σπικάζ |
περιγραφή, 1. η περιγραφή γεγονότος από εκφωνητή (σπίκερ, βλ.λ.) μέσω ραδιοφώνου, μεγαφώνου, τηλεοράσεως κ.λπ.: το σπικάζ τής παρέλασης | του αγώνα 2. η περιγραφή και ο σχολιασμός ενός θεάματος: το σπικάζ του ντοκιμαντέρ έγινε από έμπειρους ηθοποιούς (βλ. κ. λ. -άζ). [ΕΤΥΜ. Νόθο συνθ., < αγγλ. speak «μιλώ» + -άζ(< γαλλ. -age), κατά τα πατινάζ, μακιγιάζ, αμπαλάζ κ.ά.]. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη |
σκρίνσοτ (αγγλ. screenshot) |
οθονογραφία, στιγμιότυπο οθόνης |
σέρβις (αγγλ. service) |
έλεγχος, εξυπηρέτηση, 1. για μηχανές ή για συσκευές, ο ειδικός έλεγχος για την επισήμανση και την επισκευή τυχόν βλαβών: Tο αυτοκίνητο θέλει σέρβις. 2. (προφ.) το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων: Tο ξενοδοχείο ήταν μικρό, αλλά είχε εξαιρετικό σέρβις. |
σερβίς (γαλλ. service) |
το πρώτο χτύπημα, στο τένις, στο βόλεϊ, στο πιγκ πογκ, το πρώτο χτύπημα της μπάλας στην αρχή του παιχνιδιού ή της φάσης. |
άουτφιτ (αγγλ. outfit) |
σύνολο, ντύσιμο, ενδυμασία |
ακτ (αγγλ. act) |
πράξη, δρώμενο. Το συνηθίζουν οι παρουσιαστές στην εκπομπή με τον ελληνικότατο τίτλο: my style rocks |
μάι στάιλ ροκς
(αγγλ. my style rocks) |
Η εμφάνισή μου τα σπάει |
παζλ (αγγλ. puzzle) |
γρίφος(;) |
πρες ρουμ (αγγλ. press room) |
αίθουσα σύνταξης |
γκλάμουρ (αγγλ. glamour) |
αίγλη, γοητεία, μεγαλείο |
μοντάζ (γαλλ. montage) |
συνδυασμός, προαρμογή, = εργασία, συνήθ. καλλιτεχνική, που συνίσταται στην κατάλληλη ή επιθυμητή τοποθέτηση σε ενιαίο σύνολο των κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. |
πρότζεκτ (αγγλ. project) |
εργασία, μελέτη, ερευνητικό σχέδιο |
σεφ (γαλλ. chef) |
αρχιμάγειρας |
μουντ (αγγλ. mood) |
διάθεση |
ραν (αγγλ. run)
Συνηθίζεται στο σαρβάιβορ! |
τρέξιμο |
αμπαλάζ (γαλλ. emballage) |
περιτύλιγμα |
μπουτίκ (γαλ. boutique) |
μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας |
κόνσεπτ (αγγλ. concept) |
έννοια, αντίληψη, ιδέα, σύλληψη |
μότο (αγγλ. motto) |
απόφθεγμα, σύνθημα |
χάι (αγγλ. high) |
υψηλής στάθμης, ποιότητας |
τρέντι (αγγλ. trendy) |
μοντέρνος |
σόου (αγγλ. show)
σόουμπιζνες (αγγλ. show business) |
έκθεση, παράσταση, παρουσίαση, ψυχαγωγικό πρόγραμμα, θέαμα, προσπάθεια, προσποίηση, εμφάνιση (π.χ. σε διαγωνισμό)
επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του οργανωμένου θεάματος |
ντέιτα μπέιζ (αγγλ. database) |
βάση δεδομένων |
φορμάτ (αγγλ. format) |
διαμόρφωση |
ρέκορντ (αγγλ. record) |
εγγραφή |
μπακστέιτζ (αγγλ. backstage) |
παρασκήνια |
λίγκα (αγγλ. league) |
οργανισμός, σύνδεσμος αθλητικός, κατηγορία |
σολντ άουτ (αγγλ. sold out) |
εξαντλήθηκαν |
ντοκιμαντέρ (γαλλ. documentaire) |
ταινία έρευνας |
στούντιο (αγγλ. studio) |
εργαστήριο (;) |
πάνελ (αγγλ. panel) |
ομάδα |
τατουάζ (γαλλ. tatouage) |
δερματοστιξία |
καμεραμάν (αγγλ. cameraman) |
εικονολήπτης |
ασανσέρ (γαλλ. ascenceur) |
ανελκυστήρας |
σουξέ (γαλλ. succès) |
επιτυχία |
γκαζόν (γαλλ. gazon) |
χαμηλή χλόη |
οπερατέρ (γαλλ. opérateur) |
εικονολήπτης |
ρεπορτάζ (γαλλ. reportage) |
έρευνα (;) |
μιούζικαλ (αγγλ. musical) |
μουσικοχορευτικό έργο |
χόμπι (αγγλ. hobby) |
ερασιτεχνική απασχόληση, απασχόληση |
ρούτερ (router) |
δρομολογητής |
μάνατζερ (manager) |
διευθυντικό στέλεχος μιας επιχείρησης |
μασάζ (massage) |
μάλαξη, χειρομάλαξη |
γκάλοπ (gallup)
Από τον G. H. Gallup (Aμερικανό στατιστικολόγο)Το φαινόμενο ονομάζεται στη γλώσσα
«σχήμα μετωνυμία», σύμφωνα με το οποίο
χρησιμοποιούμε το όνομα του δημιουργού,
για να εκφράσουμε το δημιούργημα. |
δημοσκόπηση |
τσάμπιονς λιγκ (Champions League) |
κύπελλο πρωταθλητριών |
ρεζουμέ (résumé) |
συνόψιση, περίληψη |
ρομπότ (robot) |
αυτοματοποιημένη συσκευή |
γκεστ σταρ (guest star) |
εκλεκτός καλεσμένος |
μόντεμ (modem= modulator = (διαμορφωτής), demodulator = αποδιαμορφωτής) |
διαποδιαμορφωτής , |
μακιγιάζ (maquillage) |
καλλωπισμός, ψιμυθίωση |
μπούλινγκ (bullying) |
εκφοβισμός, εξαναγκασμός |
ρέφερι (referee) (!) |
διαιτητής |
κόουτσ (coach) κουτσάρω (!) |
προπονητής, προπονώ |
σπόρτσμαν (sportsman) |
αθλητής |
καμπάνια (campagna) |
εκστρατεία προβολής, προώθησης |
κολάζ (collage) |
τεχνική επικόλλησης |
μπάρμαν (bar) |
σερβιτόρος // παρασκευαστής |
ραντεβού (rendez-vous) |
συνάντηση |
σούπερ μάρκετ (super market) |
υπεραγορά |
ανιματέρ (animateur) |
διασκεδαστής, (εμψυχωτής) |
φαστ φουντ (fast food) |
ταχυφαγείο |
ντίτζιταλ μάρκετ (digital market) |
ψηφιακή αγορά |
σόσιαλ μίντια (social media) |
κοινωνικά δίκτυα |
χάσταγκ (hashtag) |
δίεση # (σύμβολο απαραίτητο για το twitter) |
τουίτερ – τουίτ (twitter – tweet) |
κελαηδώ, κελάηδημα, τερετίζω, τερέτισμα |
φόλοου (follow) |
ακολουθώ |
φέισμπουκ (facebook) |
φατσοβιβλίο, προσωποβιβλίο, βιβλίο προσώπων |
κουλ (cool) |
ψυχρός, ψύχραιμος, ήρεμος
ως επίθετο / ως ρήμα / ως επίρρημα |
οκέι (οκ) |
εντάξει |
σόρι (I am sorry) |
συγγνώμη |
γκλίτερ (glitter) |
χρυσόσκονη, λάμψη |
μπάντμιντον (badminton) |
αντιπτέριση |
ντιζάιν (design) |
σχέδιο |
μπρόουζερ (browser) |
φυλλομετρητής ιστοσελίδων, πρόγραμμα περιήγησης
περιηγητής |
γουίντ σερφ |
ιστιοσανίδα |
γουίντ σέρφιγκ |
σπορ ή άθλημα που γίνεται με ιστιοσανίδα |
σερφάρω στο ίντερνετ |
περιηγούμαι στο διαδίκτυο |
τοπ (top) / top of the top |
κορυφή, κορυφαίος |
βίντεο (video) |
μαγνητοσκόπιο, μαγνητοσκόπηση, ταινία |
video on demand
video club |
ταινία κατά παραγγελία
λέσχη ταινιών, ταινιοθήκη |
τένις |
αντισφαίριση |
πινγκ πονγκ |
επιτραπέζια αντισφαίριση |
βόλεϊ |
πετόσφαιρα, πετοσφαίριση |
μπάσκετ |
καλαθόσφαιρα, καλαθοσφαίριση |
γουότερ πόλο |
υδατοσφαίριση |
φαξ |
τηλεομοιοτυπία |
σποτάκι |
μικροπροβολέας (φωτιστικό) |
ρετρό (retro από το retrospective) |
αναδρομικός, -ή, -ό |
σπάιντερ καμ (spider cam)
στο παγκόσμιο κύπελο |
κάμερα αράχνη |
κούλινγκ μπρέικ (cooling brake)
στο παγκόσμιο κύπελο |
διάλειμμα δροσιάς |
μπρέικ (break)
Ας κάνουμε ένα μπρέικ για διαφημίσεις |
διακοπή, διάλειμμα
Ας διακόψουμε για διαφημίσεις |
πλάγιο άουτ (πλάγιο out) |
πλάγια έξω |
σέλφι (selfie)
Έβγαλε μια σέλφι |
αυτοφωτογραφία (ή απλά φωτογραφία)
Έβγαλε μια αυτοφωτογραφία |
αντ (add)
κάνε αντ |
προσθέτω, πρόσθεση
πρόσθεσε |
μπραντς (branch) |
υποκατάστημα |
λάικ (like)
έκανα λάικ |
αρεστό, μου αρέσει, αποδεκτό
δήλωσα ότι μου αρέσει |
μπάτζετ (budget) |
προϋπολογισμός |
λόου μπάτζετ (low budget)
Η ταινία είναι λόου μπάτζετ |
χαμηλός προϋπολογισμός
Η ταινία είναι χαμηλού προϋπολογισμού |
ντάουν λόαντ (download) |
κατέβασμα |
απ λόαντ (upload) |
ανέβασμα |
γουέμπ (www, World Wide Web) |
παγκόσμιος ιστός |
σάιτ (site) |
ιστοχώρος, ιστότοπος, δικτυακός χώρος |
στρίμινγκ (streaming) |
ροή |
τάιμινγκ (timing) |
συγκυρία, χρονική στιγμή |
κομπιούτερ (computer) |
υπολογιστής |
τηλεκοντρόλ (telecontrol) |
τηλεχειριστήριο, χειριστήριο |
έιρ κοντίσιον (air condition) |
κλιματιστικό |
μποξ όφις (box office) |
ταμείο θεάτρου / κινηματογράφου |
πράιμ τάιμ ζόουν (prime time zone) |
ζώνη υψηλής τηλεθέασης |
ντίζιταλ (digital) |
ψηφιακό |
θρι ντι (3d) |
τρισδιάστατο |
έιτζ ντι (HD) |
υψηλή ευκρίνεια |
φλατ (flat) οθόνη φλατ |
επίπεδη
οθόνη επίπεδη |
σμαρτ φόουν (smart phone) |
έξυπνο τηλέφωνο |
λίφτινγκ (lifting) |
ανύψωση |
ντεκόρ (décor) |
διακόσμηση |
ντίαλς (deals)
(COSMOTE DEALS for YOU) |
προσφορές
προσφορές της κοσμοτέ για σας |
ίντερνετ (internet) |
διαδίκτυο |
μομπάιλ ίντερνετ (mobile internet) |
διαδίκτυο για κινητά |
απς (apps-applications) |
εφαρμογές, επιθέματα |
κολεξιόν, κολέξιον (collection) |
συλλογή |
κόνσεπτ (concept) |
έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα |
σόπινγ (shopping)
σόπινγ θέραπι (shopping therapy) |
ψώνια, αγορές αγορές για να φύγει το άγχος κτλ. |
φρι (free) |
δωρεάν |
τόταλ (total) γιαούρτι τόταλ |
σύνολο, άθροισμα γιαούρτι με όλα τα λιπαρά |
βίντατζ (vintage) γυαλιά βίντατζ |
παλιό, παλαιωμένο, παλαιικό γυαλιά που να δείχνουν παλιά |
νουντ (nude) |
γυμνό, στο χρώμα του δέρματος |
λουκ (look) Η τάδε με νέο / βραδινό λουκ |
κοιτώ, φαίνομαι, μοιάζω, εμφάνιση Η τάδε με νέα / βραδινή εμφάνιση |
σετ (set) σεταρισμένο |
ταιριαστό |
σάντουιτς (sandwich) |
αμφίψωμο |
ντιζάιν (design) |
σχέδιο |