Η ιστορία για τη «μακεδονική μειονότητα», τα δικαστήρια και το «Ουράνιο Τόξο»
Η ιστορία ξεκινά το 1990 όταν 55 Έλληνες πολίτες από τη Φλώρινα, που αυτοπροσδιορίζονται ως έχοντες «μακεδονική εθνική συνείδηση» και μιλούν τη γλώσσα, αποφάσισαν ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο
Το θέμα της ύπαρξης ή μη μακεδονικής εθνοτικής ταυτότητας και μιας εν Ελλάδι μειονότητας που αυτοπροσδιορίζεται σε αυτή, δεν προέκυψε, ως πραγματικό ζήτημα, με αφορμή την συμφωνία των Πρεσπών και τις δηλώσεις του Ζόραν Ζάεφ που προκαλούν αναστάτωση στην αντιπολίτευση. Είναι είναι θέμα που κάτα κάποιο τρόπο απασχολεί τα δικαστήρια, ελληνικά και ευρωπαϊκά σχεδόν 30 χρόνια, με την υπόθεση της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού.
Η ιστορία ξεκινά το 1990 όταν 55 Έλληνες πολίτες από τη Φλώρινα, που αυτοπροσδιορίζονται ως έχοντες «μακεδονική εθνική συνείδηση» και μιλούν τη γλώσσα, αποφάσισαν ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο. Μετά από μια πρώτη προσπάθεια κατάθεσης αίτησης άδειας που απερρίφθη και αφού διόρθωσαν στο καταστατικό και την αίτηση αυτά τα οποία προβλήθηκαν ως λόγοι απόρριψης, στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους έκαναν μια νέα αίτηση άδειας ιδρύσεως στο πρωτοδικείο της Φλώρινας. Στις 9 Αυγούστου το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του που ήταν η απόρριψη του αίτηματος για χορήγηση άδειας, όχι γιατί το σωματείο δεν πληρούσε τις τυπικές προυποθέσεις του αστικού κώδικα, αλλά για εθνικούς λόγους.
Συγκεκριμένα, το πρωτοδικείο της Φλώρινας αναφέρεται στην απόφαση του σε δημοσιεύματα εφημερίδων όπως ο «Μαχητής», ο «Ελληνικός Βορράς» και ο «Στόχος» (ο εκδότης του οποίου παρέστη στην ακροαματική διαδικασία) τα οποία τους παρουσιάζουν ως ανθέλληνες ύποπτων προθέσεων, με βασικό επιχείρημα την παρουσία των αιτούντων στην Κοπεγχάγη, στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στην οποία είχαν συμμετοχή και μίλησαν ως μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Το σκεπτικό κατέληγε πως «πραγματικός σκοπός του συλλόγου είναι η επιδίωξη της καλλιέργειας εντυπώσεων περί υπάρξεως μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο αντιβαίνει το εθνικό συμφέρον αυτής και εντεύθεν ευθέως στο νόμο».
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που δεν σημειώνεται είναι ότι από τη Διάσκεψη αυτή προέκυψε ένα σημαντικό κείμενο αρχών (βλ. Αρχές της Κοπεγχάγης) και, μετά από μερικές ακόμη διεργασίες, ένας ολόκληρος οργανισμός, ο ΟΑΣΕ. Στις αρχές που υπεγράφησαν τα μέλη του οργανισμού συμφώνησαν πως θα επιτρέπουν «την ίδρυση σωματείων από άτομα που έχουν μειονοτική συνείδηση». Μεταξύ των κρατών που δεσμεύτηκαν είναι και η Ελλάδα.
Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία εξετάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Το εφετείο, σε απόφαση που εξέδωσε στις 6 Μαίου το 1991, επικύρωσε την απορρίπτικη απόφαση με ένα μακροσκελές σκεπτικό, στο οποίο καταγράφουν, με αναφορά σε διάφορες πηγές (συμβατές, προφανώς, με την εθνική αφήγηση) την ιστορία της περιοχής από την αρχαία Μακεδονία ως και δηλώσεις πολιτικών της προηγούμενης χρονιάς. Μετά από την ιστορική αναδρομή καταλήγει ότι «ο μακροπρόθεσμος στόχος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ήταν να επανιδρύσει ένα σλαβομακεδονικό κράτος με πρόσβαση στο Αιγαίο. Ένας από τα μέσα για να το πετύχει αυτό ήταν να “στρατολογήσει”, με διάφορους τρόπους, δίγλωσσους έλληνες από την Μακεδονία της Ελλάδας.
Η ίδρυση μιας ένωσης με το όνομα “Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού” είναι μέρος αυτής της προσπάθειας και τελεί υπό τις εντολές των σλαβικών οργανώσεων του εξωτερικού. Ο σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν ένα Μακεδονικό Ζήτημα με διεθνείς συνέπειες. Οι αιτούμενοι αναγνώρισης της παραπάνω ενώσεως είναι εκτελεστικά όργανα αυτού του εγχειρήματος».
Ως απόδειξη του συγκεκριμένου – βαρύτατου – ισχυρισμού, το εφετείο προέβαλε και πάλι την παρουσία των εναγοντων στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης. Χαρακτήρισε «νομικοφανείς» τους όρους του καταστατικού του και εκτίμησε πως «υφίσταται κίνδυνος εκμεταλλεύσεως της ανωριμότητας νεαρών ατόμων και παγιδεύσεως αυτών στην εθνολογικά ανύπαρκτη και ιστορικά αποκρουστέα σλαβομακεδονική μειονότητα»
Οι ενάγοντες κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης της απόφασης του εφετείου στον Άρειο Πάγο η οποία απερρίφθη το 1994, οπότε αποφάσισαν να πάνε την υπόθεση τους στο Στρασβούργο, στο Ευρωπαικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΔΑ). Η υπόθεση τιτλοφορείται Σιδηρόπουλος και Λοιποί κατά Ελλάδας και η απόφαση εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου του 1998. Η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 11 της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δηλαδή για παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθε, καθώς το δικαστήριο έκρινε πως «προληπτική» στέρηση του δικαιώματος δεν μπορεί να υφίσταται και πως τα ελληνικά δικαστήρια δεν τεκμηρίωσαν τις προθέσεις που καταλόγισαν τους ιδρυτές του σωματείου στις αποφάσεις τους. Στους ενάγοντες επιδικάστηκαν αποζημιώσεις συν το ποσό των νομικών τους εξόδων, συνολικά 4.000.000 δραχμές.
Η ιστορία σε λούπα
Της δικαίωσης τους αυτής ακολούθησε ένα ατελείωτο μπρος πίσω στη Φλώρινα, με την άρνηση όλων των μελών του δικηγορικού συλλόγου Φλωρίνης να αναλάβουν τη διεκπεραίωση της αίτησης αναγνώρισης. Μετά από τρεις αρνήσεις, ο πρόεδρος του ΔΣΦ απάντησε στους αιτούντες πως δεν υπάρχει άρνηση των δικηγόρων απλώς ο σύλλογος έχει αναρμοδιότητα να ορίσει έναν και, κατόπιν παροτρύνσεως τους, αιτήθηκαν από την πρόεδρο Πρωτοδικών Φλωρίνης να τους ορίσει δικηγόρο. Η δικαστής απέρριψε την αίτηση παραπέμποντας στην επιστολή του προέδρου του ΔΣΦ που βεβαίωνε πως δεν αρνούνται τα μέλη του. Οι αιτούντες έστειλαν επιστολή και στα 39 μέλη του ΔΣΦ και δεν έλαβαν απάντηση και τότε απευθύνθηκαν στον Συνήγορο του Πολίτη ο οποίος απευθύνθηκε με τη σειρά του στον ΔΣΦ, για να λάβει την απάντηση πως ουδέποτε αρνήθηκαν ή έλαβαν επιστολή τα 39 μέλη του. Κατόπιν αυτού οι αιτούντες έστειλαν ξανά συστημένες επιστολές στα 39 μέλη και επανήλθε στον Συνήγορο του Πολίτη ενημερώνοντας πως δεν έλαβε απάντηση ενώ κάποιες επιστολές του επεστράφησαν ως απαράδεκτες ή αζήτητες.
Μετά από έναν ακόμη γύρο όλων των παραπάνω επικοινωνιών που κράτησε παραπάνω από 6 μήνες, με επιστολές ανάμεσα στο Συνήγορο, τους αιτούντες, τον ΔΣΦ και εκ νέου αίτημα στον πρόεδρο Πρωτοδικών, η υπόθεση αυτή έφτασε, στις 20 Φεβρουαρίου του 2002, στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με επιστολή του Συνήγορου του Πολίτη προς τον τότε υπουργό, Φίλιππο Πετσάλνικο, με την οποία του ζητούσε εξετάσει την νομιμότητα των ενεργειών του ΔΣΦ. Μια βδομάδα μετά, η Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού υποβάλει νέα αίτηση στο σύλλογο και τους διορίζει δικηγόρο αυθημερόν.
Τα ελληνικά δικαστήρια όμως δεν «συγκινήθηκαν» από το δεδικασμένο του ΕΔΔΑ και, έτσι, το πρωτοδικείο Φλωρίνης απέρριψε και πάλι την αίτηση ιδρύσεως του σωματείου στις 19 Δεκεμβρίου του 2003. Αυτή τη φορά το δικαστήριο απάντησε πως ο όρος «μακεδονικός πολιτισμός» θα προκαλέσει σύγχυση και πως ο προσδιορισμός «μακεδονικός» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο με την ιστορική ή τη γεωγραφική του έννοια. Επιπλέον, προκειμένου να αλλάξει τις προηγούμενες διατυπώσεις του που απέρριψε το ΕΔΔΑ, έκρινε πως η ίδρυση του σωματείου δημιουργεί ενδεχόμενο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη αφού και μόνο η ύπαρξη του μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από πρόσωπα που θέλουν να προωθήσουν την ιδέα ενός μακεδονικού έθνους που, κατά το δικαστήριο, δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά.
Οι αιτούντες κατέθεσαν έφεση η οποία επίσης απερρίφθη αφού έκρινε πως βάζουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και την αρμονική συμβίωση του πληθυσμού της Φλώρινας, με αποδεικτικά στοιχεία και πάλι τη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης, . Ο Άρειος Πάγος απέρριψε, με τη σειρά του, την αίτηση αναίρεσης κι έτσι η υπόθεση επέστρεψε στο ΕΔΔΑ.
Στη δεύτερη εξέταση της υπόθεσης (Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού κατά Ελλάδας) η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι «γενικά το Ελληνικό Κράτος αναγνωρίζει σε κάθε άτομο το δικαίωμα να εκφραστεί υπέρ οποιασδήποτε μειονότητας στην ελληνική επικράτεια. Εξάλλου, στην υπό κρίση υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η χρήση του όρου μακεδονικός στην ονομασία του προσφεύγοντος σωματείου ως στοιχείο πολιτισμικό και γλωσσολογικό που διακρίνεται από την ελληνική ιστορία μπορούσε να εμποδίσει την άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι τρίτων προσώπων». Υποστήριξε επίσης πως η κάθε αίτηση κρίνεται κατά περίπτωση και έφερε ως παράδειγμα τη χορήγηση άδειας στο πολιτικό κόμμα Ουράνιο Τόξο, παραδέχτηκε ωστόσο ότι υπήρξε παρέμβαση στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι του προσφεύγοντος σωματείου με σκοπό, όμως, «την προστασία της δημόσιας ειρήνης και των δικαιωμάτων των τρίτων, ιδίως λόγω της σύγχυσης που θα μπορούσε να προκύψει από τη χρήση ενός όρου με γεωγραφική έννοια ως έννοια πολιτισμικού και ιστορικού περιεχομένου».
Στη δεύτερη απόφαση λοιπόν, που εξεδόθη στις 9 Ιουλίου του 2015, το ΕΔΔΑ, αφού παραθέτει σύντομο ιστορικό της υπόθεσης και τα σχετικά άρθρα του αστικού κώδικα, επισημαίνει και ένα ψήφισμα της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2000. Με το ψήφισμα αυτό το Συμβούλιο αποφάνθηκε υπέρ των εναγόντων και της εφαρμογής της προηγούμενης απόφασης του ΕΔΔΑ του 1998. Το ΕΔΔΑ δε επισημαίνει πως το το εναγόμενο κράτος-μέλος (η Ελλάδα δηλαδή) είχε απαντήσει στο Συμβούλιο τότε πως είχαν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες (εγκύκλιοι, δημοσίευση της απόφασης κλπ) για να μην επαναλάβουν τα ελληνικά δικαστήρια τις κρίσεις που οδήγησαν στην καταδίκη.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ καταδίκασε, για δεύτερη φορά, την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, δηλαδή για παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθε κι επιδίκασε αποζημίωση ύψους 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη συν 2.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων.
Παρεπιμπτόντως, παρόμοιες καταδίκες υπάρχουν και για σωματεία στην Ροδόπη και την Ξάνθη, των οποίων τα μέλη ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα και αυτοπροσδιορίζονται και ως Τούρκοι.
Τα επεισόδια στα γραφεία του κόμματος «Ουράνιο Τόξο»
Και το κόμμα Ουράνιο Τόξο όμως, παρότι έχει λάβει όντως νόμιμη άδεια, είχε νομικές περιπέτειες στην Ελλάδα και το Στρασβούργο.
Το Σεπτέμβρη του 1995, το κόμμα εγκαινίασε τα γραφεία του στη Φλώρινα και ανήρτησε πινακίδα με το όνομα του κόμματος σε δύο γλώσσες, τα ελληνικά και τα μακεδονικά, δηλαδή «Ουράνιο Τόξο» και «vino-zito», γραμμένη στο «σλάβικο αλφάβητο», που σημαίνει «ουράνιο τόξο» αλλά ήταν επίσης και το σύνθημα των δυνάμεων που είχαν σκοπό να καταλάβουν την Φλώρινα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Μακεδονία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1995, ιερείς από την εκκλησία της Φλώρινας κάλεσαν το λαό να πάρει μέρος σε μια «διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στους εχθρούς της Ελλάδας που επαίσχυντα κραδαίνουν ταμπέλες με ανθελληνικές επιγραφές» και ζήτησαν την απέλαση των μελών του κόμματος. Την επόμενη μέρα το δημοτικό συμβούλιο δημοσιοποίησε στον τοπικό τύπο μια διακήρυξη για την οργάνωση διαμαρτυριών εναντίον στους αιτούντες και ο εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνση της πινακίδας επί τη βάσει ότι θα μπορούσε να διεγείρει τον τοπικό πληθυσμό.
Στις 13 Σεπτεμβρίου, αστυνομικοί απομάκρυναν την πινακίδα χωρίς να δώσουν εξηγήσεις στα μέλη του κόμματος, οι οποίοι επιχείρησαν να εγκαταστήσουν μία νέα. Το ίδιο βράδυ, πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία έξω από το γραφείο του Ουράνιου Τόξου ενώ μετά τα μεσάνυχτα μια ομάδα επιτέθηκε στα γραφεία, εισήλθε στις εγκαταστάσεις και προπηλάκισε όσους βρίσκονταν εντός, απαιτώντας να κατεβάσουν την ταμπέλα. Παρότι η ταμπέλα κατέβηκε ακολούθησε και μια δεύτερη εισβολή στην οποία καταστράφηκαν εξοπλισμός και έπιπλα του γραφείου. Τα μέλη του Ουράνιου Τόξου ισχυρίστηκαν ότι τηλεφώνησαν στο αστυνομικό τμήμα που βρισκόταν 500 μέτρα από τα γραφεία τους αλλά τους απάντησαν πως υπάρχουν διαθέσιμοι αστυνομικοί.
Ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν μόνο εναντίον των μελών του Ουράνιου Τόξου σύμφωνα με το άρθρο 192 του Ποινικού Κωδικα, για διέγερση του τοπικού πληθυσμού. Αθωώθηκαν τρία χρόνια μετά, το 1998. Εν τω μεταξύ, όμως, το Δεκέμβρη του 1995 κατέθεσαν μήνυση κατά των υπευθύνων για τα γεγονότα και ζήτησαν να μετάσχουν στις διαδικασίες διερεύνησης της υπόθεσης ως πολιτικό κόμμα. Λόγω έλλειψης αποδείξεων, οι διαδικασίες δεν προχώρησαν, οι αιτούντες προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο όπου η αίτησή τους απορρίφθηκε σχεδόν επτά χρόνια μετά τα γεγονότα, στις 30 Ιανουαρίου 2003.
Αυτή η καθυστέρηση καθώς κι ο χειρισμός των γεγονότων από τις αρχές προκάλεσε την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ, στις 20 Οκτωβρίου του 2005, για παραβίαση του άρθρου 6 για το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη και του άρθρου 11 για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθε.
Στο σκεπτικό της απόφασης του το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η ανάρτηση μιας πινακίδας στην πρόσοψη των εγκαταστάσεών της με το όνομα του κόμματος γραμμένο στα μακεδονικά δεν μπορεί να θεωρηθεί κατακριτέα ή να θεμελιώσει από μόνη της μια παρούσα και άμεση απειλή για τη δημόσια τάξη. Σημείωσε επίσης πως θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι η χρήση του όρου «vino-zito» είχε σπείρει επιθετικά συναισθήματα στον τοπικό πληθυσμό, καθώς οι διφορούμενες συνδηλώσεις του θα μπορούσαν να προσβάλουν τις πολιτικές ή πατριωτικές απόψεις της πλειοψηφίας του πληθυσμού της Φλώρινας. Εντούτοις, σημείωσε όμως, ότι ο κίνδυνος της πρόκλησης εχθροπραξιών εντός της κοινότητας με τη δημόσια χρήση πολιτικών όρων δεν επαρκή από μόνος του για να δικαιολογήσει περιορισμό της ελευθερίας της ένωσης.
Για να στηρίξει μάλιστα περαιτέρω την απόφαση του, το Δικαστήριο ανέφερε πως δύο μέρες πριν τα γεγονότα το δημοτικό συμβούλιο είχε παρακινήσει τον λαό της πόλης να διαμαρτυρηθεί ενάντια στα μέλη του Ουράνιου Τόξου και πως δημοτικοί σύμβουλοι και ο δήμαρχος πήραν μέρος στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με το σκεπτικό του ΕΔΔΑ, διευκόλυνε την διασπορά μίσους σε ένα τμήμα του πληθυσμού εναντίον των αιτούντων ενώ ο ρόλος των κρατικών αρχών, σημείωσε το δικαστήριο θα ήταν να προωθήσουν τις θεμελιώδεις αξίες του δημοκρατικού συστήματος και να επιδιώξουν μια συμβιβαστική λύση. Ακόμη πιο αυστηρές είναι οι κρίσεις του Δικαστηρίου στο σκεπτικό του για την αστυνομία και τον εισαγγελέα της Φλώρινας. Με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ επιδίκασε στους αιτούντες το ποσό των 34.245 ευρώ για αποζημίωση και κάλυψη των νομικών τους εξόδων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις