Το ελληνικό λεξιλόγιο είναι από τα πιο πλούσια του κόσμου. Πανέμορφες, περιγραφικές λέξεις μπορούν να αποδώσουν το νόημα που θέλουμε. Ωστόσο, ο μιμιτισμός και η ξενομανία έχει οδηγήσει χιλιάδες Ελληνες, κυρίως νέους, να χρησιμοποιούν πολλές ξένες λέξεις και εφράσεις
Το Σάββατο με «ΤΑ ΝΕΑ», «Ξενόγλωσσες φράσεις στη Νέα Ελληνική»
Στα «ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» που θα κυκλοφορήσουν κανονικά το Σάββατο
Μια συλλεκτική, χρηστική έκδοση 320 σελίδων με όλες τις ξένες φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας.
Λατινικές, και άλλες ξενόγλωσσες φράσεις στη Νέα Ελληνική
dolce vita, tabula rasa, non paper, casus beli, dum spiro, spiro, mea culpa, persona grata, quo vadis, scripta manent, de facto, pax romana, salto mortale, a priori, sui generis, de profundis, ad hoc, status quo, veto, in vitro, bras de fer και πολλές ακόμη.
—————————————————————————————————————————–
Σύμφωνα με το users.sch.gr, ορισμένες από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε και είναι ξένες αν και υπάρχει πλούτος ελληνικών είναι
σπικάζ
περιγραφή, 1. η περιγραφή γεγονότος από εκφωνητή (σπίκερ, βλ.λ.) μέσω ραδιοφώνου, μεγαφώνου, τηλεοράσεως κ.λπ.: το σπικάζ τής παρέλασης | του αγώνα 2. η περιγραφή και ο σχολιασμός ενός θεάματος: το σπικάζ του ντοκιμαντέρ έγινε από έμπειρους ηθοποιούς (βλ. κ. λ. -άζ). [ΕΤΥΜ. Νόθο συνθ., < αγγλ. speak «μιλώ» + -άζ(< γαλλ. -age), κατά τα πατινάζ, μακιγιάζ, αμπαλάζ κ.ά.]. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
σκρίνσοτ (αγγλ. screenshot)
οθονογραφία, στιγμιότυπο οθόνης
σέρβις (αγγλ. service)
έλεγχος, εξυπηρέτηση, 1. για μηχανές ή για συσκευές, ο ειδικός έλεγχος για την επισήμανση και την επισκευή τυχόν βλαβών: Tο αυτοκίνητο θέλει σέρβις. 2. (προφ.) το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων: Tο ξενοδοχείο ήταν μικρό, αλλά είχε εξαιρετικό σέρβις.
σερβίς (γαλλ. service)
το πρώτο χτύπημα, στο τένις, στο βόλεϊ, στο πιγκ πογκ, το πρώτο χτύπημα της μπάλας στην αρχή του παιχνιδιού ή της φάσης.
άουτφιτ (αγγλ. outfit)
σύνολο, ντύσιμο, ενδυμασία
ακτ (αγγλ. act)
πράξη, δρώμενο. Το συνηθίζουν οι παρουσιαστές στην εκπομπή με τον ελληνικότατο τίτλο: my style rocks
μάι στάιλ ροκς (αγγλ. my style rocks)
Η εμφάνισή μου τα σπάει
παζλ (αγγλ. puzzle)
γρίφος(;)
πρες ρουμ (αγγλ. press room)
αίθουσα σύνταξης
γκλάμουρ (αγγλ. glamour)
αίγλη, γοητεία, μεγαλείο
μοντάζ (γαλλ. montage)
συνδυασμός, προαρμογή, = εργασία, συνήθ. καλλιτεχνική, που συνίσταται στην κατάλληλη ή επιθυμητή τοποθέτηση σε ενιαίο σύνολο των κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή.
πρότζεκτ (αγγλ. project)
εργασία, μελέτη, ερευνητικό σχέδιο
σεφ (γαλλ. chef)
αρχιμάγειρας
μουντ (αγγλ. mood)
διάθεση
ραν (αγγλ. run) Συνηθίζεται στο σαρβάιβορ!
τρέξιμο
αμπαλάζ (γαλλ. emballage)
περιτύλιγμα
μπουτίκ (γαλ. boutique)
μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας
κόνσεπτ (αγγλ. concept)
έννοια, αντίληψη, ιδέα, σύλληψη
μότο (αγγλ. motto)
απόφθεγμα, σύνθημα
χάι (αγγλ. high)
υψηλής στάθμης, ποιότητας
τρέντι (αγγλ. trendy)
μοντέρνος
σόου (αγγλ. show) σόουμπιζνες (αγγλ. show business)
έκθεση, παράσταση, παρουσίαση, ψυχαγωγικό πρόγραμμα, θέαμα, προσπάθεια, προσποίηση, εμφάνιση (π.χ. σε διαγωνισμό) επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του οργανωμένου θεάματος
ντέιτα μπέιζ (αγγλ. database)
βάση δεδομένων
φορμάτ (αγγλ. format)
διαμόρφωση
ρέκορντ (αγγλ. record)
εγγραφή
μπακστέιτζ (αγγλ. backstage)
παρασκήνια
λίγκα (αγγλ. league)
οργανισμός, σύνδεσμος αθλητικός, κατηγορία
σολντ άουτ (αγγλ. sold out)
εξαντλήθηκαν
ντοκιμαντέρ (γαλλ. documentaire)
ταινία έρευνας
στούντιο (αγγλ. studio)
εργαστήριο (;)
πάνελ (αγγλ. panel)
ομάδα
τατουάζ (γαλλ. tatouage)
δερματοστιξία
καμεραμάν (αγγλ. cameraman)
εικονολήπτης
ασανσέρ (γαλλ. ascenceur)
ανελκυστήρας
σουξέ (γαλλ. succès)
επιτυχία
γκαζόν (γαλλ. gazon)
χαμηλή χλόη
οπερατέρ (γαλλ. opérateur)
εικονολήπτης
ρεπορτάζ (γαλλ. reportage)
έρευνα (;)
μιούζικαλ (αγγλ. musical)
μουσικοχορευτικό έργο
χόμπι (αγγλ. hobby)
ερασιτεχνική απασχόληση, απασχόληση
ρούτερ (router)
δρομολογητής
μάνατζερ (manager)
διευθυντικό στέλεχος μιας επιχείρησης
μασάζ (massage)
μάλαξη, χειρομάλαξη
γκάλοπ (gallup) Από τον G. H. Gallup (Aμερικανό στατιστικολόγο)Το φαινόμενο ονομάζεται στη γλώσσα «σχήμα μετωνυμία», σύμφωνα με το οποίο χρησιμοποιούμε το όνομα του δημιουργού, για να εκφράσουμε το δημιούργημα.