Κόκκινη Εκκλησιά, το Βασιλομονάστηρο των Τζουμέρκων
Ένα ιδιαίτερα αξιόλογο βυζαντινό μνημείο
Η ορεινή και άγονη περιοχή των Τζουμέρκων έχει διανύσει μια μακραίωνη ιστορική πορεία. Αδιάψευστοι μάρτυρές της στέκουν τα μνημεία των διαφορετικών περιόδων, όπως και τα ποικίλα ευρήματα. Ωστόσο, η πλειονότητα των αρχαίων μνημείων και σχεδόν το σύνολο των ευρημάτων παραμένουν θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση, άγνωστα και ανεξερεύνητα. Αλλά και τα ευκολότερα προσβάσιμα μεταβυζαντινά και νεότερα μνημεία δεν έχουν μελετηθεί, αναδειχθεί και αξιοποιηθεί επαρκώς, με ορισμένες εξαιρέσεις.
Το μοναδικό γνωστό έως τώρα σωζόμενο βυζαντινό μνημείο των Τζουμέρκων και ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που μαρτυρούν την κατοίκηση και τη σημασία τους κατά τη μεσαιωνική περίοδο είναι η Παναγία Βελλά ή Κόκκινη Εκκλησιά. Πρόκειται για το καθολικό μονής, εκτός από το οποίο δεν έχει σωθεί το παραμικρό από τα κελιά ή τα προσκτίσματά της.
Βρίσκεται στο συνοικισμό Παλαιοχώρι Άρτας, 3 χλμ νότια του Βουργαρελίου και ακριβώς δίπλα στην οδική αρτηρία που ένωνε κατά την περίοδο του Δεσποτάτου την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία.
Ο ναός είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Ωστόσο, είναι περισσότερο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά, εξαιτίας του πλήθους των πλίνθων που διακοσμούν τους εξωτερικούς του τοίχους. Αναφέρεται επίσης, κυρίως από τους λόγιους, ως Παναγία Βελλάς, καθώς για κάποιο διάστημα αποτέλεσε μετόχι της ομώνυμης μονής, αλλά και ως Βασιλομονάστηρο, προσωνυμία που αποδίδει την αρχική του λειτουργία ως καθολικού μονής, τη σημασία του και τη σχέση του με τον οίκο των δεσποτών της Ηπείρου.
Αναφορικά με την ιστορική του πορεία, τα ελάχιστα σωζόμενα στοιχεία καθιστούν δυσχερή τη σκιαγράφησή της. Ωστόσο, το έτος ίδρυσης και ιστόρησης μπορούμε να το προσεγγίσουμε με αρκετή ακρίβεια χάρη στην αποσπασματικά σωζόμενη κτητορική επιγραφή του καθολικού επάνω από τη δυτική είσοδο του κυρίως ναού. Παράλληλα στην ανατολική πλευρά του νάρθηκα, σώζεται η τοιχογραφία των δωρητών του ναού.
Βέβαια, για την ακριβή χρονολογία ανέγερσης και τοιχογράφησης του καθολικού έχουν προταθεί αρκετές απόψεις, ανάλογα με την ανάγνωση της επιγραφής και το συνδυασμό των στοιχείων. Οπωσδήποτε, η ανέγερση και ιστόρηση του καθολικού τοποθετούνται στα τέλη του 13ου αιώνα.
Η μονή ιδρύθηκε επάνω στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία, αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα Άρτα, και θεωρείται ως το πιο απομακρυσμένο από το σύνολο των μνημείων της. Πρέπει να γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Σε κάποια χρονική περίοδο, άγνωστο πότε και ενώ είχε περιπέσει σε παρακμή, υπήχθη ως μετόχι στη μονή Βελλάς. Μετά την ίδρυση της μονής Αγίου Γεωργίου στο Βουργαρέλι, στα μέσα του 17ου αιώνα, η Κόκκινη Εκκλησιά προσαρτήθηκε σε αυτή και παρέμεινε μετόχι της έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Τη δεκαετία του 1950 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Το 1967 υπέστη αρκετές ζημιές από το σεισμό που έπληξε την περιοχή. Έκτοτε ξεκίνησαν από τον Α. Ορλάνδο εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, ενώ σήμερα το μνημείο ανασκάπτεται, συντηρείται και αναστηλώνεται συστηματικά από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων.
Αρχιτεκτονικά, η Κόκκινη Εκκλησιά ανήκει στη σχολή που αναπτύχθηκε στη ΒΔ Ελλάδα, στο πλαίσιο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, και είναι γνωστή στην έρευνα ως «Σχολή του Δεσποτάτου». Θεωρείται ως ένα από τα σημαντικά και χαρακτηριστικά μνημεία της. Έχει κτιστεί στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου δίστυλου ναού. Πρόκειται για ένα σχεδόν ορθογώνιο κτίριο, με τρίπλευρη αψίδα στα ανατολικά και ορθογώνιο νάρθηκα στα δυτικά.
Η τοιχοποιία του καθολικού είναι πλινθοπερίκλειστη. Αξιοσημείωτος για τον πλούτο του θεματολογίου του, την ποικιλία ως προς την τοποθέτηση των θεμάτων και τη συχνότητα εμφάνισής του είναι ο κεραμοπλαστικός διάκοσμός του. Εκτός όμως από την αρχιτεκτονική του καθολικού, εξίσου σημαντικά είναι και τα ευρήματα στο εσωτερικό του ναού. Πρόκειται για τα σωζόμενα τμήματα του αρχικού γύψινου τέμπλου, αλλά και σπαράγματα του τοιχογραφικού του διακόσμου.
*Οι ανωτέρω πληροφορίες για την Κόκκινη Εκκλησιά της Άρτας προέρχονται εξ ολοκλήρου από το πληρέστατο άρθρο της αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρου, υποψήφιας διδάκτορος Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που δημοσιεύτηκε στον εξαίρετο διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες».
- Τι είπε ο Ρογκαβόπουλος για Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό: «Θα πάνε… μέχρι τέλους»
- «Κόκκαλο» με τον Γεράσιμο Γεννατά: Νέες παραστάσεις στο Θέατρο Σημείο
- Άμεσα έργα για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας ζητάει ο Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας
- Οι ειδήσεις που πρέπει να ξέρεις από το in [Βίντεο]
- Λονδίνο: Η ψηλότερη και η κοντύτερη γυναίκα στον κόσμο συναντήθηκαν για τσάι (βίντεο)
- Προεδρία της Δημοκρατίας: Η ονοματολογία εγκλωβίζει την κυβέρνηση σε φαύλο κύκλο – Εν αναμονή δήλωσης Καραμανλή για Σαμαρα, ΝΔ