«Κίτρινα γιλέκα» : Κοινωνική έκρηξη που συνταράσσει την Ευρώπη και προκαλεί σοκ στις πολιτικές ελίτ
Η αδυναμία των μέχρι τώρα κινήσεων της κυβέρνησης Μακρόν να κατευνάσουν το κίνημα διαμαρτυρίας, αποτυπώνει τη δυσκολία των ελίτ να χειριστούν τέτοιες δυναμικές κινητοποιήσεις
“Too little, too late”. Με αυτή την γνωστή αγγλική φράση σχολίασε μεγάλο μέρος του διεθνούς τύπου την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να αναστείλει για ένα διάστημα την εφαρμογή του αυξημένου περιβαλλοντικού φόρου στα καύσιμα ως προσπάθεια κατευνασμού του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων», που μετά και τα μεγάλης έντασης βίαια επεισόδια του περασμένου Σαββάτου έχει φέρει τη γαλλική κυβέρνηση αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της θητείας της.
Ο λόγος είναι ότι έχει γίνει πια σαφές ότι το συγκεκριμένο κίνημα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της διαμαρτυρίας για το συγκεκριμένο φόρο, που μάλλον λειτούργησε ως καταλύτης για την έκρηξη ή ως μετωνυμία για ένα σύνολο λόγων διαμαρτυρίας και οργής.
Αυτό δείχνει η επέκταση του κινήματος σε όλη τη γαλλική επικράτεια, η επέκταση των διαμαρτυριών στο χώρο των λυκείων (έναν χώρο που έχει δώσει πολύ μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις σε προηγούμενες δεκαετίες), αλλά και η ρητή απόρριψη των συγκεκριμένων κινήσεων ως ανεπαρκών από αρκετούς εκπροσώπους των ίδιων των «κίτρινων γιλέκων» που έχουν ανανεώσει το κάλεσμά τους για μια νέα πανεθνική μέρα δράσης το επόμενο Σάββατο.
Άλλωστε, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Γάλλων πολιτών επιμένει να έχει θετική εικόνα για αυτό το κίνημα, ακόμη και μετά τα βίαια επεισόδια του περασμένου Σαββάτου, την ίδια ώρα που η δημοτικότητα του προέδρου Μακρόν καταβαραθρώνεται.
Μια συνολική αμφισβήτηση του κυρίαρχου προτύπου πολιτικής
Είναι σαφές ότι η γαλλική κυβέρνηση, όπως και το σύνολο των ευρωπαϊκών ελίτ, δεν είναι αντιμέτωπη απλώς με ένα κίνημα διαμαρτυρίας, αλλά με ένα βαθύτερο και ενεργό ρήγμα.
Αυτό που προκύπτει από τις διεκδικήσεις των «κίτρινων γιλέκων», τώρα που σιγά σιγά το οριζόντιο και αποκεντρωμένο αυτό κίνημα αποκτά και λόγο αλλά και συναντιέται και με τα συνδικάτα και τους μαθητές, είναι ένα βαθύτερο αίτημα ισότητας και δικαιοσύνης και μια απαίτηση δημοκρατίας που αμφισβητεί οτιδήποτε έχει οριστεί ως νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση στη Γαλλία και στην Ευρώπη.
Υπάρχει πια ένα βαθύ αίσθημα αδικίας στη γαλλική κοινωνία και κυρίως μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμία έννοια ισότητας. Οι εργαζόμενοι και τα μεσαία στρώματα της επαρχίας που εξεγέρθηκαν αρχικά κατά του φόρου στα καύσιμα είχαν δει το κόστος ζωής να αυξάνεται την ώρα που το δικό τους εισόδημα διαρκώς μειωνόταν. Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζομένους στις μεγάλες πόλεις που αντιμετωπίζουν επίσης ένα όλο και μεγαλύτερο κόστος ζωής και περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση Μακρόν με έναν εμφανή τρόπο ενίσχυσε τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, με πιο συμβολική κίνηση την κατάργηση του φόρου μεγάλης περιουσίας που κατεξοχήν ευνόησε τα ανώτερα εισοδηματικά τμήματα του πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, με τον εκρηκτικό τρόπο που ήρθε στο προσκήνιο και τη μεγάλη του απήχηση στην κοινωνία, τον κίνημα αυτό «βραχυκυκλώνει» τον ιδιαίτερο τρόπο άσκησης πολιτικής του Εμανουέλ Μακρόν που συνίσταται σε μια επέλαση μέτρων, μέσα σε βραχύ χρόνο και συχνά με διατάγματα παρά με νομοσχέδια, με την ελπίδα ότι αυτό θα παγώσει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Σήμερα, αποδεικνύεται ότι η «θεραπεία σοκ» μάλλον αφορούσε την ίδια την κυβέρνηση που αμήχανη βλέπει ένα κίνημα που ξέρει ότι δεν μπορεί εύκολα να το καταστείλει την ίδια ώρα που δεν μπορεί να το κατευνάσει με μικρές παραχωρήσεις.
Γιατί πραγματική ικανοποίηση των αιτημάτων των «κίτρινων γιλέκων» θα σήμαινε αναίρεση όλων των μέτρων που υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται στην αναγκαία δημοσιονομική πειθαρχία της ευρωζώνης και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονομίας.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το δίλημμα ανάμεσα σε δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική συνοχή από τη μία και ανταγωνιστικότητα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία τίθεται στη Γαλλία με τον πιο εκρηκτικό τρόπο.
Μόνο που αυτό το δίλημμα δεν τίθεται μόνο στο επίπεδο της Γαλλία αλλά και της Ευρώπης. Ακόμη περισσότερο, σε μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις στη Γαλλία θα καθορίσουν συνολικά τη φυσιογνωμία του «κοινωνικού κράτους» σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Φόβος και αμηχανία στην Ευρώπη
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ανησυχία για τις εξελίξεις στη Γαλλία. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό η διακυβέρνηση Μακρόν είχε αντιμετωπιστεί από ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών ελίτ ως ένα ενδιαφέρον πείραμα για τη μετάβαση σε ένα νέο «Κέντρο» που κυρίως θα χαρακτηριζόταν από την απουσία οργανωμένου κομματικού μηχανισμού και την αδιαμεσολάβητη δράση της κυβέρνησης, χωρίς διαπραγματεύσεις με την κομματική βάση και τους «κοινωνικούς εταίρους».
Σήμερα αυτό ακριβώς το μοντέλο «μεταδημοκρατίας» υφίσταται μια μεγάλη ήττα και μάλιστα από μια μορφή δράσης που είχε απωθηθεί στην ιστορική μνήμη: τη διαδήλωση και το οδόφραγμα.
Αυτό, όμως, φέρνει ανησυχία για το τι θα μπορούσε να καλύψει το κενό που αφήνει η πολιτική απαξίωση του εγχειρήματος Μακρόν, ιδίως από τη στιγμή που έχουμε και την Άνγκελα Μέρκελ αποδυναμωμένη και στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά και στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την εμφάνιση άρθρων στον ευρωπαϊκό Τύπο που υποστηρίζουν ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να υπάρξει και ένας ακόμη πιο αποδυναμωμένος Μακρόν, γιατί αυτό απλώς θα ενισχύσει τις πιο ακραίες ή/και λαϊκιστικές φωνές στην Ευρώπη. Ωστόσο, ούτε αυτές οι παρεμβάσεις αρθρώνουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο το περίγραμμα μιας πολιτικής που να αντιστρέφει πραγματικά αυτές τις τάσεις.
Στην πραγματικότητα η αμηχανία αυτή απλώς εκφράζει μια πραγματική δυσκολία των περισσότερων ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν κινήματα που είναι πλατιά, εκφράζουν ριζωμένες αντιλήψεις, αισθάνονται νομιμοποιημένα και θέτουν μια συνολική διεκδίκηση δικαιοσύνης, ισότητας και δημοκρατίας.
Αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να τα καταστείλουν απλώς, συνειδητοποιούν ότι μπορεί και να μην ξεθυμάνουν τελικά και την ίδια ώρα γνωρίζουν ότι εάν υποχωρήσουν πραγματικά, τότε θα έχουν ανατρέψει εκ των πραγμάτων ό,τι θεωρούν ως «μεταρρυθμιστικό κεκτημένο» των τελευταίων δεκαετιών.
Αδυναμία κατανόησης των κοινωνικών δυναμικών
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ολοένα και περισσότερο απλώς δεν μπορούν να κατανοήσουν το γιατί συμβαίνει ένα τέτοιο ξέσπασμα και το πώς ζει η πλειοψηφία των ίδιων των ψηφοφόρων τους.
Οι τρόποι με τους οποίους αναπαράγονται σήμερα οι πολιτικές ελίτ –και η ίδια η μετεωρική άνοδος του Εμανουέλ Μακρό από το χώρο των επιχειρήσεων στην πολιτική και στην Προεδρία της Δημοκρατίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα– σημαίνει ότι δεν έχουν ούτε τις αναγκαίες παραστάσεις για να συναισθανθούν τις άμεσες επιπτώσεις των μέτρων τους, ούτε τα διανοητικά εργαλεία για να στοχαστούν τους όρους κοινωνικών συγκρούσεων που μπορούν να γίνονται όλο και πιο έντονες.
Γι’ αυτό και ταλαντεύονται ανάμεσα στον πειρασμό μιας ακόμη πιο αυταρχικής και κατασταλτικής αντιμετώπισης, που όμως ενέχει τον κίνδυνο να τροφοδοτήσει την αγανάκτηση και μια απόπειρα διαπραγμάτευσης που δύσκολα μπορεί να φέρει τον κατευνασμό, την ίδια ώρα που δεν μπορούν εύκολα να προβλέψουν ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στους εκλογικούς συσχετισμούς και το πολιτικό σύστημα.
Σε τελική ανάλυση, αποδεικνύεται ότι αυτό που απωθήθηκε με τρόπο συστηματικό από τον κυρίαρχο λόγο των τελευταίων ετών, δηλαδή το βάθεμα της κοινωνικής ανισότητας και η αποσάθρωση της δημοκρατίας προς όφελος της λογικής ότι η ανταγωνιστικότητα είναι πιο σημαντική από τη λαϊκή βούληση, τώρα επιστρέφει εκρηκτικά ως το τραύμα μιας αταξινόμητης κοινωνικής έκρηξης.
- Μοζαμβίκη: Τουλάχιστον 73 νεκροί από το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Η ανάρτηση – «φωτιά» του Φουρνιέ για την αναβολή του παιχνιδιού Παρί – Φενερμπαχτσέ (pic)
- Praktiker Hellas: Επανεγκαίνια του πλήρως ανακαινισμένου καταστήματος της στην Καλαμάτα
- Παππάς: Οι μειώσεις των τραπεζικών προμηθειών δεν είναι «θαύμα» Μητσοτάκη, προβλέπονται από την ΕΕ
- Βολοντίμιρ Ζελένσκι: Δεν υπήρξαν συμφωνίες της Κωνταντινούπολης, ήταν η απάντηση στο τελεσίγραφο της Ρωσίας
- Το «άσχημο» χριστουγεννιάτικο πουλόβερ που όλοι αγαπάμε να μισούμε