Ψήφισε ή κάτσε σπίτι σου, μωρό μου
Και στην τελική δεν μπορείς να καταλήξεις; Ρίξε λευκό. Ρίξε άκυρο. Σκίσ' το στα δύο και βάλτο στο φακελάκι. Ζωγράφισε παπάκια
Κανονίστε μερικοί τη μέρα των εκλογών να μας τα σπάσετε τα νεύρα τα σπασμένα. Οργανωθείτε, συντονιστείτε, προς Θεού μην αφήσετε τίποτα στην τύχη και σας τη γλιτώσουμε. Λιώστε μας, πατήστε μας, διαλύστε μας. Γιατί μπορείτε. Γιατί είστε περισσότεροι. Γιατί είστε δυνατότεροι. Γιατί μας νικάτε.
Κανόνισε, αναποφάσιστε. Κανόνισε, εσένα το λέω. Εσένα που φτάνει παραμονή, φτάνει ανήμερα και δεν έχεις καταλήξει. Εσύ που ξεκινάς από το σπίτι κι ακόμα δεν ξέρεις τι, πώς, ποιον – και κυρίως γιατί – θα ψηφίσεις. Που μπαίνεις στο παραβάν και χαζεύεις τα ψηφοδέλτια σαν να είναι μπλουζάκια σε δοκιμαστήριο. Σου ‘χω νέα, αναποφάσιστε. Το παραβάν δεν είναι δοκιμαστήριο ανδρικών – γυναικείων. Γι’ αυτό δεν ξέρω αν πρόσεξες απέξω δεν υπάρχει υπάλληλος να σου μετράει τις κρεμάστρες. Κι όσο να πεις άλλο διαλέγω μπλούζα στην τύχη κι άλλο διαλέγω κόμμα στην τύχη.
Κανόνισε, να μας πάρεις πάλι όλους στον λαιμό σου. Γιατί ακούμε τα τέρατα έξω από τα εκλογικά τμήματα. Μια, λέει, βαρέθηκε να μετράει ένα σκασμό ψηφοδέλτια κι έριξε το ψηφοδέλτιο νούμερο 7. Ούτε το 6 ούτε το 8. Το 7 δαγκωτό. Πάντα ρίχνει το 7 δαγκωτό ανεξαρτήτως ποιο κόμμα πέφτει έβδομο στην ντάνα που της δίνουν στο εκλογικό το τμήμα. Ρωτάς τι ψηφίσατε κυρία μου, ψήφισα το 7. Τι ήταν το 7 που ψηφίσατε δεξιοί αριστεροί, όλο ευθεία, φασίστες, μασίστες, ένας λίγο γεματούλης, οικολόγοι, μια προς το σαντρέ, κουκουεμουλού, μουλουκουκουέ, τι ψηφίσατε τέλος πάντων; Τι να σας πω ιδέαν δεν έχω, πάντως το 7. Που είναι και το τυχερό μου νούμερο, εφτά εβδόμου παντρεύτηκα τον Ανέστη μου. Πάντα το κόμμα το 7 διαλέγω εγώ έτσι για το γούρι. Κι άμα έχω φαΐ στον φούρνο κι βιάζομαι, ψηφίζω το 4.
Ενας άλλος είπε να ψηφίσει ΚΙΝΑΛ λέμε τώρα. Και με το που μπαίνει στο παραβάν αρχίζουν να τρίζουν τα κόκαλα του παππού του του κομμουνιστή και πιάνει κουβέντα τώρα ο ψηφοφόρος με τα τριζάτα κόκαλα μια ώρα τώρα αυτό και κάτσε εσύ απέξω να περιμένεις.
Θα μου πεις, «δεν έχουμε δικαίωμα να ψαχνόμαστε;». Ενα μόνο; Χίλια δικαιώματα. Αυτό άλλωστε κάνει κάθε σκεπτόμενο άτομο. Αλλά κάποτε κάπου καταλήγει. Ανάλογα με τις ανάγκες του, τα πιστεύω του, την ιδεολογία του, τις διαψεύσεις του, την ιστορική του μνήμη ή την ιστορική του αμνησία. Καταλήγει. Διαβάζει, ενημερώνεται, ακούει, αξιολογεί, σταθμίζει, κρίνει, επικρίνει, επικροτεί. Κι αποφασίζει. Πριν μπει στην κάλπη πριν, όχι αφού βγει κι αρχίσει τα αχ βαχ δεν μου κοβόταν απ’ τη ρίζα. Πριν λέμε πριν. Αποφασίζει και ψηφίζει. Με μισή καρδιά, με ολόκληρη, με την καρδιά συντρίμμια – πάντως ψηφίζει. Αυτό ή αυτό το κόμμα, γι’ αυτό κι αυτό τον λόγο.
Δεν το ‘χεις; Οκ, δεν θα σε πιάσουμε κι απ’ τον λαιμό. Αλλά κάτσε σπίτι σου, ρε αγάπη μου. Μην έρχεσαι στο εκλογικό τμήμα να παίξεις με τα νεύρα μας. Κάτσε σπίτι σου, τράβα για μπάνιο, κάνε ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς. Σεβόμαστε τον αναποφάσιστο που ψάχνεται μέχρι να αποφασίσει. Τρελαινόμαστε με τον ψηφοφόρο που ρίχνει το 7 ή που ανοίγει διάλογο με του παππού τα κόκαλα.
Και στην τελική δεν μπορείς να καταλήξεις; Ρίξε λευκό. Ρίξε άκυρο. Σκίσ’ το στα δύο και βάλτο στο φακελάκι. Ζωγράφισε παπάκια. Γράψε «Λίτσα, σ’ αγαπώ». Κάνε καρδούλες, φατσούλες, ζουζουνιές. Τουλάχιστον μη μετρηθεί ως έγκυρο. Μπας και τη γλιτώσουμε οι υπόλοιποι.
Αντε μπράβο, χαρά μου. Αντε να τελειώνουμε με την πάρτη σου.