Μόσχα 1941-1942: Η μητέρα των μαχών
Η Μάχη της Μόσχας υπήρξε η μεγαλύτερη μάχη όλων των εποχών, η πλέον σημαντική μάχη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η αρχή του τέλους για το Τρίτο Ράιχ
Η Μάχη της Μόσχας, η τιτάνια γερμανορωσική σύγκρουση που έλαβε χώρα στα περίχωρα της Μόσχας το 1941 και το 1942, υπήρξε κατά πάσαν πιθανότητα η πλέον σημαντική μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, και στους δύο τεράστιους στρατούς που συγκρούστηκαν στα περίχωρα της Μόσχας, δεν ήταν τόσο οι στρατηγοί εκείνοι που διηύθυναν τη μάχη όσο οι τύραννοι, ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Γιόζεφ Στάλιν. Οι δύο αυτοί ηγέτες εξέδιδαν τις διαταγές τους με ανηλεή αποφασιστικότητα, χωρίς να διστάζουν να στείλουν εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο, είτε στη μάχη είτε στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Ο Χίτλερ, από τη μια πλευρά, έστειλε τις στρατιές του στα βάθη της Ρωσίας χωρίς χειμερινό ιματισμό, μια και ήταν βέβαιος ότι θα είχαν θριαμβεύσει πολύ πριν φθάσουν οι πρώτες παγωνιές, επέμεινε στην άμεση επιβολή καθεστώτος τρομοκρατίας και αγνόησε τα επίμονα αιτήματα των στρατηγών του για επίθεση εναντίον της Μόσχας το συντομότερο δυνατόν.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι ωραιοποιημένες σοβιετικές περιγραφές της επικής αυτής μάχης παρουσιάζουν τον Στάλιν ως μια στρατιωτική ιδιοφυΐα. Στην πραγματικότητα, ήταν τα σοβαρά λάθη, η ανικανότητα και η ωμότητα του Στάλιν που επέτρεψαν στα γερμανικά στρατεύματα να φθάσουν στα περίχωρα της Μόσχας. Ο Στάλιν έστειλε στη μάχη πολλά από τα στρατεύματά του χωρίς όπλα, δεδομένου ότι δεν είχε προετοιμάσει τη χώρα για τη γερμανική επίθεση. Η προέλαση των Γερμανών έως τα περίχωρα της σοβιετικής πρωτεύουσας προκάλεσε πανικό στους κατοίκους της, που συνοδεύτηκε από λεηλασίες, επιθέσεις, απρόβλεπτες και βίαιες εκδηλώσεις πρωτόγνωρης έντασης. Ο μισός περίπου πληθυσμός της πόλης τράπηκε σε φυγή.
Τούτων δοθέντων, αμέτρητες χιλιάδες Γερμανοί καταδικάστηκαν σε θάνατο από το δριμύ ψύχος κατά τον πρώτο χειμώνα της εκστρατείας στη Ρωσία, αλλά και αμέτρητες χιλιάδες άνδρες του Κόκκινου Στρατού βρήκαν ακαριαίο θάνατο, διότι δεν έζησαν όσο χρειαζόταν, ώστε να αρπάξουν οποιοδήποτε όπλο θα έβρισκαν ανάμεσα στους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους.
Η Μάχη της Μόσχας, που επισήμως διήρκεσε από τις 30 Σεπτεμβρίου 1941 έως τις 20 Απριλίου 1942, αλλά στην πραγματικότητα κάλυψε περισσότερες από αυτές τις 203 ημέρες της αδιάλειπτης μαζικής σφαγής, σηματοδοτεί την πρώτη φορά όπου οι στρατιές του Χίτλερ δεν μπόρεσαν να θριαμβεύσουν με την τακτική του Κεραυνοβόλου Πολέμου (Blitzkrieg).
Όσον αφορά τον αντίκτυπο που είχε η πρώτη αυτή αποτυχία του περίφημου Κεραυνοβόλου Πολέμου των Γερμανών, χαρακτηριστικά είναι όσα σημείωσε στα απομνημονεύματά του ένας από τους γερμανούς αξιωματικούς που αργότερα έλαβαν μέρος στη συνωμοσία εναντίον του Χίτλερ: «Η ήττα αυτή ήταν περισσότερο από μια χαμένη μάχη. Με αυτή χάθηκε ο μύθος του αήττητου γερμανού στρατιώτη. Ήταν η αρχή του τέλους. Ο Γερμανικός Στρατός ποτέ δεν συνήλθε πλήρως από αυτήν την ήττα».
Η Μάχη της Μόσχας υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη μάχη μεταξύ δύο στρατών μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι περίπου επτά εκατομμύρια άνδρες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές ενεπλάκησαν σε κάποιο στάδιο της μάχης αυτής. Από τα επτά αυτά εκατομμύρια, τα δυόμισι εκατομμύρια σκοτώθηκαν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι, υπήρξαν αγνοούμενοι ή τραυματίες που χρειάζονταν νοσοκομειακή περίθαλψη.
Σύμφωνα με τα ρωσικά στρατιωτικά αρχεία, 958.000 σοβιετικοί στρατιώτες απωλέσθησαν, αριθμός ο οποίος περιλαμβάνει αυτούς που σκοτώθηκαν, υπήρξαν αγνοούμενοι ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον εχθρό. Δεδομένης της στάσης που κράτησαν οι Γερμανοί απέναντί τους, οι περισσότεροι από τους σοβιετικούς αιχμαλώτους ήταν στην πραγματικότητα καταδικασμένοι σε θάνατο. Πέραν αυτών, 938.500 στρατιώτες μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία λόγω των τραυμάτων τους, γεγονός που ανεβάζει το σύνολο των σοβιετικών απωλειών σε 1.896.500. Ο αντίστοιχος αριθμός για τα γερμανικά στρατεύματα ήταν 615.000.
Συγκριτικά, οι απώλειες σε άλλες επικές μάχες, αν και τρομακτικές, ουδέποτε έφθασαν αυτούς τους αριθμούς. Για τους περισσότερους, η Μάχη του Στάλινγκραντ, από τον Ιούλιο του 1942 έως τις αρχές Φεβρουαρίου του 1943, θεωρείται η πλέον αιματηρή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν όντως τρομερή μάχη, ποτέ όμως δεν προσέγγισε το μέγεθος της Μάχης της Μόσχας. Στο Στάλινγκραντ ενεπλάκη το ήμισυ περίπου του αριθμού των στρατευμάτων (3.600.000 άνδρες), ενώ οι συνολικές απώλειες ήταν 912.000 άνδρες, σε σύγκριση με τα 2.500.000 της Μάχης της Μόσχας.
Εξάλλου, καμία από τις άλλες μείζονος σημασίας μάχες και των δύο παγκοσμίων πολέμων δεν πλησιάζει περισσότερο τους αριθμούς της Μόσχας. Για παράδειγμα, στη Μάχη της Καλλίπολης, το 1915, οι συνολικές απώλειες των τουρκικών και των Συμμαχικών στρατευμάτων ανήλθαν κατά προσέγγιση σε 500.000. Στη Μάχη του Σομ, από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 1916, οι συνολικές γερμανικές, βρετανικές και γαλλικές απώλειες ήταν περίπου 1.100.000.
Όμως, και σε ό,τι αφορά τα στρατεύματα που ενεπλάκησαν, πολλές άλλες θρυλικές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν πλησίασαν καν τα μεγέθη της Μάχης της Μόσχας. Για παράδειγμα, στην κρίσιμη Μάχη του Ελ Αλαμέιν, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική, τα αντίπαλα στρατεύματα αριθμούσαν 310.000 άνδρες.
Η Μάχη της Μόσχας ήταν, επίσης, μια μάχη παγκοσμίου ενδιαφέροντος, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία και άλλες χώρες έλαβαν κρίσιμες αποφάσεις που βασίζονταν στις εκτιμήσεις τους για την έκβασή της. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, εάν οι Γερμανοί δεν αναχαιτίζονταν στα περίχωρα της Μόσχας, ο αντίκτυπος θα γινόταν αισθητός σε όλον τον κόσμο.
Εν κατακλείδι, η Μάχη της Μόσχας, μάχη που παρόμοιά της δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα, υπήρξε το αποκορύφωμα της σύγκρουσης δύο συστημάτων που βασίζονταν στη στυγνή τρομοκρατία και τις απάνθρωπες μαζικές εξοντώσεις.
- ΟΗΕ: Ζητά από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση για τις υποχρεώσεις του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων
- Κίεβο: Ισχυρές εκρήξεις μετά από συναγερμό για πυραυλική επίθεση
- Αρκάς: Η χριστουγεννιάτικη καλημέρα της Παρασκευής
- Τα ζώδια σήμερα: Δες το αλλιώς
- Αυτοκίνητο καρφώθηκε σε φανάρι στη Θεσσαλονίκη
- Κώστας Χαρδαβέλλας: «Δεν λέω λοιπόν ούτε αντίο, ούτε καλό ταξίδι»