Επικίνδυνα παιχνίδια με τη Δικαιοσύνη – Ο Πολάκης, ο Παπαγγελόπουλος και ο διπλός φόβος
Η οξύτατη πολιτική αλλά και θεσμική αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση Novartis ήρθε να αναδείξει τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την ίδια τη δικαιοσύνη
Όπως και να το δει κανείς το να βγαίνει ένας υπουργός και μάλιστα από υπουργείο άσχετο τυπικά με το χώρο της δικαιοσύνης και να εγκαλεί δικαστές επειδή κατά τη γνώμη του καθυστερούν την διερεύνηση σημαντικών υποθέσεων που αφορούν το δημόσιο συμφέρον, είναι μια χειρονομία που παραβιάζει τους όρους λειτουργίας μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Όχι γιατί οι γενικά οι δικαστές πρέπει να είναι υπεράνω κριτικής, αλλά γιατί ένας υπουργός δεν είναι απλώς ένας πολίτης που εκφράζει τη γνώμη του, αλλά είναι εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας και άρα με την στάση του παραβιάζει μερικές από τις θεμελιώδεις ισορροπίες που πρέπει να διέπουν μια σύγχρονη δημοκρατία.
Ούτε βέβαια μπορούν όλα αυτά να αποδοθούν στην όποια ιδιοσυγκρασία ή ιδιαιτερότητα του Παύλου Πολάκη, από τη στιγμή που και ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου απαντώντας στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν διαχωρίστηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας αλλά προτίμησε να επιτεθεί στην αντιπολίτευση.
Την ίδια στιγμή η Ένωση Εισαγγελέων με τη σειρά της κατήγγειλε τον Πολάκη, υπενθυμίζοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή ένας υπουργός δεν έχει το δικαίωμα να ψέγει δικαστικούς επειδή δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις του.
Η εργαλειακή αντιμετώπιση της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα περιορίζεται απλώς στον τρόπο που εκ των υστέρων η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δια στόματος στελεχών της επιτίθεται στη δικαιοσύνη. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο συνολικότερος τρόπος με τον οποίο αυτή η κυβέρνηση αντιμετωπίζει έναν τόσο κρίσιμο θεσμό.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως όταν ο Παύλος Πολάκης, μιλώντας σε κομματικό ακροατήριο, είχε υποστηρίξει ότι για να κερδίσουν τις εκλογές «χρειάζεται να βάλουν μερικούς στη φυλακή», είχε συνειδητά ή ασύνειδα, αποκαλύψει τον πυρήνα της στάσης της κυβέρνησης απέναντι στη δικαιοσύνη.
Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μία βασική χρησιμότητα της δικαιοσύνης είναι ότι μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο για τη διαμόρφωση πολιτικών συσχετισμών.
Το σκεπτικό είναι απλό: εξαιτίας των μνημονίων η κυβέρνηση Τσίπρα δεν μπορεί να προσφέρει στο εκλογικό της ακροατήριο μεγάλες παροχές. Όμως, την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος της κοινωνίας παραμένει οργισμένο και ταυτόχρονα θέλει να δει κάποιους πολιτικούς να πληρώνουν πραγματικό κόστος για το ως φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Σε αυτό το κοινό ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να προσφέρει «παραπομπές πολιτικών προσώπων».
Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση εξαρχής είχε έρθει αποφασισμένη να φτιάξει δικογραφίες. Άλλωστε, γνώριζε όχι μόνο ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν διάφορους «σκελετούς στη ντουλάπα» από τις διάφορες παραλλαγές «διαπλοκής» αλλά και ότι ένα μέρος της κοινωνίας θεωρούσε εκ προοιμίου όλους τους πολιτικούς διεφθαρμένους και αργυρώνητους.
Μόνο που την ίδια στιγμή, τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι διαδρομές του «μαύρου πολιτικού χρήματος» χρειάζονται βαθιά έρευνα, για να εξακριβωθούν και να βρεθούν όλες οι αποδείξεις ότι όντως κάποια πολιτικά πρόσωπα χρηματίστηκαν για να ευνοήσουν συγκεκριμένους επιχειρηματίες.
Όμως, αυτό δεν ήταν σημαντικό για την κυβέρνηση που η λογική της ήταν εξαρχής απλώς να μπορεί να παραπέμψει πολιτικούς αντιπάλους της για να μπορεί να χαρακτηρίζει υπόδικους και κατηγορούμενους και να διαχειρίζεται τον σχετικό επικοινωνιακό αντίκτυπο.
Το βασικό ήταν να βρεθούν κάποιες ενδείξεις ή να δοθούν κάποιες καταθέσεις που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για διώξεις, αδιαφορώντας για το εάν στο τέλος αυτές οι υποθέσεις θα οδηγήσουν και σε καταδίκες των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων, ιδίως όταν είμαστε σε προεκλογική περίοδο.
Ο ρόλος Παπαγγελόπουλου
Την κατεύθυνση αυτή από τη μεριά της κυβέρνησης κατεξοχήν εκπροσωπεί ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Αυτό δεν έχει φανεί μόνο στις δηλώσεις και τις ομιλίες που κατά καιρούς έχει κάνει με την υπουργική του ιδιότητα –θυμίζουμε ότι ήταν αυτός που είχε χαρακτηρίσει την υπόθεση Novartis ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο –, αλλά και στην προηγούμενη καριέρα του ως δικαστικού η οποία είχε χαρακτηριστεί από τη λογική ότι ακόμη και εάν δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να «δένουν» μια υπόθεση, αυτή πρέπει να φτάσει στο ακροατήριο και εκεί ας κρίνουν οι δικαστές τι θα την κάνουν.
Οι τραγελαφικοί χειρισμοί της υπόθεσης Novartis
Η τακτική αυτή φάνηκε και στην υπόθεση Novartis. Είναι προφανές ότι το θέμα των πρακτικών των μεγάλων πολυεθνικών του φαρμάκου στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν επαγγελματίες της υγείας αλλά και δημόσια υγειονομικά συστήματα ακόμη και με αθέμιτα μέσα είναι γνωστό και υπάρχουν σοβαρότατες υποθέσεις καταγεγραμμένες και διεθνώς. Με αυτή την έννοια, υπήρξαν βάσιμες υπόνοιες και για τη συγκεκριμένη εταιρεία, όπως φάνηκε και από τη διερεύνησή της και από τις αμερικανικές αρχές.
Τμήμα της διερεύνησης και οι καταθέσεις «προστατευόμενων μαρτύρων», άμεσα εμπλεκόμενων στην υπόθεση, που έκαναν αναφορές σε χρηματισμό πολιτικών προσώπων. Υπό κανονικές συνθήκες τέτοιες σοβαρές καταγγελίες απαιτούν σοβαρή διερεύνηση, προσπάθεια επιβεβαίωσης, αναζήτησης επιπλέον αποδείξεων. Αντ’ αυτού είχαμε μια κυβερνητική επιλογή ουσιαστικά, εν μέρει και με ευθύνη δικαστικών λειτουργών, η υπόθεση να φτάσει βιαστικά στη Βουλή, να έχουμε τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, μετά από ένα σύντομο διάστημα την διαπίστωση αναρμοδιότητας της Βουλής και την αναπομπή του θέματος στην τακτική δικαιοσύνη για την ποινική διερεύνηση ως προς αδικήματα που δεν εμπλέκονται στις παραγραφές που περιλαμβάνει η νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών.
Σαν μην έφτανε αυτό, τώρα έχουμε το παράδοξο ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες, την κατάθεση του οποίου επικαλέστηκαν κατ’ επανάληψη ως απόδειξη πολιτικής εμπλοκής στην υπόθεση, είναι πλέον κατηγορούμενος στην υπόθεση, καταγγέλλοντας μάλιστα ότι δέχτηκε πιέσεις να κατονομάσει πολιτικά πρόσωπα, την ίδια ώρα που τα ίδια φιλοκυβερνητικά μέσα που πριν επικαλούνταν τις καταθέσεις, τώρα να επικαλούνται την παραπομπή του και τη σχέση του με πολιτικά πρόσωπα ως απόδειξη της ενοχής των τελευταίων.
Ο διπλός κίνδυνος της σπίλωσης και της ατιμωρησίας
Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν έχουν σχέση με πραγματική απονομή δικαιοσύνης, αλλά απλώς με την εργαλειακή αξιοποίηση των θεσμών για κοντόθωρους προεκλογικούς σκοπούς.
Μόνο που αυτό ενέχει ένα σημαντικό κίνδυνο: στο τέλος της όλης διαδικασίας καμιά πραγματική ευθύνη να μην μπορεί να αποδοθεί, οι ποινικές διερευνήσεις να μην οδηγούν σε βάσιμα πορίσματα και τελικά να μένει ταυτόχρονα η ενδεχόμενη σπίλωση προσώπων που μπορεί να μην είχαν σχέση αλλά και η εξίσου ενδεχόμενη ατιμωρησία όσων όντως φέρουν ευθύνη.
Όμως, αυτό υπονομεύει το αίσθημα δικαίου των πολιτών, επιτείνει τη διάχυτη αίσθηση ότι όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι και τελικά κινδυνεύει να ενισχύσει την ακροδεξιά που κατεξοχήν στηρίζεται σε μια τέτοια ρητορική.
- ΠΑΣΟΚ: Θα διερευνήσει η κυβέρνηση τις ευθύνες του ΟΣΕ για το «χαμένο» υλικό των καμερών στην τραγωδία των Τεμπών;
- Κατήφορος για τους Δημοκρατικούς μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ
- Μεντιλίμπαρ: «Mου αρέσει να βρίσκομαι όπου παίζει ο Ολυμπιακός»
- Άνοιξε o δρόμος για ακύρωση της υπόθεσης της πλαστογραφίας που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ
- Οι αστρονόμοι ξύνουν τα κεφάλια τους για εξωπλανήτη που γεννήθηκε πρόωρος
- Μετέφεραν σε βαλίτσες ειδικό εξοπλισμό κατάρτισης πλαστών ταυτοτήτων – Συνελήφθησαν δύο άτομα