Από το έργο του Αισχύλου δεν ηχούν αγαλλίαση και περηφάνια για τη νίκη, ούτε χαρά για την ένοπλη σύγκρουση, αλλά η βαθιά διέγερση ενός ανθρώπου που είδε την πραγμάτωση του δικαίου, της δικαιοσύνης, μέσα στην πορεία της ιστορίας, στις πλέον συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής του. Αυτό το δίκαιο, μάλιστα, το ένιωθε πέρα για πέρα ο Αισχύλος ως θεϊκή δύναμη.

Ο Αισχύλος, ο οποίος δεν είναι βέβαιο ότι επηρεάστηκε πνευματικώς από τα Ελευσίνια Μυστήρια, εισήλθε στο διαγωνισμό των τραγικών ποιητών σε νεαρή ηλικία. Στην 70ή Ολυμπιάδα (499-496 π.Χ.) αγωνίστηκε εναντίον των προδρόμων του Πρατίνα και Χοιρίλου.

Σύμφωνα με το Πάριο Χρονικό, κατήγαγε την πρώτη από τις δεκατρείς νίκες του το 484 π.Χ.

Το λεξικό Σούδα αναφέρεται σε είκοσι οκτώ νίκες του Αισχύλου, αριθμός που μπορεί να εξηγηθεί μόνον ως προϊόν συνυπολογισμού τής εκ νέου παρουσίασης στο κοινό έργων του μεγάλου τραγικού ποιητή μετά το θάνατό του.

Άγνωστοι παραμένουν οι λόγοι που ώθησαν τον Αισχύλο, στην ακμή της ζωής του, στη Σικελία, στην αυλή του Ιέρωνα Α’, τυράννου των Συρακουσών.

Μια ερμηνεία που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι και ο Αισχύλος, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων μεγάλων σύγχρονων καλλιτεχνών, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση ενός ισχυρού άρχοντα της εποχής εκείνης.

Πιθανώς εκεί, στη Σικελία, ανέβασε μάλιστα ο Αισχύλος δεύτερη φορά τους Πέρσες, που του είχαν χαρίσει τη νίκη στην Αθήνα το 472 π.Χ., ενώ στον ίδιον τόπο συνέθεσε και το δράμα του Αίτναι (Αιτναίαι), που σχετιζόταν με την προσφάτως ιδρυθείσα πόλη Αίτνα.

Αισχύλος, το πνεύμα του δικαίου (Μέρος Α’)