Χριστούγεννα στην Αθήνα
Ήταν στιγμές ονειρικές και με την θεραπεία έπαψαν οι εφιαλτικές μου νύχτες και ζάλες και η ζωή μου έγινε πολύ πιο ήρεμη, αλλά και διασκεδαστική μ’ ένα ρολόι που μου χάρισε η θεία μου με δείκτες από φώσφορο
- Η Google πιέζεται να πουλήσει το Chrome, η OpenAI αναπτύσσει δικό της browser
- Νέο πολιτικό σκηνικό – Η ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ, οι «νάρκες» για Μητσοτάκη και το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ
- Οι αλλαγές στη λειτουργία των Airbnb και η ανατροπή στις μισθώσεις
- Εξάρθρωση τρομοκρατικού πυρήνα που συνδέεται με τον ΙSIS, στο πλαίσιο κοινής επιχείρησης ασφαλείας Ισπανίας – Μαρόκου
Μικρός ήμουν πολύ αδύνατος, ισχνός. Θύμιζα παιδάκι της Μπιάφρας. Δεν έτρωγα, ή μάλλον έτρωγα με το ζόρι, όπου δεν έπιαναν τα παρακάλια της μάνας μου.
Είχαν όμως αρχίσει και οι εφιάλτες στον ύπνο μου (που νάξερα ότι θα τους συναντούσα ξανά τώρα στην πραγματικότητα) και προσέτρεχαν οι γονείς μου στους γιατρούς. Το απέδιδαν στην αδυναμία μου και σύστησαν σπλήνα που είχε αίμα αλλά κι’ αυτό μου δημιουργούσε ακόμη πιο εφιαλτικές νύχτες.
Στην Λευκάδα (στην Χώρα) δεν υπήρχε τότε παιδίατρος, οπότε χρειάσθηκε να μεταβούμε στην Πρέβεζα. Η συγκοινωνία τότε γινόταν με καΐκι, περιστασιακά. Η γνωμάτευση που δόθηκε ήταν «αμοιβάδες», δεν υπήρχε όμως δυνατότητα θεραπείας στην περιοχή. Απαραίτητη λοιπόν η μετάβαση στην Αθήνα, στο “Παίδων”. Για προσωρινή διαμονή θα έμενα στην θεία μου στου Ζωγράφου. Μια υπέροχη μονοκατοικία, με κήπο, στην οδό Ιπποκρήνης. Εκεί έβρισκε καταφύγιο ο κάθε Λευκαδίτης που από ανάγκη ερχόταν στην Αθήνα. Την μεγάλη πόλη με τα πολλά φώτα, που όλοι ονειρευόντουσαν μια ημέρα να εγκατασταθούν.
Τόσο φιλόξενη ήταν η θεία μου, που εύλογα δυσαρεστούσε τον υπομονετικό συμβολαιογράφο θείο μου, από τους συγγενείς και φίλους που κατέφθαναν κάθε λίγο και λιγάκι για φιλοξενία.
Ευτυχώς το υπόγειο το΄χε μετατρέψει σε δωμάτια, αφού για την ανάγκη αυτή το είχε αδειάσει από σπάνια βιβλία, που κρατούσε ευλαβικά ο θείος μου. «Μαριώ μήπως ξέρεις που είναι τα βιβλία;», ρώτησε ανύποπτος για το κακό. «Βρήκα ευτυχώς ένα παλιατζή Χρήστο μου και τα’ δωσα τζάμπα. Καλός άνθρωπος» πρόσθεσε. Κάπως έτσι οι παλιατζήδες έγιναν αντικέρ και μπήκαν στον καλό λεγόμενο κόσμο.
Με φουλάρια, περίεργα ομματογυάλια και ύφος περισπούδαστο. Έγιναν μόδα, πετώντας βιβλία, έπιπλα εποχής, που τα θεωρούσαν άχρηστα. Για να τα αντικαταστήσουν με ό,τι διαφημιζόταν και μοστραριζόταν σαν σύγχρονο. Έτσι είχε δώσει η μάνα μου παράσημα και άλλα τιμαλφή όταν είμασταν στο χωριό. Εκεί λοιπόν στην μονοκατοικία αυτή, θρύλο, για όσους φιλοξένησε Λευκαδίτες, πήγα κι’ εγώ. Ήταν η πρώτη φορά για μένα στην Αθήνα. Εντυπωσιάσθηκα, όπως ο καθένας που έρχεται στην ξακουστή πόλη, που όλοι επιθυμούσαν να επισκεφθούν. Έμοιαζε με ανεκπλήρωτο όνειρο, το ταξίδι φάνταζε εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής.
Ήταν Χριστούγεννα και η διαμονή μου παρατάθηκε με απόφαση της θείας μου, που πάντα έβρισκε τον τρόπο να κάνει το δικό της. Οι συγγενείς της είχαν άμεση προτεραιότητα και ήταν τόσοι πολλοί.
Επισκεφθήκαμε την Ακρόπολη, χωρίς να παραμελήσουμε την ψυχαγωγία σε θέατρο και φυσικά κινηματογράφους. Πιο κοντινοί μας ήταν ο Άδωνις και τα Ιλίσια που πηγαίναμε με το λεωφορείο της γραμμής. Τρόλεϊ, ταξί, ΙΧ πηγαινοέρχονταν και γέμιζαν τα μάτια με εικόνες πρωτόφαντες για ένα χωριατόπουλο, που πρώτη φορά έβγαινε από το καβούκι του, προστατευμένο πάντα από την θεία του.
Ήταν στιγμές ονειρικές και με την θεραπεία έπαψαν οι εφιαλτικές μου νύχτες και ζάλες και η ζωή μου έγινε πολύ πιο ήρεμη, αλλά και διασκεδαστική μ’ ένα ρολόι που μου χάρισε η θεία μου με δείκτες από φώσφορο. Όλο το βράδυ το κοίταζα και το ξανακοίταζα να δώ μήπως χαθεί. Έτσι δεν κοιμήθηκα καθόλου και το πρωί αναχώρησα για επιστροφή στα πάτρια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις