιο κρατώντας δαυλούς. Εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά του σπηλαίου προχώρησαν σιγά-σιγά στο εσωτερικό του, όπου η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να γίνεται πνιγηρή εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου. Κάποια στιγμή οι δαυλοί τους έσβησαν και το σπήλαιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μια απόκοσμη φωνή ακούστηκε τότε από τα βάθη του σπηλαίου: «Εκείνος που θα σκύψει για να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα το μετανιώσει!»
Κάποιοι φοβήθηκαν ακούγοντας τα απειλητικά αυτά λόγια, αλλά οι πιο θαρραλέοι γέμισαν βιαστικά τον κόρφο τους με λάσπη. Οι τελευταίοι, όταν βγήκαν από το σπήλαιο και αντίκρισαν το φως του ήλιου, είδαν έκπληκτοι ότι αυτό που κρατούσαν ήταν υγρή χρυσόσκονη.
Η μυθική αυτή αφήγηση προσδίδει επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια στο σπήλαιο με τον ούτως ή άλλως εντυπωσιακό σταλαγμιτικό και σταλακτιτικό διάκοσμο, τις επτά υπόγειες λίμνες, τις δέκα αίθουσες, τους πέντε διαδρόμους-σήραγγες και τις τρεις γέφυρες.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου, όπου η θερμοκρασία είναι σταθερή όλες τις εποχές του χρόνου (16-18 βαθμοί Κελσίου), έχουν εντοπιστεί παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με σημαντικότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων.
Οι επισκέπτες του σπηλαίου του Δράκου καλύπτουν απόσταση 300 μέτρων, ενώ η έξοδος από αυτό γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας, που λειτουργεί και ως χώρος ενημέρωσης αναφορικά με την ιστορία και τις φάσεις αξιοποίησης του σπηλαίου.
Η ύπαρξη του σπηλαίου του Δράκου δεν ήταν γνωστή έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, όταν κατασκευάστηκε η περιφερειακή παραλίμνια οδός. Την εποχή εκείνη Καστοριανοί με περιβαλλοντικές ευαισθησίες και εξερευνητική διάθεση ανακάλυψαν το σπήλαιο, ενημέρωσαν την τοπική κοινωνία για το σπάνιο λιθωματικό διάκοσμό του και πρότειναν την αξιοποίησή του. Τελικά, το σπήλαιο του Δράκου εγκαινιάστηκε και άνοιξε τις πύλες του το Δεκέμβριο του 2009.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις