Τα προαναφερθέντα είναι όντως σημαντικά, αλλά τα συναντούμε σε πολλά μέρη και σε πολλούς λαούς. Αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι μόνον επί ελληνικού εδάφους η εξέλιξη έλαβε τη μορφή εκείνη που οδήγησε στη διάπλαση του τραγικού καλλιτεχνήματος και —παρ’ όλες τις αλλαγές του περιεχομένου— προσδιόρισε τη μέχρι τούδε δομή του.

Σε τι συνίσταται, όμως, η άποψη του Αριστοτέλη επί του θέματος, έτσι όπως προβάλλεται στην Ποιητική του, και σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες που μας παρέχει ο μέγιστος των φιλοσόφων της αρχαιότητας συνθέτουν μαζί με τις πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας από άλλες πηγές μια πειστική εικόνα;

Ο Αριστοτέλης αποδίδει την παραγωγή του δράματος εν συνόλω στον αυτοσχεδιασμό και θεωρεί αφετηρία της εξέλιξης της τραγωδίας τους εξάρχοντες (εξάρχω: αρχίζω κάτι) του διθυράμβου, δηλαδή τους τραγουδιστές εκείνους που αρχίζουν το τραγούδι κι έτσι στέκονται απέναντι στο χορό, που με τη σειρά του αποκρίνεται.

Με άλλα λόγια, η αφετηρία για την ανάπτυξη του διαλογικού-δραματικού στοιχείου βρίσκεται κατά τον Αριστοτέλη στον πρωτοτραγουδιστή του διθυράμβου, που στέκεται αντίκρυ του χορού.

Σε ό,τι αφορά το διθύραμβο —λέξη αγνώστου ετύμου, πιθανώς προελληνική—, αυτός ήταν τραγούδι στην υπηρεσία του Διονύσου, λυρικό άσμα που τραγουδούσαν μετά ζωηρών κινήσεων στις γιορτές του θεού του κρασιού, του γλεντιού και της γονιμότητας.

Όμως, πέραν του διθυράμβου, ο Αριστοτέλης κάνει λόγο και για μια δεύτερη προβαθμίδα της τραγωδίας: το σατυρικόν, όπως αναφέρεται στην Ποιητική του.

Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η τραγωδία, ξεκινώντας από μικρά θέματα και ευτράπελη γλώσσα, κατάφερε να αποκτήσει πλήρη σοβαρότητα σε προχωρημένο και μόνον εξελικτικό στάδιο, δεδομένου ότι η διαμόρφωσή της έγινε από το σατυρικό.

Μας πληροφορεί, επίσης, ότι το μέτρο της πριν από το ιαμβικό τρίμετρο ήταν το τροχαϊκό τετράμετρο, που ανταποκρινόταν προς το σατυρόμορφο και περισσότερο χορευτικό χαρακτήρα του σατυρικού δράματος.

Οι απαρχές του δράματος – η γένεση της τραγωδίας (Μέρος Α’)