Μέχρι τώρα η προεκλογική εκστρατεία έχει αποδειχτεί πιο δύσκολη για τον Αλέξη Τσίπρα από ό,τι υπολόγιζε.

Ο αρχικός σχεδιασμός ότι θα μπορούσε με σημείο αναφοράς την «έξοδο από τα μνημόνια» να οικοδομήσει «κοινωνικό προφίλ» και να καλύψει τη δημοσκοπική απόσταση από τη ΝΔ, φαίνεται ότι δεν μπορεί να περπατήσει τόσο εύκολα.

Ο λόγος είναι ότι το ίδιο το πλαίσιο που επέτρεψε στον Αλέξη Τσίπρα (και τον τότε συγκυβερνήτη Πάνο Καμμένο) να οργανώσουν τη φιέστα του Ζαππείου των μνημονίων, ήταν αυτό που τώρα βάζει όρια στην δυνατότητα να προβληθεί ένα «κοινωνικό πρόσωπο».

Και αυτό γιατί ναι μεν οι ευρωπαίοι δεν ήθελαν άλλο «ελληνικό δράμα» και άρα όντως ήταν πιο διατεθειμένοι να συμφωνήσουν στο τέλος των μνημονίων, όμως την ίδια στιγμή, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, απαίτησαν και εξασφάλισαν μια εντυπωσιακή παράταση της μνημονιακής επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας.

Όλα αυτά γίνονταν χειρότερα για τον Αλέξη Τσίπρα από τη στιγμή που η άλλη μεγάλη πολιτική του πρωτοβουλία, η Συμφωνία των Πρεσπών, από την οποία ήλπιζε να κατοχυρωθεί και ως «εθνικός ηγέτης», εξελίχτηκε τελικά σε μια κρίσιμη πολιτική αιμορραγία ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα.

Αποκορύφωμα η όλη κοινοβουλευτική κρίση μέχρι την διαμόρφωση της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την ψήφο εμπιστοσύνης, με όλες τις συνέπειες που είχε, από τις αλλεπάλληλες ονομαστικές ψηφοφορίες μέχρι κινήσεις όπως η τροπολογία για την άρση του ασυμβίβαστου βουλευτή και υποψηφίου ευρωβουλευτή. Η κυβέρνηση παρέμεινε στην εξουσία αλλά πολιτικά βγήκε τραυματισμένη.

Την ίδια ώρα οι διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης δεν απέδιδαν πολιτικά. Τα όποια ήπια μέτρα όπως η μη μείωση των παλαιών συντάξεων ή τα διάφορα επιδόματα δεν επαρκούσαν. Διάφορες προτάσεις όπως ο «χωρισμός Εκκλησίας και κράτους» ούτε προχωρούσαν, ούτε άγγιξαν τόσο πολύ την κοινωνία.  Αλλαγές όπως αυτές στο εξεταστικό και στο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης έφεραν περισσότερες αρνητικές αντιδράσεις παρά θετική δημοσιότητα.

Η κυβέρνηση χρειαζόταν επειγόντως ένα διαφορετικό αφήγημα που να μπορεί να συσπειρώσει τους  ψηφοφόρους.

Η σημασία της υπεράσπισης της πρώτης κατοικίας

Το ζήτημα της πρώτης κατοικίας έχει μια ξεχωριστή σημασία στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Χώρα παραδοσιακά ιδιοκτητών στέγης, με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη, ήταν αναμενόμενο να αντιδράσει έντονα, ήδη από την αρχή των μνημονίων, σε όλα τα σχέδια που απειλούσαν «να πετάξουν ανθρώπους από το σπίτι τους».

Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου, στην αρχή ουσιαστικά της μνημονιακής περιόδου έσπευσε να ψηφίσει το νόμο Κατσέλη που για χρόνια αποτέλεσε έναν βασικό μοχλό προστασίας αρκετών δανειοληπτών.

Επιπλέον, σε όλη την περίοδο των μνημονίων αναπτύχθηκε ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα το οποίο αντιστεκόταν στους πλειστηριασμούς (εξ ου και το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2015 «Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη»).

Όμως, την ίδια στιγμή οι δανειστές πίεζαν, ενίοτε και περισσότερο από τις ίδιες τις ελληνικές τράπεζες να μπει φραγμός στην προστασία, ως το μόνο μέσο για να αντιμετωπιστεί ο «ηθικός κίνδυνος» από τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές».

Αυτό έχει να κάνει και με το διαρκή φόβο τους ότι όσο δεν αντιμετωπίζεται το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κόκκινα δάνεια») τόσο δεν θα μπορεί η χώρα να επιστρέψει στις αγορές, καθώς θα επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθης το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίσης μεγάλης κλίμακας.

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση ήθελε να δείξει ότι μπορεί πλέον να νομοθετήσει ανοιχτά φιλολαϊκά μέτρα ή τουλάχιστον μέτρα που να φαντάζουν κάπως έτσι.

Αυτό αποτυπώθηκε στον τρόπο που η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε το διάδοχο σχήμα του «Νόμου Κατσέλη». Σε αυτή τη διαπραγμάτευση η κυβέρνηση κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις.

Από τη μια έκανε μια πολύ μεγάλη υποχώρηση απέναντι στις τράπεζες, η οποία και εξηγεί γιατί έχουμε τελικά συμφωνία Τραπεζών και κυβέρνησης: αποδέχτηκε ένα «στρατηγικό» αίτημα των τραπεζών που ήταν να αποσυνδεθεί η όλη διαδικασία από τα δικαστήρια και να γίνει πολύ πιο τυποποιημένη, ποσοτικοποιημένη και «αυτοματοποιημένη». Το τελευταίο στοιχείο δεν αφορά μόνο την ένταξη, αλλά κυρίως την έξοδο κάποιου δανειολήπτη από τη ρύθμιση. Χάνει κάποιες πληρωμές και βρίσκεται αυτομάτως εκτός ρύθμισης. Αυτό ήταν κάτι στο οποίο επέμειναν οι τράπεζες. Δεν υπάρχει πια η εκμετάλλευση της δικαστικής διαδικασίας για να παρατείνεται η μη καταβολή δόσεων.

Από την άλλη, σε αντίθεση με όσα είχαν διαφανεί το προηγούμενο διάστημα επέμεινε να ανοίξει τη ρύθμιση και σε επιχειρηματικά δάνεια που έχουν ως εξασφάλιση «πρώτες κατοικίες». Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.

Η κυβερνητική επιχειρηματολογία είναι ότι σήμερα το κοινωνικό πρόβλημα με την πρώτη κατοικία δεν αφορά μόνο στεγαστικά δάνεια όσο ένα ευρύτερο φάσμα δανειοληπτών, από το χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν την πρώτη κατοικία τους για να αποφύγουν την κατάρρευση της επιχείρησής τους.

Όμως, οι δανειστές αντιτείνουν ουσιαστικά ότι όταν ξεφεύγουμε από τα όρια των στεγαστικών δανείων για πρώτη κατοικία και περνάμε στα επιχειρηματικά δάνεια ξεφεύγουμε από τα όρια του «κοινωνικού προβλήματος» και κινδυνεύουμε απλώς να επιβραβεύσουμε άφρονες επιχειρηματικές πρακτικές.

Όμως, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Χρειαζόταν με κάθε τρόπο να δείξει ότι μπορεί να φέρει μια φιλολαϊκή ρύθμιση και δη σε ένα θέμα όπου μετράει και η ουσία (δηλαδή το πόσους αφορά) αλλά και ο συμβολισμός (η αριστερή κυβέρνηση που προστατεύει την κατοικία από τις αδηφάγες τράπεζες).

Βέβαια, όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν και τμήμα ενός ιδιότυπου παζαριού ανάμεσα στην ΕΕ και την ελληνική κυβέρνηση. Άλλωστε, συχνά έχουμε δει την απειλή «αδιεξόδου» να είναι απλώς ένα διαπραγματευτικό χαρτί ώστε έστω και την τελευταία στιγμή να επέλθει μια συμφωνία.

Η «μονομερής ενέργεια» ως προεκλογική τακτική

Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει όντως το ενδεχόμενο μιας μονομερούς ρύθμισης ακόμη και σε μερική ρήξη με τους «θεσμούς». Σε αυτή την περίπτωση, όντως θα δούμε την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου, στη βάση της συμφωνίας της κυβέρνησης με τις τράπεζες, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει ότι στο Euroworking group της 25ης Μαρτίου δεν θα υπάρξει συμφωνία των θεσμών για την εκταμίευση του ενός περίπου δισεκατομμυρίου ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Αυτή η κίνηση από τη μεριά της κυβέρνησης θα μπορούσε να ερμηνευθεί με δύο τρόπους.

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιμένει ότι δίνει λύσει στο πρόβλημα και σε αυτή τη βάση να επιμένει να απαιτεί να αποδεχτούν τη λύση και οι θεσμοί, μεταφέροντας την πίεση σε ένα πολιτικό επίπεδο, εφόσον τυπικά τουλάχιστον η ρύθμιση περιλαμβάνεται στα μέτρα μείωσης των «κόκκινων δανείων».

Όμως, υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο: η κυβέρνηση να επιδιώκει τη μονομερή ενέργεια με τη συνακόλουθη μερική ρήξη με τους θεσμούς. Σε αυτή την περίπτωση, ο πολιτικός υπολογισμός είναι σαφής. Η κυβέρνηση θέλει να δείξει και φιλολαϊκό πρόσωπο και «αντιστασιακό προφίλ» απέναντι στους δανειστές. Θα προτιμήσει, δηλαδή, να στερηθεί προσωρινά ένα σημαντικό ποσό (ούτως ή άλλως ακόμη έχει το χρηματοδοτικό μαξιλάρι»), για να μπορέσει να δείξει ότι άμα χρειάζεται συγκρούεται για την ανάκτηση της δυνατότητας άσκησης πολιτικής.

Σε αυτή την περίπτωση, θα έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια ενόψει ευρωεκλογών να πάμε σε μια επανάληψη της κλασικής πόλωσης αντιμνημονιακών και μνημονιακών. Αυτή τη φορά θα επαναληφθεί ως πόλωση ανάμεσα στην «αντιστασιακή» κυβέρνηση και την υποτίθεται υποταγμένη έναντι των δανειστών αντιπολίτευση.

Ίσως να είναι και αυτός ένας τρόπος το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει την άρθρωση ενός «πολιτικού αφηγήματος» που θα ανακόψει, ή έστω περιορίσει, την εκλογική συντριβή του.