Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα σε συνέδριο για το Προσφυγικό στο Κάρτεπε της Τουρκίας. Είχα έτσι την ευκαιρία να επιβεβαιώσω από πρώτο χέρι ότι η Αγκυρα επιχειρεί να βελτιώσει το κλίμα με την ΕΕ. Με όχημα τις προσφυγομεταναστευτικές ροές και αντιλαμβανόμενη τον πανευρωπαϊκό αντίκτυπο και κατ’ επέκταση τον βαθμό τρωτότητας των Βρυξελλών έναντί της, η Τουρκία θα συνεχίσει μεν να εκτρέπει μικρούς (συγκριτικά με όσους έχει στην επικράτειά της) αριθμούς προσφύγων και μεταναστών προς την Ελλάδα, ώστε να διατηρεί και το σχετικό πλεονέκτημα (υπογραμμίζοντας τη σημασία της), ωστόσο θα κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τη συμφωνία (Κοινή Δήλωση) με την ΕΕ.
Τις ίδιες ημέρες με το προαναφερθέν συνέδριο ο πρόεδρος Ερντογάν υποδεχόταν στην Κωνσταντινούπολη τους ηγέτες Γερμανίας, Γαλλίας και Ρωσίας για να συζητήσουν για την κατάσταση στη Συρία. Οι στόχοι του ξεκάθαροι: Να «ανοίξει» δρόμους συνεννόησης επί του συριακού για Βερολίνο και Παρίσι με τη Μόσχα, που αναντίρρητα ελέγχει σημαντικό μέρος των εξελίξεων από τις οποίες είναι αποκομμένη η ΕΕ.
Να πιστωθεί την προσέγγιση των τριών κρατών έστω και επί ενός επιμέρους, πλην όμως καθοριστικού θέματος που απασχολεί την Ευρώπη. Αναδεικνύοντας την αξία της χώρας του, εφόσον έχει για την ώρα καταφέρει να αποτρέψει την επέμβαση στην Ιντλίμπ των 3 εκατ. κατοίκων, να αναζητήσει ευρύτερη υποστήριξη για την παραμονή σε συριακό έδαφος ως τοποτηρητής και δύναμη σταθεροποίησης. Μάλιστα, με το βλέμμα στραμμένο στους Κούρδους, η Αγκυρα προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη θέση της, αναζητώντας τη συγκατάβαση άλλων δυνάμεων για να επιχειρεί στρατιωτικά σε βάρος του κουρδικού στοιχείου, χαρακτηρίζοντάς το τρομοκρατικό.
Πέραν της διπλωματικής υπερκινητικότητας, είναι πλέον σαφές ότι η τουρκική ηγεσία εξορθολογίζει την πολιτική της απέναντι στη Δύση, αντιλαμβανόμενη τις συνέπειες της τακτικής πρόκλησης εντάσεων, της δύστροπης συμπεριφοράς και της σύγχυσης ως προς τις προθέσεις της. Ως αποτέλεσμα, η γειτονική χώρα απώλεσε ερείσματα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, υπονόμευσε την αξιοπιστία της και έπληξε την εικόνα της στην κοινωνία των πολιτών της Δύσης.
Η επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ συνετέλεσε στην απεμπόληση προσβάσεων στο αμερικανικό κατεστημένο (διευκολύνονταν από το εβραϊκό λόμπι), ενώ οι συχνές, συγκρουσιακές αναφορές Ερντογάν σε βάρος των δυτικών αξιών – σε αντιπαραβολή με τις ισλαμικές – επέτειναν το ψυχολογικό χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Ο αρνητικός αντίκτυπος, ωστόσο, στην οικονομία καθώς και η ανάγκη διευθέτησης των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων υποχρέωσαν τον τούρκο πρόεδρο σε αναδίπλωση.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ θα γίνουν ξαφνικά ανέφελες. Υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος που πρέπει να διανυθεί για να επιστρέψει η εμπιστοσύνη και αυτό είναι αμφίβολο υπό τις παρούσες συνθήκες. Ομως, τα κοινά συμφέροντα σε διάφορα πεδία (οικονομία και ασφάλεια) πιθανότατα θα οδηγήσουν τα δύο μέρη σε αναζήτηση ενός λειτουργικού συμβιβασμού, επί τη βάσει ενός πραγματιστικού πλαισίου συνεργασίας, μακριά από τη «νεκρή» προοπτική ένταξης.
Ως προς τη σχέση με τις ΗΠΑ, αυτή είναι ακόμη πιο περίπλοκη. Η Τουρκία συμπράττει με Ρωσία και Ιράν – και κατά τα φαινόμενα, και να θέλει, δεν μπορεί να απεμπλακεί από αυτή τη συνέργεια καθότι διασφαλίζει τα συμφέροντά της στη Συρία και εν σχέσει με τους Κούρδους – σε μια χρονική στιγμή που αυτές οι χώρες είναι στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον. Αναμένεται δε να δοκιμαστούν όχι μόνο ως προς την εξαγορά των ρωσικών S-400, αλλά νωρίτερα, σχετικά με τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στον Ιράν, από τις οποίες η Τουρκία ζητεί να εξαιρεθεί, πρωτίστως λόγω των ενεργειακών συναλλαγών της με την Τεχεράνη.
Επίσης, η υποστήριξη της Ουάσιγκτον στους Κούρδους της Συρίας ναι μεν φαίνεται να εξασθενεί (την περασμένη εβδομάδα άρχισαν οι κοινές περιπολίες Αμερικανών και Τούρκων στη Μανμπίτζ), αλλά χωρίς να ικανοποιεί πλήρως τις θέσεις της Αγκυρας (ενδεικτική η δημόσια έκφραση ανησυχίας του υπουργείου Εξωτερικών για τα μονομερή τουρκικά πλήγματα εναντίον κούρδων πολιτοφυλάκων μόλις την περασμένη Τετάρτη). Ενώ η υπόθεση της Halkbank που διερευνάται από την αμερικανική Δικαιοσύνη ακουμπάει το περιβάλλον, αν όχι τον ίδιο τον Ερντογάν.
Η περίπτωση Γκιουλέν είναι ένα ακόμη αγκάθι, αν και ο Γκιουλέν είναι χρησιμότερος στις ΗΠΑ και ως ένα συνεχές εργαλείο πίεσης απ’ ό,τι στην Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται αντιληπτό ότι παρά την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον (παραμένουν πάντως ακόμη κρατούμενοι άτομα αμερικανικού ενδιαφέροντος) και τη στυγερή δολοφονία Κασόγκι, που προσφέρει κάποια περιθώρια συνδιαλλαγής, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης με αντικρουόμενες προοπτικές ως προς το ενδεχόμενο αποκατάστασής τους.
Απόρροια των παραπάνω, παρότι η υπεροπτική Αγκυρα θεωρεί την Αθήνα τον αδύναμο κρίκο της δυτικής αλυσίδας, δύσκολα θα ακολουθήσει τον δρόμο της συνεχούς έντασης σε περιοχές (και) ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η Ανατολική Μεσόγειος. Αυτό δεν σημαίνει πως όπου βρει έστω και χαραμάδα ευκαιρίας δεν θα την εκμεταλλευτεί, προκειμένου να κάνει αισθητή την παρουσία της, προκαταλαμβάνοντας τυχόν μελλοντικές διαπραγματεύσεις, να γκριζάρει την περιοχή μεταξύ Κρήτης – Καστελλόριζου – Κύπρου, «παγώνοντας» – όπως και στο Ανατολικό Αιγαίο – τον χρόνο ως προς τη δυνατότητα της Ελλάδας να ασκήσει στο μέλλον τα κυριαρχικά της δικαιώματα, και υπό προϋποθέσεις να «πατήσει» στην κυπριακή ΑΟΖ.
Επικαλείται, μάλιστα, την προάσπιση των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων – αναζητώντας φόρμουλα συνδιαχείρισης με τους Ελληνοκύπριους – προωθώντας στην ουσία τα αντίστοιχα δικά της και «φτιάχνει» το κλίμα ώστε να μην μείνει εκτός ενεργειακού νυμφώνος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Δύση, αξιοποιώντας το momentum, συνετίσει την Αγκυρα προκειμένου να αποδεχθεί ένα πλαίσιο υποχρεωτικής συνεννόησης με τα κράτη της περιοχής με δέλεαρ την πρόσβασή της ως πελάτη στους υδρογονάνθρακες ή αν η τελευταία κερδίσει για μία ακόμη φορά την ανοχή της πρώτης.
Εν τούτοις, επειδή το διακύβευμα υπερβαίνει τις διακρατικές σχέσεις, η Τουρκία δεν θα ρισκάρει – πέρα από ρητορικές εξάρσεις – να ξεπεράσει τα όρια που θα της τεθούν, ιδίως από όσους (ΗΠΑ και ΕΕ) δεν επιθυμούν επιπλοκές στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, χάριν του μετριασμού της εξάρτησης της ευρωπαϊκής αγοράς από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».