Γιατί έρχεται η Μέρκελ στην Αθήνα – Τι θα… πουλήσει και τι αγοράζει
Η επίσκεψη της γερμανίδας καγκελαρίου στις 10-11 Ιανουαρίου σχετίζεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
- Το χαρτόσημο φεύγει… το ψηφιακό τέλος έρχεται
- «Δεν έχουμε πυρομαχικά, πρέπει να εστιάσουμε στο Ιράν και να απομονώσουμε τη Χαμάς» είπε ο Νετανιάχου
- Πολλά «σύννεφα» θολώνουν την εικόνα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – Τι θα γίνει με το «Pfizergate»;
- ΣΥΡΙΖΑ: Η εκδίκηση της Ιστορίας για το αντισύριζα μέτωπο, τα απομνημονεύματα Μέρκελ
Όταν η Άνγκελα Μέρκελ είχε έρθει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2012, είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές και είχαν υπάρξει συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι κινητοποιήσεις είχαν την κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ που κατήγγειλε σε όλους τους τόνους την «Γερμανική ΕΕ» και τις πολιτικές της.
Για μεγάλο διάστημα όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας θεωρούσαν την Άνγκελα Μέρκελ περίπου την «ιέρεια του σκότους» της ΕΕ, αποδίδοντας σε αυτήν τη βασική ευθύνη για την επιβολή των εξοντωτικών μνημονίων.
Η αλήθεια είναι ότι παρότι όντως η ιδιαίτερη εκδοχή λιτότητας και περικοπών στην οποία υποβλήθηκε και η Ελλάδα αλλά και οι άλλες χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος, είχε μια χαρακτηριστικά γερμανική εμμονή στη δημοσιονομική πολιτική, η πραγματικότητα είναι ότι η Άνγκελα Μέρκελ είχε, συγκριτικά με άλλα μέλη της κυβέρνησης πιο συγκαταβατική τοποθέτηση. Ήταν κυρίως ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτός που επέμεινε σε μια σκληρή γραμμή, με την γερμανίδα Καγκελάριο να τίθεται σε κρίσιμες στιγμές υπέρ της συνέχισης αυτού που στη Γερμανία αντιμετωπιζόταν ως βοήθεια στην Ελλάδα και στην Ελλάδα ως σκληρή λιτότητα και κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας.
Η αποτίμηση αυτή δεν ακυρώνει βέβαια την πραγματική ευθύνη της καγκελαρίου Μέρκελ, ευθύνη που αφορά συνολικά τη στάση της Γερμανίας στα ευρωπαϊκά πράγματα. Γιατί μπορεί να θεώρησε η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ ότι εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, εντός όμως της αναγκαίας δημοσιονομικής πειθαρχίας, όμως η πραγματικότητα είναι ότι η Γερμανία υπό την καγκελαρία της αρνήθηκε επί της ουσίας να αναλάβει το κόστος και το βάρος της ηγετικής θέσης στην Ευρώπη, την ίδια ώρα που αντικειμενικά οικονομικά ωφελήθηκε σημαντικά.
Η φοβική στάση απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια εσωτερικής αναδιανομής πόρων και διαμόρφωσης κοινής πολιτικής, που αποτυπώθηκε στη διπλή γερμανική απέχθεια για τη «μεταβιβαστική ένωση» και την «αμοιβαιοποίηση κινδύνων», στερώντας ουσιαστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση από βασικά εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έγκαιρα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αλλά και να βοηθήσει έγκαιρα περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα να ξεπεράσουν τα προβλήματα από τους άνισους όρους συναλλαγών τους με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Γιατί αυτή η απουσία άλλων εργαλείων και ως προς την παροχή ρευστότητας και τη εξασφάλιση ότι παραμένουν αξιόχρεες οι επιμέρους χώρες και ως προς την κάλυψη της απόστασης σε ζητήματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας ήταν που οδήγησε τελικά στο μονόδρομο των μνημονίων, στην κατά ΔΝΤ «εσωτερική υποτίμηση» και μια καταστροφικά παρατεταμένη λιτότητα.
Μια καγκελάριος στη δύση της καριέρας της
Αυτή τη φορά η Άνγκελα Μέρκελ δεν έρχεται για να επιτηρήσει την πρόοδο του ελληνικού προγράμματος όπως είχε κάνει το 2012 και το 2014. Δεν έρχεται καν για να συνεννοηθεί την κοινή πολιτική σε θέματα όπως το μεταναστευτικό, ιδίως όταν η ίδια αναγκάστηκε σε αναδίπλωση παρότι αρχικά είχε ταχθεί της αποδοχής και ενσωμάτωσης μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη. Ούτε προσέρχεται να συνομιλήσει με τον πρωθυπουργό για κάποια μεγαλεπήβολα σχέδια για την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών, διότι στην πραγματικότητα αποτελεί πλέον και η ίδια τμήμα της στρατηγικής αμηχανίας και της κρίσης ηγεσίας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Άνγκελα Μέρκελ είναι πια στη δύση της καριέρας της, εφόσον έχει ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσει ξανά αξίωμα, σε μια χειρονομία που σηματοδοτεί ένα ιδιότυπο τέλος εποχής στα ευρωπαϊκά πράγματα αλλά και τη μεγαλύτερη παρά ποτέ αβεβαιότητα για το πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ευρύτερου συσχετισμού υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών
Όμως, η Άνγκελα Μέρκελ έρχεται γιατί θεωρεί ότι πρέπει να εξασφαλίσει ότι θα γίνει κάτι στο οποίο έχει επενδύσει και αυτή: να επικυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών.
Μέχρι τώρα ως προς την πίεση του «διεθνούς παράγοντα» για την έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών το δημόσιο ενδιαφέρον έχει στραφεί κυρίως στη σπουδή των ΗΠΑ να λυθεί το ζήτημα των διμερών σχέσεων και του «ονόματος», έτσι ώστε μπορέσει να ξεμπλοκάρει η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να παγιωθεί ένας φιλοαμερικανικός συσχετισμός στα Δυτική Βαλκάνια.
Όμως, ταυτόχρονα υπήρχε και ένα γερμανικό ενδιαφέρον για την υπόθεση. Αυτό το ενδιαφέρον δεν περιοριζόταν απλώς στο ότι η Βόννη όπως και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ενστερνίζονται την ανάγκη επέκτασης των ατλαντικών δομών ασφάλειας. Αφορούσε και το μελλοντικό ενδεχόμενο διεύρυνσης της ΕΕ με ειδική επικέντρωση στα Βαλκάνια.
Αυτό εξηγεί και τη χρονική στιγμή της έλευσής της. Στις 9 Ιανουαρίου ξεκινά στη Βουλή της ΠΓΔΜ η τελική επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και η έγκρισή της με την απαιτούμενη πλειοψηφία, που είναι το πιθανότερο σενάριο, ανοίγει το δρόμο για να έρθει και στην ελληνική Βουλή, ιδίως από τη στιγμή που η ταχεία επικύρωσή της και από τις δύο χώρες είναι βασική δέσμευση της Συμφωνίας των Πρεσπών και ταυτόχρονα αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την ένταξη στο ΝΑΤΟ αλλά και για την έναρξη τυχόν ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ.
Η καγκελάριος Μέρκελ δεν έρχεται για να εξασφαλίσει την επικύρωση. Αυτή είναι δεδομένη καθώς έχει πια αποσαφηνιστεί ότι μπορεί η συμφωνία να οδηγεί σε τέλος τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όμως έχει εξασφαλισμένη την πλειοψηφία των 151.
Η Άνγκελα Μέρκελ έρχεται για να εξασφαλίσει και μια ευρύτερη στήριξη της συμφωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης, οι χριστιανοδημοκράτες (στους οποίους ανήκει και η ίδια) και οι σοσιαλδημοκράτες έχουν στηρίξει ανοιχτά τη Συμφωνία. Ωστόσο, στην Ελλάδα μόνο το Ποτάμι έχει δηλώσει ότι στηρίζει τη συμφωνία ακολουθώντας τη γραμμή των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Τόσο η ΝΔ όσο και το ΚΙΝΑΛ έχουν τοποθετηθεί κατά της συμφωνίας.
Μόνο που για τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα στην Ευρώπη αυτό διαμορφώνει μια προβληματική συνθήκη. Το να μην έχουν ευρύτερη συναίνεση κρίσιμες επιλογές που αφορούν εκτός των άλλων και τη διεύρυνση της Ευρώπης είναι κάτι που πάντα αντιμετωπιζόταν αρνητικά, αλλά τώρα θεωρείται σχεδόν ως ένα παράδειγμα πολιτικού «ηθικού κινδύνου», καθώς μεσοπρόθεσμα διαμορφώνει ένα καθεστώς μειωμένης νομιμοποίησης της Συμφωνίας και άρα διακινδύνευσής της σε μια επόμενη πολιτική φάση.
Ούτε δείχνει να πείθεται η καγκελάριος Μέρκελ από την σαφή και ρητή τοποθέτηση της ΝΔ ότι εάν ψηφιστεί η Συμφωνία των Πρεσπών η αξιωματική δεν πρόκειται να αμφισβητήσει την ισχύ της όταν έρθει στην εξουσία, τοποθέτηση που εκτός όλων των άλλων εξαρχής είχε ως επιδίωξη και τον καθησυχασμό του «ξένου παράγοντα». Χρειάζεται και ένα σημάδι ρητής εξαρχής συμφωνίας.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν είναι δεδομένο ότι τα πράγματα θα είναι εύκολα για την γερμανίδα καγκελάριο σε αυτήν της την προσπάθεια από τη στιγμή που τόσο η ΝΔ όσο και το ΚΙΝΑΛ δύσκολα θα υπαναχωρήσουν από τις θέσεις τους εν μέσω μιας προεκλογικής εκστρατείας που έχει ξεκινήσει για τα καλά.
Η ανησυχία για τις ελληνικές οικονομικές προοπτικές
Είναι γεγονός ότι στην Ευρώπη πλέον οι τόνοι για τα ελληνικά οικονομικά πράγματα έχουν υποχωρήσει. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που τελικά υπήρξε η περσινή πολιτική απόφαση σε επίπεδο ΕΕ ως προς την επιτυχή ολοκλήρωση του «ελληνικού προγράμματος» ήταν ακριβώς η σαφής πρόθεση η προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές να μην επισκιάζεται από τις αντιπαραθέσεις για τη διασπάθιση χρημάτων του «γερμανού φορολογουμένου» υπέρ των «τεμπέληδων Ελλήνων», όπως πολλές φορές είχε γραφτεί τα τελευταία χρόνια.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και τώρα ανησυχία για τα οικονομικά πράγματα της Ελλάδας. Ιδίως η εμφανής δυσκολία στην πραγματική επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, που αποτυπώνεται στη διατήρηση υψηλών spread, γεννά ένα φόβο για το αύριο καθώς είναι σαφές ότι το «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» δεν θα μπορεί να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες επ’ άπειρον, την ίδια ώρα που κανείς δεν θα ήθελε μια νέα προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης.
Μπορεί κανείς να αναμένει ότι ανεξαρτήτως του τι θα ειπωθεί δημόσια για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις το κλίμα δεν θα είναι το ίδιο θετικό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις