Μακρόν: Ένας αδύναμος και τρομαγμένος «δημοκρατικός μονάρχης»
Η ομιλία του Εμανουέλ Μακρόν δεν μπόρεσε να αλλάξει σημαντικά το πολιτικό κλίμα στη Γαλλία
Για όποιον παρακολούθησε την ομιλία του Εμανουέλ Μακρόν από κάποιο σύνδεσμο που εμφανιζόταν στο facebook το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε θα ήταν ένα πραγματικό κύμα από emoticon «Έλεος!» να γεμίζουν την οθόνη, ένδειξη ότι εξαρχής δεν κατάφερε να πείσει τους ακροατές του.
Παρότι σχεδιάστηκε ως η παρέμβαση που θα επέτρεπε στον Μακρόν να αλλάξει το κλίμα, εντούτοις είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: να παρουσιάσει μια εικόνα ενός αδύναμου Μακρόν, που εξακολουθεί να μην μπορεί ούτε να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει στη γαλλική κοινωνία, ούτε να προσφέρει αυτό που η κοινωνία περιμένει να ακούσει.
Μέτρα που δεν μπορούν να κατευνάσουν την οργή
Καταρχάς το «κοινωνικό πρόγραμμα» που ήρθε να προτείνει απέχει πολύ από αυτό που ήθελαν να ακούσουν τα «κίτρινα γιλέκα».
Η αύξηση των 100 ευρώ δεν θα έρθει ως καθαρή αύξηση του κατώτατου μισθού (για να μην επιβαρυνθούν οι εργοδότες) αλλά μέσα από την επέκταση επιδομάτων που και τώρα υπάρχουν και που ούτως ή άλλως είχε δρομολογηθεί η σχετική αύξησή τους.
Η μη φορολόγηση των υπερωριών απλώς διευκολύνει τη μερική αύξηση του εισοδήματος μέσα από υπερεργασία και κυρίως διευκολύνει την εργοδοσία, ενώ ακόμη και η μη αύξηση των εισφορών αφορά μόνο τους συνταξιούχους έως τα 2000 ευρώ.
Την ίδια στιγμή ο Μακρόν επέμεινε στην κατάργηση του φόρου μεγάλης περιουσίας, μια επιλογή που εξαρχής είχε εξοργίσει τη γαλλική κοινωνία μια που θεωρήθηκε δωράκι» στους πάρα πολύ πλούσιους φίλους του.
Όσο για την πρόταση-έκκληση για να δώσουν οι επιχειρήσεις επιπλέον πριμ στους εργαζομένους τους, μάλλον αποτελεί ευσεβή πόθο παρά κίνηση που πραγματικά μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης.
Έπειτα η πρότασή του για ένα διάλογο μέσα στη γαλλική κοινωνία και ο τρόπος που θέλει να κινητοποιήσει τους δημάρχους για να συμβάλουν περισσότερο παραπέμπει σε μια προσπάθεια να «περάσει προς τα κάτω» την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης παρά σε μια προσπάθεια να ακούσει πραγματικά μια οργή της γαλλικής κοινωνίας που έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος.
Ούτως ή άλλως, όπως έχει φανεί και σε άλλες περιπτώσεις πολιτικοί σαν τον Μακρόν πρωτίστως αντιλαμβάνονται το διάλογο περισσότερο ως τρόπο για να πειστεί η κοινωνία να αποδεχτεί τις πολιτικές που ούτως ή άλλως έχουν προκρίνει.
Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι ο Μακρόν επέμεινε στην πλήρη καταδίκη της βίας και την ανάγκη να διατηρηθεί η «ηρεμία». Η τοποθέτηση αυτή, που σε κανένα βαθμό δεν περιλάμβανε καταδίκη και των ιδιαίτερα βίαιων πρακτικών της αστυνομίας που έχουν προκαλέσει τραυματισμούς και έχουν εξοργίσει τα «κίτρινα γιλέκα», παραβλέπει ότι μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης δυσαρέσκειας η «καταδίκη της βίας», με τον τρόπο που την κάνει, ισοδυναμεί με «καταδίκη των κινητοποιήσεων» και δικαίωση του αυταρχισμού και της καταστολής που έφτασε σε πραγματικό παροξυσμό το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου.
Με αυτή την έννοια δύσκολα μπορούν αυτές οι υποσχέσεις να θεωρηθούν ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις ή τις προσδοκίες των «κίτρινων γιλέκων».
Ενδεικτική, όμως, και του ασφυκτικού πλαισίου «δημοσιονομικής πειθαρχίας» που ισχύει σήμερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι και η διαπίστωση ότι ακόμη και με αυτές τις ήπιες παρεμβάσεις η Γαλλία ετοιμάζεται να γίνει ένας ακόμη «παραβάτης» του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η ενίσχυση όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, σε συνδυασμό με την ακύρωση του φόρου στα καύσιμα, τη μη φορολόγηση των υπερωριών και τη μη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους χαμηλοσυνταξιούχους θεωρείται ότι θα καταστήσουν πολύ δύσκολο να μείνει η Γαλλία εντός του προβλεπόμενου ορίου 2.8% ως προς το έλλειμμα (στόχος ούτως ή άλλως οριακός).
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τον ιδιότυπο «βοναπαρτισμό» που απέπνεε η ομιλία του. Η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, αντί του οικείου σε εμάς πρώτου πληθυντικού μπορεί αντιστοιχεί στις αναβαθμισμένες αρμοδιότητες του προέδρου ως «δημοκρατικού μονάρχη» στο γαλλικό σύνταγμα, όμως παρ’ όλα αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον δεν διευκόλυνε την προσπάθειά του να φανεί «κοντά» στους διαμαρτυρόμενους πολίτες.
Τα όρια του Μακρόν
Όμως, η χτεσινή ομιλία ανέδειξε και ένα ευρύτερο πρόβλημα. Τυπικά, ο Μακρόν έμοιαζε να είναι ένας πολιτικός που ήταν κατάλληλος για να αποφεύγονται τέτοιες καταστάσεις. Με ευρύτερη παιδεία πολιτικής φιλοσοφίας –σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους του στον ευρωπαϊκό χώρο– και ένα ιδεολογικό αμάλγαμα που υποτίθεται ότι προσπαθούσε να μπολιάσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική με ένα στοιχείο κοινωνικού διαλόγου και δημοκρατικής διαβούλευσης, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αποφύγει ακριβώς αυτές τις συγκρούσεις και αυτή την αίσθηση τεράστιας απόστασης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική τάξη.
Και όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο: επιμένοντας τελικά σε μια ιδιότυπη θεραπεία σοκ της Γαλλικής κοινωνίας και επενδύοντας στη διαδοχική ήττα διαφόρων κινημάτων, πιο πρόσφατο αυτό των εργαζομένων στις συγκοινωνίες, θεώρησε ότι μπορούσε να περάσει τις μεταρρυθμίσεις και να εκμεταλλευτεί τον υπόλοιπο χρόνο για να εμπεδώσει την πολιτική του.
Αποδείχτηκε ότι τα πράγματα κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση: στο βάθεμα μιας κρίσης νομιμοποίησης και μια οριακή απώλεια κάθε εμπιστοσύνης στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών που απλώς αναζητούσε μια αφορμή και ένα ενοποιητικό στοιχείο για να έρθει στο προσκήνιο.
Τα μεγάλα κινήματα απαντιούνται με μεγάλες τομές
Το «κίτρινο γιλέκο», καθεαυτό ένα σύμβολο κενό περιεχομένου (επιλέχτηκε με αφορμή το φόρο στα καύσιμα και επειδή κάθε οδηγός στη Γαλλία είναι υποχρεωμένος να έχει ένα στο αυτοκίνητο για περίπτωση ανάγκης), έγινε έτσι ακριβώς το ενοποιητικό στοιχείο μιας δυσαρέσκειας αλλά και απαίτησης γενικευμένης, με αφετηρία κοινωνικά στρώματα εργαζόμενα αλλά φτωχά.
Και βέβαια, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η κινητοποίηση και η συμμετοχή σε τέτοιες συλλογικές πρακτικές με τη σειρά παράγει αποτελέσματα πολιτικοποίησης. Αν κανείς κοιτάξει τις συνεντεύξεις που παίρνουν γάλλοι δημοσιογράφοι από μέλη του κινήματος την ώρα των κινητοποιήσεων, αυτό που θα δει δεν είναι «τυφλή οργή» (ακόμη και από ανθρώπους που υποστηρίζουν ευθαρσώς ότι οι ταραχές είναι τρόπος για να ακουστούν) αλλά μια συγκροτημένη απόρριψη ενός ολόκληρου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής διαχείρισης που διαμορφώνει ανισότητες, επιτρέπει τη φοροασυλία του πλούτου, αποδιαρθρώνει το κοινωνικό κράτος και επιτείνει τις δυσκολίες για τα κατώτερα στρώματα αλλά και αυτό που θα λέγαμε «μεσαία τάξη».
Μάλιστα, παρά την προσπάθεια της ακροδεξιάς να επενδύσει αρχικά στη στήριξη των «κίτρινων γιλέκων», απουσιάζουν από το λόγο των συμμετεχόντων οι αρνητικές αναφορές στη μετανάστευση (που συναντά κανείς σε κινητοποιήσεις καθοδηγούμενες από την ακροδεξιά).
Αυτό ακριβώς διαμορφώνει και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο Μακρόν σήμερα. Δεν μπορεί να επενδύσει μόνο στην επίδειξη καταστολής, γιατί αυτό μεσοπρόθεσμα απλώς οξύνει την κρίση νομιμοποίησης. Από την άλλη, δεν μπορεί να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις, γιατί αυτό θα ανέτρεπε τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής την οποία πρεσβεύει.
Ούτε μπορεί να περιμένει απλώς να κουραστεί ή να απομαζικοποιηθεί το κίνημα αυτό, γιατί συχνά αυτή η φαινομενική υποχώρηση τέτοιων κινημάτων είναι απλώς η αναμονή είτε για την επόμενη έκρηξη, είτε για την ακόμη πιο γενικευμένη αποτύπωση της δυσαρέσκειας σε εκλογικό επίπεδο (με τις ευρωεκλογές να απέχουν λίγους μόνο μήνες).
Όπως έχει καταγραφεί αρκετές φορές στην ιστορία, τα μεγάλα κοινωνικά ρήγματα απαιτούν μεγάλες πολιτικές τομές, ειδάλλως επανέρχονται διαρκώς, έστω και με διαφορετικές μορφές. Μόνο που σήμερα στην Ευρώπη βρίσκεται στην εξουσία μια πολιτική τάξη κατεξοχήν εκπαιδευμένη να πιστεύει στο αδύνατο και το αλυσιτελές των πολιτικών τομών. Ακόμη και όταν έχει σπουδάσει πολιτική φιλοσοφία.
- Αγορές: H Wall Street έχει «λοκάρει» στην Nvidia – Θα συνεχιστεί το ράλι στα crypto;
- Μπερνάρ Αρνό: Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ευρώπης μήνυσε το X του Μασκ του πλουσιότερου στον κόσμο
- Βόρεια Κορέα: Ο Κιμ Γιονγκ Ουν ζητάει την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο
- Αντώνης Σαμαράς: Πώς σχολιάζουν τουρκικά ΜΜΕ τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
- Βόλος-Πολυτεχνείο: Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες σε αστυνομικούς – Ένταση και ρίψη χημικών
- Ο «απρόβλεπτος» Τραμπ ως δικαιολογία