Πώς ο επαναστάτης Αλέξης που θα άλλαζε την Ευρώπη έγινε ίδιος με την… Μέρκελ
Η συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ έδειξε ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει ιδιαίτερα στις καλές σχέσεις με τις ισχυρές δυνάμεις στην Ευρώπη
Τέσσερα χρόνια πριν δύσκολα θα περίμενε κανείς ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα χρησιμοποιούσε ως ισχυρό επικοινωνιακό και πολιτικό χαρτί την καλή του σχέση με τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Για την ακρίβεια σε όλη την περίοδο της πορείας του προς την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν επικέντρωσε την πολεμική του στη Γερμανία και ειδικά στην ίδια την καγκελάριο και στον επί μακρόν υπουργό Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Άλλωστε, αυτό το είδος πολεμικής ήταν διευκόλυνε την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσπαθούσε να βαδίσει πάνω στη λεπτή γραμμή που περιλάμβανε ταυτόχρονα την καταγγελία των μνημονίων και της λιτότητας και την άρνηση οποιασδήποτε εξόδου από την ευρωζώνη, παρότι ήταν σαφές ότι η παραμονή στο κοινό νόμισμα απαιτούσε ένα βαθμό δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διαμορφώσει ένα απλουστευτικό σχήμα όπου το πρόβλημα ήταν η Γερμανία και ειδικά τα πρόσωπα της Μέρκελ και του Σόιμπλε, παραβλέποντας ότι το πρόβλημα ήταν στην πραγματικότητα δομικό και αφορούσε τη συνολική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης.
Αυτό συνδυαζόταν με διάφορες αυταπάτες ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας άλλος συσχετισμός στην Ευρώπη, που αντί για λιτότητα θα έφερνε αλληλεγγύη και αναδιανομή εισοδήματος, παραβλέποντας ότι ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη ήταν αντίθετες, είτε από άποψη είτε από εκλογικό υπολογισμό σε μέτρα που θα φαίνονταν ως άμεση ενίσχυση στην Ελλάδα.
Χάρη, όμως, σε αυτή την πολεμική η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να προσφέρει σε μια οργισμένη κοινωνία εύκολους στόχους και αντιπάλους, χωρίς ταυτόχρονα να επεξεργάζεται πραγματικά τους όρους μιας εναλλακτικής πολιτικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν ήθελε ρήξη με τη Γερμανία
Πια ξέρουμε ότι πίσω από τις κραυγές και τα Go back η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε πάρει εξαρχής συγκεκριμένες επιλογές. Δεν θα αποτολμούσε οποιαδήποτε πραγματική ρήξη με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είτε με τη μορφή της στάσης πληρωμών ως προς το χρέος είτε, πολύ περισσότερο, με οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
Αυτό που είχε αποφασίσει ήταν να κάνει μια διαπραγμάτευση με την οποία υποτίθεται ότι θα πείθονταν ή θα αναγκάζονταν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες να δεχτούν ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής. Βεβαίως, δεν είχε καμία προεργασία ούτε για το πώς θα «έπειθε», δηλαδή για το πώς θα διαμόρφωνε ένα συσχετισμό χωρών που θα θεωρούσε πιο συμφέρουσα τη δική της πρόταση, ούτε για το εάν υπάρχει τρόπος να πιέσει και να απειλήσει διαπραγματευτικά.
Αυτή η ατελέσφορη όπως αποδείχτηκε στρατηγική, οδήγησε τελικά στην αναδίπλωση και στην υπογραφή ενός μνημονίου το οποίο συμπεριέλαβε και το επιπλέον κόστος της δυσπιστίας που είχε προκαλέσει η προηγούμενη διαπραγμάτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η «γερμανική» λιτότητα
Όταν, όμως, τελείωσε αυτή η φάση στην πραγματικότητα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε όντως όχι απλώς να δεχτεί τα μνημόνια αλλά ουσιαστικά να «γίνει ο καλύτερος μαθητής της Γερμανίας».
Η κοινότοπη αυτή φράση στην πραγματικότητα κρύβει ουσία. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε τα μνημόνια και κυριάρχησε η γραμμή ότι πρέπει να είναι η κυβέρνηση που θα ολοκληρώσει το μνημόνιο, για να μπορεί να υποστηρίξει ότι «έφερε την έξοδο από τα μνημόνια», η λογική ήταν να πετύχουν τους ονομαστικού στόχους με κάθε κόστος. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και τα περίφημα «υπερπλεονάσματα» (και τα συνακόλουθα «κοινωνικά μερίσματα») στηρίζονταν ακριβώς στην επίτευξη με κάθε τρόπο ονομαστικών δημοσιονομικών στόχων.
Μόνο που αυτό ακριβώς είναι η «γερμανική» αντίληψη της λιτότητας που κάποτε κατήγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η επικέντρωση κυρίως στους ονομαστικούς δημοσιονομικούς στόχους, παρά στις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις ή στις παραγωγικές αναδιαρθρώσεις.
Αυτό εξηγεί και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, την ικανότητά του να τα πηγαίνει καλύτερα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (άρα και τη Γερμανία) παρά με το ΔΝΤ. Αυτό δεν ίσχυε εξαρχής, καθώς ειδικά στην περίοδο Βαρουφάκη καλλιεργήθηκαν διάφορες αυταπάτες ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να παίξει με τις αντιθέσεις ΔΝΤ και ΕΕ, ουσιαστικά Αμερικής και Ευρώπης, όμως από ένα σημείο και μετά η κυβέρνηση σταθερά προτιμούσε να καταγγέλλει περισσότερο το ΔΝΤ παρά τους ευρωπαίους.
Ο λόγος ήταν ότι το ΔΝΤ είχε πάντα την αντίληψη ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι ακριβώς βιώσιμο και πρότεινε ένα συνδυασμό ανάμεσα στη ριζικότερη απομείωσή του μαζί με διαρθρωτικές αλλαγές.
Αντίθετα, οι ευρωπαίοι και ειδικά οι γερμανοί θεωρούσαν ότι προέχει η δημοσιονομική πειθαρχία για την αποπληρωμή του χρέους. Για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, που στην πραγματικότητα δεν είχε ακριβώς ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση, η «γερμανική» λογική, που στην πραγματικότητα μεταφράστηκε ως προτροπή για μια στάση πληρωμών του κράτους προς τους πολίτες και την οικονομία, φάνταζε πιο βολική, ιδίως όταν στον ορίζοντα υπήρχε και το δέλεαρ της ετήσιας χριστουγεννιάτικης ελεημοσύνης των «μερισμάτων».
Ο ευρωπαϊσμός δεν είναι πια ταμπού στον ΣΥΡΙΖΑ
Μέσα στην κατάχρηση «πατριωτικής» και αρκετά εθνοκεντρικής ρητορικής από τον Αλέξη Τσίπρα στην περίοδο 2010-2015, ξεχάσαμε ότι μία από τις βασικές ορίζουσες του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ευρωπαϊσμός.
Άλλωστε, ιστορικά ο ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από την παράδοση του Συνασπισμού αλλά και παλαιότερα της ανανεωτικής αριστεράς με την ευρωπαϊστική παράδοση, που σε ορισμένες πτυχές της ήταν πιο έντονη και από παραδοσιακές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.
Σήμερα, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει κρύψει τις φιλοδοξίες της να αποτελέσει την εκπροσώπηση όχι πια της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά ουσιαστικά μιας νέας προοδευτικής κεντροαριστεράς και επιδιώκει να παίξει ρόλο και στις διεργασίες της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, προφανώς και θέλει να σκέπτεται ως «ευρωπαϊκή δύναμη». Λογικό επομένως να αντιμετωπίζει με πολύ πιο ευμενή τρόπο μια πολιτικό όπως η Άνγκελα Μέρκελ που σε τελική ανάλυση πρόσφατα πήρε από τον Μπαράκ Ομπάμα το «χρίσμα» της υπεράσπισης των «δυτικών» αξιών απέναντι στον ανερχόμενο «λαϊκισμό».
Τον τόνο έδωσε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης ο οποίος σε συνέντευξη του τόνισε ότι: «Αν θέλουμε ένα τίτλο λίγο λαϊκό, λίγο μελό αυτός είναι «Μέρκελ θα λέμε και θα κλαίμε» συγκριτικά με τη Δεξιά που βλέπουμε στην Ευρώπη τούτη τη στιγμή.
Η σημασία των γερμανικών επενδύσεων και ο γερμανικός ρόλος στα Βαλκάνια
Όλα αυτά διαμορφώνουν όρους ώστε και η γερμανική πλευρά να βλέπει πια τον Αλέξη Τσίπρα ως σύμμαχο και όχι ως «μαύρο πρόβατο». Μόνο που όλα αυτά δεν περιορίζονται απλώς σε κοινά οράματα για την Ευρώπη. Υπάρχουν και σαφείς λόγοι γερμανικών συμφερόντων.
Καταρχάς δεν πρέπει να υποτιμάμε τη σημασία των γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Η Γερμανία είναι η πρώτη χώρα σε άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, με επενδύσεις συνολικού ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ ένα ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας και ως εκ τούτου έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον (όπως και έχει και η ελληνική κυβέρνηση ένα ειδικό ενδιαφέρον να προσελκύσει επενδυτές), ιδίως από τη στιγμή που είναι σε εξέλιξη μεγάλα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων αλλά και αμυντικών προμηθειών.
Όμως, δεν είναι μόνο οι άμεσες οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα. Η Γερμανία έχει πλέον ένα ιδιαίτερο συνολικό ενδιαφέρον για την περιοχή των Βαλκανίων. Η επιμονή και ενεργή στράτευση στην υπόθεση της έγκρισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, που είναι εντονότερη άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, εντάσσεται σε ένα συνολικότερο σχεδιασμό για την περιοχή.
Η Γερμανία μεθοδεύει ουσιαστικά ένα νέο γύρο διεύρυνσης της ΕΕ, θεωρώντας ότι εκτός όλων των άλλων, αυτό θα δώσει ξανά μια γεωπολιτική βαρύτητα στην Ευρώπη μέσα στο πλέγμα ανταγωνισμών που διαμορφώνει η νέα όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ και Ρωσίας. Αυτό εξηγεί το ενδιαφέρον και για την ΠΓΔΜ και για την Αλβανία, όπως φάνηκε και από όσα είπε η καγκελάριος κατά τις κοινές δηλώσεις της με τον έλληνα πρωθυπουργό.
Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται ουσιαστικά σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να εξηγήσει ένα μέρος της νέας εγκαρδιότητας στις σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Γερμανία επενδύει μόνο στον Αλέξη Τσίπρα. Η επίγνωση ότι η Ελλάδα είναι σε προεκλογική περίοδο και άρα είναι πιθανό μετά από μερικούς μήνες να μην έχει άλλο πρωθυπουργό εξηγεί και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετώπισε και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις