Τη χαμένη τιμή μιας θλιβερής δικαστικής – αστυνομικής διαδικασίας που εξέπληξε πολύ δυσάρεστα τους πάντες και προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων, έσωσε τελικά τη Δευτέρα το βράδυ η ομόφωνη απόφαση εφέτη – ανακριτή για την απελευθέρωση των δικηγόρων Αλέξανδρου Λυκουρέζου και Θεόδωρου Παναγόπουλου. Απόφαση που ισορροπεί τις καφκικές διαστάσεις που λαμβάνει πλέον η δημόσια ζωή στην Ελλάδα, ειδικά ως προς τον τρόπο που ενίοτε κινείται / εργαλειοποιείται η Δικαιοσύνη, με εκτελεστικό βραχίονα την αστυνομία και, ενδεχομένως, πίσω από όλα αυτά, κάποιες φορές και με πολιτικό σκεπτικό ή στόχο, όπως ήδη έχει φανεί από πλήθος υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η Novartis των κουκουλοφόρων μαρτύρων και όχι μόνον αυτή.

Στην περίπτωση Λυκουρέζου όμως με τη σύλληψη μα και με τον τρόπο που έγινε, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, πέρασαν πια σε άλλο επίπεδο. Είναι βέβαια εύλογο το ερώτημα: μπορεί να ξέρει ο γράφων ή οποιοδήποτε άλλος τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης; Ασφαλώς και όχι. Τότε πώς διατυπώνει τέτοιες θέσεις; Μα τη Δευτέρα το βράδυ η Δικαιοσύνη παραδέχθηκε, έστω και αργά και προς τιμήν της, ότι ούτε αυτή τα ξέρει – ακόμα τουλάχιστον. Και επειδή δεν τα ξέρει, οφείλει πρώτη απ΄όλους να μην προβαίνει σε τέτοιου είδους ενέργειες, όπως το να στέλνει ανθρώπους στην προφυλάκιση, αφού πρώτα η μισή αντιτρομοκρατική υπηρεσία τους καταδιώξει κινηματογραφικά στο κέντρο της Αθήνας!

Τώρα όμως, ανακύπτει ένα ερώτημα που θα έπρεπε να το σκεφτεί κάθε πολίτης σαν να αφορούσε στον ίδιο, ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο: τη βλάβη, ηθική, κοινωνική, επαγγελματική, προσωπική, καθολική τελικά, που υπέστησαν αυτοί οι δύο δικηγόροι από την πρωτοφανή αυτή διαδικασία, ποιος και πώς θα μπορέσει ποτέ να την εξαλείψει; Με τον τρόπο που το χειρίστηκαν οι αρχές, τους κόλλησαν ουσιαστικά μια ταμπέλα στο μέτωπο που έγραφε “εγκληματική οργάνωση”. Μύριζε εκβιασμούς, εγκλήματα και ότι άλλο σχετικό. Με τι στοιχεία; Ουσιαστικά, με στοιχεία της μορφής “άκουσα (με τον… “κοριό”) ότι κάποιος είπε”… Και ποιος κάποιος; Ανθρωποι ήδη καταδικασμένοι για βαριά εγκλήματα. Αυτή είναι η ουσία. Μπορείς έτσι να φέρνεις ανθρώπους σε αυτή την κατάσταση; Στις δημοκρατίες πάντως, δεν μπορείς. Γι αυτό και υπήρξε τέτοια αντίδραση, ιδίως από τον δικηγορικό κόσμο. Ποιος και πώς θα μαζέψει μία τέτοιας έκτασης διαπόμπευση από τέτοια ακρότητα εις βάρος ανθρώπων που λίγα 24ωρα μετά, η ίδια η Δικαιοσύνη, ουσιαστικά, την ακυρώνει. Ποιος, τουλάχιστον, θα ζητήσει μια συγνώμη για όλο αυτό;

Αν λ.χ. ο οποιοσδήποτε συνομιλεί με τον οποιοδήποτε και λένε ότι κάποιος τρίτος έκανε ένα φόνο, θα τρέξουν εξ αυτού οι αρχές να τον συλλάβουν; Δεν θα τον καλέσουν έστω πριν να τον ρωτήσουν τι έχει να πει; Δεν θα σταθμίσουν το ποιος είναι ο δήθεν… δολοφόνος, αλλά και το ποιος είναι αυτός που… κουβεντιάζει στο τηλέφωνο; Δεν θα μετρήσουν χίλιες φορές τα “στοιχεία”; Και, αντί γι αυτό, στη συνέχεια, θα εμφανιστεί και μέλος της κυβέρνησης να λερώνει ακόμα περισσότερο την υπόληψή αυτών που υπέστησαν τέτοιες πράξεις; Αυτό, δεν είναι κράτος δικαίου. Είναι κράτος εφιάλτης. Και δεν αφορά μόνον τους Λυκουρέζο και Παναγόπουλο. Αφορά τους πάντες.

Αν ο οποιοδήποτε έχει πράγματι συστήσει συμμορία και εκβιάζει, να μπει βαθιά σε ένα κελί και να καθίσει εκεί. Αλλά, όταν γίνονται τέτοιου είδους ενέργειες με τέτοιου επιπέδου “στοιχεία” σαν αυτά που οδήγησαν σε όλη αυτή τη διαδικασία και με τέτοιο ριζικά απαξιωτικό για ανθρώπους τρόπο, αναρωτιέται πια κανείς πολύ σοβαρά το ποια είναι και που βρίσκεται – αν υπάρχει εν προκειμένω – η πραγματική συμμορία.

Οταν συμβαίνουν αυτά, σημαίνει ότι το κράτος δικαίου πνέει στα λοίσθια στην Ελλάδα και ο αυταρχισμός αγγίζει πλέον επίπεδα πρωτοφανή και απαράδεκτα για δημοκρατικό πολίτευμα. Η ομόφωνη απόφαση για την απελευθέρωση των δύο δικηγόρων, ουσιαστικά, αυτό πιστοποιεί. Απόφαση καλή για τους δύο, ακόμα καλύτερη όμως για την ίδια τη Δικαιοσύνη που, για ακατανόητους λόγους, έφτασε λίγο πριν να ακροβατεί με τον βαρύ αυταρχισμό. Ευτυχώς, την ύστατη ώρα, έσωσε την τιμή της.