«…απόμακροι εξ αρχής / εκτός παραδομένου κόσμου εσείς / ανήλικοι διαρκώς / μα κι απ’ το καθεστώς / αμόλυντοι ευτυχώς, εσείς». Ζητώ συγγνώμη από τον Διονύση Σαββόπουλο που έκανα το «εμείς» «εσείς» στο τραγούδι του.

Βγήκα στην κυκλοφορία μία εικοσαετία αργότερα, με του ’80 τους εκδρομείς. Η γενιά όμως στη νεολαία της οποίας είναι αφιερωμένη η έκθεση με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα Αρχείων, ήταν ο φάρος μας. Και οι εκπρόσωποί της η πηγή των εμπνεύσεων και τους σθένους μας. Είχαμε την εντύπωση ότι εμείς είχαμε πάρει από εκείνους τη σκυτάλη. Κι ας είχε μεσολαβήσει μια γενιά.

Τι είναι αυτό που κάνει μια γενιά, ιδιαίτερα στην πρώτη νιότη της, να ξεχωρίζει, να καταγράφεται με αυτόν τον τρόπο στην Ιστορία; Είναι αποτέλεσμα των δικών της έργων ή των συγκυριών της εποχής;

Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Η δεκαετία του 1960 ήταν η δεκαετία των μεγάλων αλλαγών σε ολόκληρο τον κόσμο. Που η ελληνική νεολαία της εποχής (η πρώτη που δεν είχε μνήμες πολέμου, τα παιδιά της γενιάς του Εμφυλίου) προσπάθησε να τις ενσωματώσει σε μια ελληνική κοινωνία κλειστή, συντηρητική, εσωστρεφή και φοβική. Είναι η γενιά της αντίστασης στη Χούντα, αυτή που έβαλε τα φουρνέλα για να πέσουν τα βράχια, να ανοίξουν οι δρόμοι για εμάς τους υπόλοιπους.

Τη ζηλεύω αυτή τη γενιά διότι είδε να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια της οι δικοί μας μύθοι. Είναι η γενιά της «Χαμένης Ανοιξης» του Τσίρκα. Αυτή που πρωτάκουσε στο Ρεξ το «Αξιον Εστί» του Ελύτη μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη, που πρωτοτραγούδησε τους Στόουνς, που διεκδίκησε το δικαίωμα στον ελεύθερο έρωτα και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Είναι η γενιά για την οποία γράφτηκε η «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», επίσης του Σαββόπουλου. Και αν οι περισσότεροι από τους «συντρόφους οικοδόμους» έγιναν μεγαλοεργολάβοι με μπλοκ επιταγών, αυτό το μπλοκ ήταν «…χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν / τη γη του θησαυρού, τους τίτλους τ’ ουρανού / το αίμα του Θεού».