Η κατάσταση στην κυπριακή ΑΟΖ βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή. Η Αγκυρα θέλει να αυξήσει για τη Λευκωσία το κόστος συνέχισης του ενεργειακού της προγράμματος, γκριζάροντας περιοχές που ανήκουν στη δικαιοδοσία της δεύτερης. Ουσιαστικά, η Τουρκία, επιχειρώντας να αντιστρέψει τη δυσμενή για αυτήν περιφερειακή πραγματικότητα, θέτει προς την Κυπριακή Δημοκρατία το δίλημμα «ενέργεια αντί κυριαρχίας», δημιουργώντας de facto τετελεσμένα στην περιοχή όπου το διεθνές δίκαιο παρέχει πλήρη δικαιώματα στη Λευκωσία. Κοντολογίς, κλιμακώνοντας την πίεση, προσδοκά πως θα κάμψει τις αντιστάσεις των Ελληνοκυπρίων, υποχρεώνοντάς τους σε αναδίπλωση.

Αυτή θα μπορούσε να είναι είτε η μερική αναστολή του ενεργειακού τους προγράμματος ή η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου ή ο ορισμός ενός ταμείου συνεκμετάλλευσης με τον ΟΗΕ ή την ΕΕ σε ρόλο θεματοφύλακα. Ωστόσο, σε μια τέτοια περίπτωση, η όρεξη της Αγκυρας θα ανοίξει. Δεν θα αρκεστεί σε κάποιο/κάποια από τα παραπάνω, αλλά θα επιδιώξει τη συμπερίληψή της όχι μόνο ως δυνητικού πελάτη, αλλά και ως διαμετακομιστή του φυσικού αερίου προς την ευρωπαϊκή αγορά.

Παρότι η Τουρκία δείχνει να εξετάζει σενάρια διχοτόμησης, επιθυμεί κατ’ αρχάς μια λύση του Κυπριακού κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της, θέλοντας να αποφύγει το ρίσκο εξαίρεσης των Τουρκοκυπρίων από τα οφέλη αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου αλλά και την κατακραυγή σε περίπτωση προσάρτησης των Κατεχομένων.

Η Αγκυρα θεωρεί τους Τουρκοκύπριους εργαλείο για την προώθηση των συμφερόντων της και ασφαλώς στο σενάριο διχοτόμησης η χρησιμότητά τους θα περιοριστεί δραστικά. Από την άλλη, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τους χάρτες που εμφανίζει η Τουρκία, η προσδοκία της είναι πως σε περίπτωση διαίρεσης θα ελέγξει ένα ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι των κυπριακών θαλάσσιων ζωνών, επικαλούμενη τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων επ’ αυτών. Αυτή η υπόθεση, ακόμη και αν είναι νομικά έωλη, θα επιβληθεί de facto, όπως και η κατοχή 37% της κυπριακής επικράτειας, προκαλώντας τη Λευκωσία και τους συμμάχους της να την ανατρέψουν. Στην παρούσα φάση, πάντως, περισσότερο θέλει να προκαταλάβει τυχόν μελλοντικές διαβουλεύσεις.

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι παράλληλα με τις απειλές προς πάσα κατεύθυνση και τις επιθετικές ενέργειες εντός της κυπριακής ΑΟΖ η Τουρκία διατηρεί ανοιχτή την προοπτική συμβιβασμού με μια συμφωνία που θα εξασφαλίζει την τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά ασφαλώς και την ίδια. Καταλαβαίνει ενδεχομένως ότι οι ενέργειες των τελευταίων ημερών έχουν ημερομηνία λήξης και πάντως δεν μπορούν να δώσουν οριστική λύση στα περιφερειακά της αδιέξοδα.

Αρα, η Τουρκία λογικά θα επιδιώξει μια γρήγορη λύση ώστε να μη χρειαστεί να εξακολουθήσει για καιρό να διαθέτει μεγάλα κεφάλαια για ερευνητικές γεωτρήσεις και δη αμφίβολου αποτελέσματος (ειδικότερα ως προς τον στόχο Φοινίκη 1). Αυτό εξηγεί και την πολύ μεγάλη πίεση που ασκεί επί της Κύπρου, η οποία, κατόπιν μιας νέας κλιμάκωσης το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, διόλου δεν αποκλείεται να «ξεφουσκώσει» αργότερα. Επιπρόσθετοι αποτρεπτικοί παράγοντες για την επί μακρόν διατήρηση των ερευνητικών γεωτρήσεων είναι ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις από την ΕΕ (όσο περνάει ο χρόνος θα εδραιώνεται η ανάγκη μετριασμού της τουρκικής παραβατικότητας), οι δυσκολίες παραμονής εταιρειών και προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης και το κόστος, που μόνο στην παρούσα φάση ξεπερνά τα 100 χιλιάδες δολάρια ημερησίως, χωρίς καν να έχει ξεκινήσει εργασίες το δεύτερο γεωτρύπανο.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»