Τα όσα θα σας περιγράψω στις παρακάτω γραμμές έλαβαν χώρα στους κόλπους της οικογένειάς μου πριν από αρκετά χρόνια, την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του δικομματισμού στη χώρα μας. Το γιατί αναφέρομαι σε αυτά θα το αντιληφθείτε εντός ολίγου.

Εν μέσω, λοιπόν, του συνηθισμένου πλούσιου κυριακάτικου γεύματος της οικογένειάς μου, με τα εδέσματα, τα ποτά και τα χαμόγελα να περισσεύουν, με τους μικρούς και τους μεγάλους «σε πλήρη αγωνιστική δράση», ήρθε κάποια στιγμή η κουβέντα και στην πολιτική, πράγμα διόλου παράδοξο.

Ο πεθερός μου, ένας άνθρωπος κατά κοινή ομολογία καλοσυνάτος και ήπιων τόνων, αλλά διακατεχόμενος παιδιόθεν από αντιδεξιά σύνδρομα, άρχισε να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, εκφράζοντας παράλληλα την αφοσίωσή του στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, τέκνου του αξεπέραστου και μοναδικού Ανδρέα, «που μας έδωσε ψωμί».

Εγώ, με σεβασμό στην πραγματικά άριστη προσωπική σχέση μας, αλλά και στο αναφαίρετο δικαίωμα καθενός να έχει —και να εκφράζει ασφαλώς— τις δικές του πολιτικές θέσεις και απόψεις, προσπάθησα απλώς να επισημάνω τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση και να του αποδείξω ότι ενδεχόμενη αλλαγή στον πρωθυπουργικό θώκο δε θα είχε καμία ευεργετική συνέπεια για τον τόπο μας όσο εμείς, οι απλοί ψηφοφόροι, εξακολουθούσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν πελάτες και όχι ως —υπεύθυνοι και ώριμοι— πολίτες.

Στην πορεία της κουβέντας, και προς επίρρωσιν των λεγομένων μου, έκανα μια υπόθεση εργασίας και ζήτησα από τον πεθερό μου μια ξεκάθαρη τοποθέτηση επί του υποθετικού αυτού σεναρίου. Πιο συγκεκριμένα, υπέθεσα ότι η οικογένειά μας, παραβαίνοντας τις αρχές της και ακολουθώντας την πεπατημένη των πελατειακών σχέσεων, θα κατόρθωνε να εξασφαλίσει το διορισμό της συζύγου μου —νηπιαγωγού μέχρι τότε σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό— σε ένα δημοτικό παιδικό σταθμό.

Τα ανταλλάγματα που θα καλούνταν να δώσουν τα μέλη της οικογένειάς μου, συμπεριλαμβανομένου του πεθερού μου, για το διορισμό αυτόν δε θα ήταν παρά τα αυτονόητα: ψήφοι υπέρ του δημάρχου, του δεξιού εν προκειμένω δημάρχου, στην κάλπη των δημοτικών εκλογών.

Θα το δεχόταν άραγε αυτό ο πεθερός μου, ένας άνθρωπος που είχε εργαστεί σκληρά στον ιδιωτικό τομέα επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες και δεν είχε ευνοηθεί ποτέ από κανένα κόμμα και κανέναν μηχανισμό;

Θα άφηνε κατά μέρος τις ιδεολογικές καταβολές και τις πολιτικές πεποιθήσεις του χάριν των συμφερόντων της κόρης του, του γαμπρού του, των εγγονών του;

Ο ίδιος απάντησε ότι σε μια τέτοια περίπτωση, με βαριά καρδιά, θα θυσίαζε τις αρχές του και τα πιστεύω του στο βωμό της μονιμότητας, των σαφώς υψηλότερων αποδοχών και του μειωμένου ωραρίου της κόρης του.

Στην ειλικρινή αυτήν απάντηση θεωρώ ότι συνοψίζονται τρόπον τινά τα αίτια της κακοδαιμονίας στον πολιτικό βίο του νεότερου ελληνικού κράτους: θα έπρεπε να είμαστε πολίτες, αλλά είμαστε πελάτες.