Πολλές είναι οι παράμετροι μιας νίκης ή μιας ήττας. Δεν αρκεί να δει κανείς απλώς ποιος κέρδισε τις περισσότερες ψήφους. Τις περισσότερες φορές ένας πολιτικός σχηματισμός χάνει από τον ίδιο του τον εαυτό και από την ικανότητα του ή όχι να διαμορφώσει τους όρους της αντιπαράθεσης ή τις διαχωριστικές γραμμές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές δεν έμπαινε με ευνοϊκούς όρους. Επικέντρωσε στις ευρωεκλογές υποτιμώντας όπως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος το ρήγμα στους δεσμούς με ψηφοφόρους του 2015 και υπερεκτιμώντας το αποτέλεσμα των προεκλογικών παροχών στους αναποφάσιστους.

Ταυτόχρονα, επενδύοντας κυρίως στο καλό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, υποτίμησε τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τη δυνατότητα που είχε η ΝΔ να ενισχύσει την παράσταση νίκης της μέσα από αυτά. Επιπλέον, πήγε σε ορισμένες από τις αυτοδιοικητικές μάχες με αναγκαστικές επιλογές, όπως η κ. Δούρου, που ήταν αδύνατο να μπορέσουν να ανατρέψουν το σε βάρος τους αρνητικό κλίμα.

Όμως, αυτό που υποτίμησαν ήταν ότι ένα κόμμα που εξαρχής δεν μπαίνει στις αυτοδιοικητικές εκλογές με δυναμική νίκης, σε πολλούς δήμους και σε κρίσιμες περιφέρειες, τότε είναι πολύ πιθανό να καταλήξει με μια ισχυρή δυναμική ήττας.

Οι μεγάλες απώλειες στις περιφέρειες

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές ήθελε να διατηρήσει μια ισχυρή παρουσία στις περιφέρειες με ιδιαίτερη έμφαση στην Αθήνα. Επέλεξε ο ίδιος να αναβαθμίσει σε κρίσιμη μάχη την Περιφέρεια Αττικής γνωρίζοντας, όμως, ότι εκεί θα είχε και τα μεγαλύτερα προβλήματα μια που μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού της Αττικής δεν συγχώρησαν ποτέ τη στάση και τον τόνο της κ. Δούρου και κυρίως την απουσία ακόμη και μιας συγγνώμης γα τα θύματα.

Όμως, με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο πήγαινε για μια βέβαιη ήττα αλλά και ταύτιζε ολόκληρο τον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ με τα πεπραγμένα της κ. Δούρου.

Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε να διατηρήσει τον έλεγχο στην Περιφέρεια Ιονίων. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ούτε και εκεί, όπου δεν χρεωνόταν κάποια τραγωδία, μπορούσε να συγκρατήσει το αρνητικό κλίμα κατά του κυβερνώντος κόμματος και υπέστη άλλη μια ήττα.

Προβληματική αποδείχτηκε και η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει υποψηφιότητες του ΚΙΝΑΛ σε ορισμένες περιφέρειες, με την ελπίδα ότι αυτό οδηγούσε σε «σίγουρες» νίκες.

Στην περίπτωση της Περιφέρειας Κρήτης η στρατηγική αυτή φαινομενικά δικαιώθηκε, εφόσον ο Στέλιος Αρναουτάκης «καθάρισε» την εκλογική μάχη από τον πρώτο γύρο. Όμως, σε σχετικά μικρό βαθμό αυτό πιστώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ (με την εξαίρεση των Χανίων όπου ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη), αφού έχουμε να κάνουμε με μια προσωπικότητα ιδιαίτερου κύρους και απήχησης.

Αντίθετα, στην Δυτική Ελλάδα, όπου όντως τα πράγματα θα κρίνονταν από την αθροιστική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛΛ, που στήριζαν την υποψηφιότητα Κατσιφάρα, το σχέδιο δεν λειτούργησε και η ΝΔ απέκτησε μια αρχικά ανέλπιστη νίκη και μάλιστα σε μια περιφέρεια που θεωρείται ότι είναι παραδοσιακό προπύργιο της κεντροαριστεράς.

Όμως, η απλή επίκληση του ότι ορισμένες υποψηφιότητες της ΝΔ είχαν ούτως ή άλλως δυναμική νίκης (Τζιτζικώστας στην Κεντρική Μακεδονία, Καχριμάνης στην Ήπειρο, Αγοραστός στη Θεσσαλία, Χατζημάρκου στο Νίτιο Αιγαίου) δεν εξηγεί τα πολύ αρνητικά αποτελέσματα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό φαίνεται και από το πώς σε ορισμένες περιπτώσεις η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει όρους μιας έστω αξιοπρεπούς δυναμικής, οδήγησε στο να είναι κρίσιμες περιφέρειες εσωτερική υπόθεση ενός ευρύτερου κεντροδεξιού και δεξιού χώρου. Αυτό δείχνουν και τα αποτελέσματα του Βορείου Αιγαίου αλλά και της Πελοποννήσου αλλά και της Στερεάς Ελλάδας.

Αυτό σήμαινε περιφερειακές εκλογές χωρίς ένα σαφές διαιρετικό σχήμα, παρά την επένδυση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια έντονα πολωτικό κλίμα.

Οι απώλειες στους δήμους

Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε μόνο απώλειες στις περιφέρειες είχε και σημαντικές αποτυχίες στους Δήμους. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο δήμο της Αθήνας, όπου σε τελική ανάλυση ούτως ή άλλως ήταν μεγάλη επιτυχία το γεγονός ότι πέρασε στο δεύτερο γύρο ο Νάσος Ηλιόπουλος αλλά σε μια σειρά από άλλους δήμους.

Στον Πειραιά ο Νίκος Μπελαβίλας απέτυχε αναδειχτεί σε αντίπαλο δέος στον Γιάννη Μώραλη και έμεινε έξω από τον δεύτερο γύρο, ενώ αντίστοιχα η κ. Νοτοπούλου παρά τον αέρα που της έδινε η υπουργική της θέση έμεινε εκτός του δεύτερου γύρου σε μια εκλογική μάχη που αντικειμενικά η απουσία του Γιάννη Μπουτάρη την έκανε ανοιχτή και όπου η δεύτερη θέση στον πρώτο γύρο κρίθηκε κάτω από το 15%.

Όμως, απώλειες υπήρξαν και σε μια σειρά από μεσαίους δήμους που αντικειμενικά αποτελούν πλήγμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, με απώλειες σε χώρους που παραδοσιακά είχε δυνάμεις, είτε μιλάμε για πιο λαϊκές περιοχές είτε για πιο μικροαστικές. Έτσι, ο Δ. Μπίρμπας χάνει το Δήμο Αιγάλεω, ο Γιάννης Σταθόπουλος το Δήμο Αγίας Παρασκευή, η Τίνα Κατσαφάκη το Δήμο Ζωγράφου, ο Ηρακλής Γκότσης έμεινε εκτός δεύτερου γύρου στη Νέα Ιωνία, ενώ χρεώνεται εν μέρει την ήττα του Σταύρου Κασιμάτη στον Κορυδαλλό.

Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν ο Άκης Κατωπόδης στον Βύρωνα, ο Θανάσης Καλογιάννης στη Λάρισα (από κοινού με το ΚΙΝΑΛ), ο Γιώργος Ιωακειμίδης στη Νίκαια που όμως είναι μια υποψηφιότητα που ούτως ή άλλως έχει ιδιαίτερη τοπική δυναμική, ο Χρήστος Βρετάκος στο Κερατσίνι – Δραπετσώνα και ο Σίμος Ρούσος στο Χαλάνδρι, οι δύο τελευταίοι επίσης υποψηφιότητες με μεγάλη τοπική ιστορία και όχι απαραίτητα ταύτιση με τον κεντρικό ΣΥΡΙΖΑ.

Αντίστοιχα, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσαν να συμβάλουν σε «αντιδεξιές» συσπειρώσεις, π.χ. εκεί όπου στο δεύτερο γύρο υπήρχαν υποψήφιοι του ΚΚΕ, παρότι αυτό θα μείωνε την εικόνα μιας πλήρους κατίσχυσης της Νέας Δημοκρατίας.

Απώλειες σε ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων

Εάν κανείς δει τη συνολική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές θα δει να επιβεβαιώνονται γεωγραφικά τα στοιχεία που είχαν αποτυπωθεί και στο exit poll ως προς την κοινωνικής σύνθεση της ψήφου των ευρωεκλογών.

Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τα στοιχεία του exit poll η ΝΔ κατάφερε να σπάσει την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ σε κατηγορίες όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, πλάι στην πρωτοκαθεδρία στους αυταπασχολούμενους, τους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει όχι μόνο μικροαστικές περιοχές αλλά ακόμη και εργατικές και λαϊκές.

Η επίκληση της αποχής δεν αρκεί

Η προσπάθεια να αποδοθεί η αιτία της ήττας στην αυξημένη αποχή δεν επαρκεί. Πρώτον, γιατί ειδικά στις περιφέρειες πολλά πράγματα κρίθηκαν στον πρώτο, είτε με τις εξαρχής νίκες υποψηφίων της ΝΔ, είτε με τη διαμόρφωση συσχετισμών που έκαναν το δεύτερο γύρο «οικογενειακή υπόθεση» της κεντροδεξιάς.

Δεύτερον, γιατί η αποχή δεν είναι μια «μονοσήμαντη» παράμετρος. Ούτε η αποχή επιμερίζεται ισότιμα σε όλα τα κόμματα. Προφανώς και αποτυπώνει μια γενική απογοήτευση του εκλογικού σώματος απέναντι στο πολιτικό σύστημα, όμως μέσα στη γενική τάση έχει σημασία ποιο κόμμα είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη δυσκολία να κινητοποιήσει ψηφοφόρους.

Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές, ως ένα βαθμό στον πρώτον γύρο, αλλά σίγουρα στον δεύτερο γύρο, ούτε μπόρεσε να κινητοποιήσει το σύνολο της δυνητικής του εκλογικής επιρροής, ούτε μπόρεσε να διαμορφώσει όρους έστω και αμυντικής συσπείρωσης απέναντι στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, παρότι διαχρονικά οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν και τέτοια χαρακτηριστικά.

Όμως, όταν ένα κόμμα ούτε μπορεί να κινητοποιήσει το δικό του δυναμικό, ούτε κατορθώνει να διαμορφώνει αντισυσπειρώσεις έναντι του αντιπάλου του, σε εκλογές που δίνουν αυτή τη δυνατότητα, τότε αυτό το κόμμα έχει σοβαρό πρόβλημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι ταυτόχρονα κυρίαρχος σε έναν ευρύτερο αριστερό και κεντροαριστερό χώρο και ταυτόχρονα έχει εμφανή αδυναμία να συσπειρώσει το δυναμικό του, έχει χάσει μέρος της επιρροής του και αδυνατεί να έχει μια «ηγεμονική» απεύθυνση στο σύνολο αυτού του χώρου.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα και της φθοράς από τέσσερα χρόνια μνημονιακής διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας αλλά και της απουσίας ενός σαφούς αφηγήματος για μια επόμενη μέρα που να είναι διαφορετική από την απλή διαιώνιση της σημερινής συνθήκης.

Και είναι όλα αυτά που διαμορφώνουν την πραγματική «παράσταση ήττας» για το κυβερνών κόμμα ενόψει των βουλευτικών εκλογών.