Έλλη Λαμπέτη: Η θυελλώδης ζωή της θρυλικής ηθοποιού
Μια από τις Ελληνίδες γυναίκες είδωλα, η Έλλη Λαμπέτη άφησε τη δική της υπογραφή στο θέατρο αλλά και στην προσωπική της ζωή.
- Η αχίλλειος πτέρνα υπάρχει αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί ο Έκτορας
- Κύμα οργής από τους κατοίκους της Μαγιότ εναντίον του Μακρόν - «Δεν φταίω εγώ για τον κυκλώνα!»
- Συνελήφθησαν ανήλικοι και οι γονείς τους μετά από επίθεση σε ναυτικό - Τον χτύπησαν με γκλοπ
- Δεν σας αφήνει ο σκύλος σας να φύγετε από το σπίτι; - Οι τρόποι για να λυθεί το πρόβλημα
Με ισχυρή προσωπική ταυτότητα και πηγαίο ταλέντο κατάφερε να καθιερωθεί ως «γυναίκα είδωλο» του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Θα αλλάξει το όνομα της σε Λαμπέτη, μετά από παρότρυνση του θείου της και εμπνευσμένη από έναν ήρωα του έργου «Αστραπόγιαννος» του Βαλαωρίτη.
«Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως ο θάνατός της» αναφέρει ο Φρέντυ Γερμανός στο βιβλίο με τη βιογραφία της μεγάλης ηθοποιού.
Γεννήθηκε το 1926 στα Βίλλια Αττικής μέσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια του Κώστα Λούκου και της Τάσας Σταμάτη. Ήταν το πέμπτο παιδί που στην αρχή φάνηκε ευάλωτο αφού πάλεψε μία ώρα για να πάρει την πρώτη πνοή της ζωής. Το «λυμφατικό πιθηκάκι» όπως συνήθιζε να αποκαλεί η ίδια τον εαυτό της, μεγαλώνοντας θα γίνει μια γυναίκα που θα βάλει τη δική της υπογραφή τόσο στο θέατρο όσο και στην προσωπική της ζωή.
Σε ηλικία 15 ετών ο θείος της Έλλης, Τάκης Σταμάτης, την προτρέπει να ασχοληθεί με το θέατρο. Η νεαρή Έλλη επιδιώκει να φοιτήσει στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όμως απορρίπτεται παμψηφεί. Η δεύτερη προσπάθεια θα γίνει μια ημέρα που έκανε σκασιαρχείο από το Πέμπτο Γυμνάσιο όπου φοιτούσε για να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ερμηνεύοντας τον τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη, απορρίπτεται και δεύτερη φορά.
Ο Σπύρος Μελάς, φίλος του θείου της Έλλης, με παρέμβασή του μεταπείθει τη Μαρία Κοτοπούλη να κάνει δεκτή στη σχολή της την επίδοξη ηθοποιό. Έτσι το 1941, μαθήτρια ακόμα, αρχίζει να σπουδάζει δραματική τέχνη και αμέσως μετά την αποφοίτησή της, η Κοτοπούλη έχοντας πλέον αναγνωρίσει το ταλέντο της της αναθέτει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν.
Η θυελλώδης προσωπική ζωή
Το 1943 στη ζωή της Έλλης έρχεται ο πρώτος έρωτας. «Ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ’ταν κάτι σαν μάγος», θα πει ύστερα από χρόνια ο Μιχάλης Κακογιάννης. Η Έλλη απορροφάται από τη γοητεία του Θεόδωρου Σγουρδέλη, ενός όμορφου και πλούσιου διπλωμάτη και ποιητή που ζει μόνιμα στο Παρίσι και που ο πόλεμος τον έφερε στην Ελλάδα. Προσπάθησε να αποτρέψει την Έλλη από το θεατρικό σανίδι και να τον ακολουθήσει στο Παρίσι, προτείνοντάς της να γίνει ζωγράφος. Η επαγγελματική ασυνέπεια της ηθοποιό αλλά και η απουσία της από το σπίτι, θα κινήσει ενστικτωδώς τις υποψίες της Κοτοπούλη: «Πού είναι η Λαμπέτη;Φέρτε μού την απ’ το σπίτι της!». Το 1945 έρχεται το τέλος της σχέσης αυτής και η Λαμπέτη επανεμφανίζεται στη θεατρικά δρώμενα μέσα από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, με ερμηνείες που καθήλωσαν το κοινό και καθιέρωσαν την ίδια ως μια εξαιρετική ηθοποιό: «Γυάλινος Κόσμος», «Αντιγόνη», «Ο γάμος της Μπάρμπαρα», «Το φιόρο του Λεβάντε», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Ζωή με τον πατέρα», «Ο ανακριτής έρχεται», «Ο Ματωμένος Γάμος».
Και ενώ η ανοδική πορεία της συνεχίζεται, το 1945 συναντά τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τον οποίο έζησε έναν θυελλώδη έρωτα που κράτησε κάποιους μήνες, ενώ πέντε χρόνια αργότερα παντρεύεται το Μάριο Πλωρίτη, τον οποίο γνώρισε κάνοντας το κινηματογραφικό της ντεμπούτο συμμετέχοντας στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι», με σκηνοθέτη τον ίδιο.
Στη ζωή της Έλλης εμφανίζεται αναπόφευκτα, ο Δημήτρης Χόρν με τον οποίο συγκροτεί τον θίασο «Λαμπέτη-Παππάς-Χορν» υπό την καθοδήγηση του Πλωρίτη. Η ηθοποιός αποκαλύπτει στο σύζυγό της ότι είναι ερωτευμένη με τον Χόρν και έτσι «αποδεσμέυεται» από τον γάμο της για να ζήσει τον έρωτα με τον Δημήτρη Χόρν με τον οποίο δημιουργεί μια βαθιά σχέση τόσο προσωπική όσο και καλλιτεχνική: Μετά το «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1953), η Λαμπέτη και ο Χορν θα συμπρωταγωνιστήσουν στην «Κάλπικη λίρα» (1954) και δυο χρόνια μετά στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και πολλά άλλα. Και να φανταστεί κανείς ότι η Δημήτρης Χόρνη ήταν στην κριτική επιτροπή που είχε απορρίψει τη Λαμπέτη για την εισαγωγή της στη δραματική σχολή.
Το «Θεί Ζεύγος» όπως το αποκλαέι ο τύπος της εποχής, συζεί χωρίς να παντρευτεί και η Έλλη αναγκάζεται να κάνει έκτρωση μετά από απαίτηση του Δημήτρη Χορν, ο οποίος είναι ξεκάθαρος πως δεν θέλει παιδιά. Η σχέση τους αρχίζει να κλονίζεται ενώ τον ψυχισμό της Έλλης θα κλονίσουν και άλλα δραματικά γεγονότα που επιφύλασσε η μοίρα: η ηθοποιός θα χάσει την μητέρα της, δυο από τις αδερφές της από καρκίνο και άλλη μια σε τροχαίο, καθώς και τον αγαπημένο της συνάδελφο και τρίτο πυλώνα του θιάσου, Γιώργο Παππά.
Το 1956 Έλλη αποφασίζει να φύγει στην Αμερική όπου παντρεύεται τον συγγραφέα Φρέντυ Γουέηκμαν, οποίος προσπαθεί να την αποσπάσει από το θέατρο και την Ελλάδα, προσφέροντάς της μια ειδυλλιακή ζωή. «Απ’ τον πρώτο χρόνο κιόλας κατάλαβα ότι ο γάμος αυτός ήταν ένα πελώριο λάθος» είπε μετά από καιρό η Έλλη. Έτσι, το 1961, επέστρεψε στην Ελλάδα, κυρίως για να ξαναπαίξει θέατρο, με τον δικό της πια Θίασο.
Μια προσπάθεια του ζευγαριού να αποκτήσει ένα παιδί, υιοθετώντας ένα μικρο κοριτσάκι, την Ελίζα, θα αποτελέσει μοιραίο πλήγμα στην ζωή της Έλλης, αλλά και στην σχέση της με τον Γούεικμαν. Οι φυσικοί γονείς μετά από δικαστική μάχη κέρδισαν το μικρό κορίτσι, και η απώλεια αυτή σε συνδυασμό με τον καρκίνο που ήδη είχε κάνει την εμφάνιση στο σώμα της Λαμπέτη, οδηγούν την ηθοποιό στην κατάθλιψη.Έχοντας ήδη πολλά προβλήματα και βρισκόμενοι επί αρκετά χρόνια σε διάσταση, χωρίζει με τον Γουέηκμαν, μετά από 16 χρόνια γάμου.
Θα ακολουθήσουν πολλές σπουδαίες δουλειές από τη Λαμπέτη «Δεσποινίς Μαργαρίτα», «Φιλουμένα Μαρτουράνο», «Μονόπρακτα», ωστόσο η νόσος κάνει συνεχώς μεταστάσεις και το 1981 δίνει την τελευταία της παράσταση υποδυόμενη την κωφή Σάρα στο έργο «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» για την οποία ο Μάνος Χατζηδάκης θα πει «Μάνο Χατζηδάκη να πει: «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το ελληνικό θέατρο – ίσως και από κάθε θέατρο».
Λίγο καιρό αργότερα η μεγάλη Λαμπέτη θα σβήσει στη Ν.Υόρκη το 1983.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις