«Διαλυμένη» αγορά εργασίας – Τα πρώτα δείγματα γραφής της κυβέρνησης, οι φόβοι των εργαζομένων
Η σπουδή της κυβέρνησης να ανοίξει το φάκελο των εργασιακών πριν καν συμπληρώσει ένα μήνα διακυβέρνησης, και με τροπολογίες κυριολεκτικά της τελευταίας στιγμής, αλλά και κάποια από τα επιχειρήματα υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών που παραπέμπουν στη λογική του «κάνω χατίρια στους εργοδότες για να μην απολύουν και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας», είναι που τρομάζουν περισσότερο τους εργαζόμενους και προβληματίζουν για την επόμενη ημέρα στην αγορά εργασίας
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- «Στο έλεος των fund» – Σε υπερήλικα με σύνταξη 395 ευρώ, του ζητούν 800€ για να μην βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του
- Washington Post: Αιμορραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- «Έχουμε μάθει να ζούμε με τον πόνο» - Ραγίζει καρδιές η μητέρα της Έμμας
Αν έρθουν για έλεγχο θα κάνεις τον πελάτη, είναι η διαταγή που δέχεται η πλειονότητα των –συνήθως νέων σε ηλικία- εργαζόμενων που δουλεύουν σε μπαρ, καφέ, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια κτλ. Η πιο πολιτισμένη εκδοχή της τακτικής σε κρύβω στην αποθήκη ή σε ψυγείο που επίσης έχουμε δει. Ο λόγος; Δηλώνονται για λιγότερες ώρες από αυτές που πραγματικά δουλεύουν ή και καθόλου, η λεγόμενη «κατάμαυρη εργασία».
Θα πάρεις το δώρο των Χριστουγέννων (σ.σ. απειλείται με αυτόφωρο ο εργοδότης που δεν το καταβάλει), αλλά το απόγευμα θα το βγάλεις από την τράπεζα και θα μου το επιστρέψεις ατόφιο, είναι επίσης ένα από τα πολύ διαδεδομένα deals μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη στους παραπάνω κλάδους και όχι μόνο.
Σε αυτά να προστεθούν οι μισθοί πείνας -με το φαινόμενο των «φτωχών εργαζόμενων» (άνθρωποι που ενώ έχουν δουλειά φλερτάρουν ή βρίσκονται στο όριο της φτώχειας) να έχει πάρει πια εκρηκτικές διαστάσεις-, οι κακές συνθήκες εργασίας και οι απαράδεκτες συμπεριφορές, οι απλήρωτες υπερωρίες, η επίσης απλήρωτη εργασία για αργίες και Σαββατοκύριακα.
Και όλα αυτά, με πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο της απόλυσης, παρά την αποδοχή όλων τα παραπάνω, γιατί βρέθηκε νεότερος, φθηνότερος, και πιο «υπάκουος».
Τα παραπάνω δίνουν μια μικρή μόνο γεύση -και μάλλον ήπια, αφού κατά καιρούς έχουν καταγγελθεί φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας που σοκάρουν- για το τι επικρατεί στην αγορά εργασίας σήμερα και το τι καλείται η νέα κυβέρνηση να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει.
Για την επαναφορά της αγοράς εργασίας σε μια βιώσιμη και δίκαιη για τον εργαζόμενο κανονικότητα η κυβέρνηση καλείται να μετρηθεί με την «ευρηματικότητα» των εργοδοτών να βρίσκουν τρόπους για να παρανομήσουν, ώστε να κλείσει και την τελευταία χαραμάδα που τους το επιτρέπει.
Να λάβει υπόψη την υπερβολικά υψηλή ακόμη ανεργία και κατ’ επέκταση την έντονη ανασφάλεια και έλλειψη διαπραγματευτικής δύναμης από τους εργαζόμενους.
Να μελετήσει την νοοτροπία και την έλλειψη κουλτούρας εταιρικής και κοινωνικής ευθύνης των εργοδοτών που διοικούν πολύ μικρές ή μικρές επιχειρήσεις που ο μεγάλος αριθμός τους μειώνει σημαντικά την πιθανότητα να πιαστούν στη τσιμπίδα των ελεγκτών εργασίας, ενώ όταν έχουν 2-3 άτομα προσωπικό είναι σχεδόν σίγουροι ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει καταγγελία για αυτούς.
Είναι παντού
Και καλώς ή κακώς πάνω από το 90% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, οπότε τις δικές τους πρακτικές πρέπει να «πολεμούν» οι προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις.
Όχι ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις με πολυάριθμο προσωπικό -και εδώ και έξω από τα σύνορα- δεν συμβαίνουν παρατυπίες, αλλά είναι πιο εύκολο να ελεγχθούν ακριβώς επειδή στην Ελλάδα είναι λίγες, αλλά και γιατί με πολυάριθμο προσωπικό είναι δύσκολο να μην γίνει γνωστό το τι συμβαίνει, ώστε να επέμβουν οι αρμόδιες Αρχές. Ενδεικτικά αναφέρεται, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, ότι την πρόσφατη καταγγελία για την Amazon και τις κακές συνθήκες εργασίας, με εργαζόμενους στις αποθήκες να αναγκάζονται να ουρούν σε πλαστικά μπουκάλια αντί να πάνε στη τουαλέτα κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους, προφανώς για να μην χάνουν χρόνο, την έμαθε όλος ο πλανήτης.
Μουδιασμένος και φοβισμένος ο κόσμος της εργασίας
Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό, η επόμενη ημέρα της κατάργησης από την κυβέρνηση της ΝΔ προστατευτικών διατάξεων για τους εργαζόμενους βρίσκει προβληματισμένο και μάλλον φοβισμένο τον κόσμο της εργασίας, που πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι σημαίνουν οι αλλαγές αυτές και αν όντως πλήττουν τη δυνατότητά του να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, ενημερώθηκε και για τις επικείμενες τροποποιήσεις στον συνδικαλιστικό νόμο.
Η σπουδή της κυβέρνησης να ανοίξει το φάκελο των εργασιακών πριν καν συμπληρώσει ένα μήνα διακυβέρνησης, και με τροπολογίες κυριολεκτικά της τελευταίας στιγμής, αλλά και κάποια από τα επιχειρήματα υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών που παραπέμπουν στη λογική του «κάνω χατίρια στους εργοδότες για να μην απολύουν και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας», είναι που τρομάζουν περισσότερο τους εργαζόμενους και προβληματίζουν για την επόμενη ημέρα στην αγορά εργασίας, που παραμένει βαθιά πληγωμένη και πλήρως απορρυθμισμένη παρά την έξοδο από τα μνημόνια.
Η κατάργηση κατακτήσεων για τις οποίες απαιτήθηκαν χρόνια αγώνα είναι το ισχυρότερο πλήγμα της κρίσης, προειδοποιούσαν ήδη από την αρχή της κρίσης και του «ξηλώματος» σημαντικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας οι ειδικοί, προεξοφλώντας ότι η επανάκτησή τους δεν θα είναι καθόλου εύκολο έργο.
Πόσο μάλλον εάν τα εργασιακά, θέμα που αποτελεί κόκκινο πανί για τους δανειστές, «θυσιαστούν» στο βωμό της μείωσης των πλεονασμάτων ή άλλων διευκολύνσεων, προσθέτουν με νόημα οι ίδιοι.
Είναι πολύ νωπές οι μνήμες της αντιμετώπισης των θεσμών σε κάθε φιλεργατική διάταξη. Ακόμη και οι αλλαγές που έφερε η προηγούμενη κυβέρνηση μετά το τέλος των μνημονίων αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τους εκπροσώπους των δανειστών, οι οποίοι έχουν θέσει ως μεταμνημονιακή υποχρέωση τη μη ανατροπή «μεταρρυθμίσεων» που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων στην αγορά εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό και με την κυβέρνηση να έχει αναγάγει σε μέγα στόχο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι πολύ πιθανό οι δανειστές να ζητήσουν «ανταλλάγματα» στον τομέα των εργασιακών.
Ο βάσιμος λόγος απόλυσης, ενώ οργιάζουν τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας
Η πρώτη πράξη της κυβέρνησης και μάλιστα μέσω τροπολογιών που κατέθεσε τελευταία στιγμή ο υπουργός Εργασίας, στο πολυνομοσχέδιο που αφορούσε, μεταξύ άλλων, το πανεπιστημιακό άσυλο, ήταν η κατάργηση εμβληματικών για την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατάξεων, γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη της Αντιπολίτευσης.
Το υπουργείο Εργασίας προχώρησε στην κατάργηση τριών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν στη θεσμοθέτηση του βάσιμου λόγου απόλυσης στο εθνικό δίκαιο, τη συνυπευθυνότητα μεταξύ αναθέτοντος την εκτέλεση εργασίας ή έργου και του εργολάβου ή υπεργολάβου για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και τις αλλαγές στις ημερομηνίες στην περίπτωση της συμφιλιωτικής διαδικασίας.
Για μνημονιακές τροπολογίες χωρίς μνημόνιο, κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΣΕΒ και κατάργηση του πυρήνα της φιλεργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσε να μιλήσει η Αξιωματική Αντιπολίτευση, ενώ έντονες αντιδράσεις υπήρξαν και από την ελάσσονα αντιπολίτευση.
Με τον Έλληνα εργαζόμενο να νιώθει συνεχώς τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης να επικρέμαται το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην αιτιολογημένη απόλυση.
Το παρήγορο είναι ότι σύμφωνα με εργατολόγους η κατάργηση της διάταξης του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιφέρει ουσιαστικό πλήγμα στην προστασία του εργαζομένου σε περίπτωση καταχρηστικής απόλυσης.
Νομικοί καθησυχάζουν επισημαίνοντας ότι το ελληνικό δίκαιο προστασίας των εργαζόμενων από τις απολύσεις, πριν από την διάταξη ΣΥΡΙΖΑ ήταν, ήδη, απολύτως συμβατό με τις επιταγές του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ενώ ο συνδυασμός νομολογιακής και νομοθετικής προστασίας το είχε καταστήσει και πληρέστερο από άποψη ουσιαστικής προστασίας.
Τι λένε οι εργατολόγοι
Όπως εξήγησε στο in.gr o εργατολόγος Γιάννης Καρούζος «η διάταξη που καταργεί τον βάσιμο λόγο απόλυσης επαναφέρει το καθεστώς των απολύσεων που στην χώρα μας ίσχυε από το 1920. Οι απολύσεις στην χώρα μας ελέγχονταν από τα δικαστήρια ως προς την καταχρηστικότητά τους, δεν χρειαζόταν και ήταν περιττή η διάταξη για τον βάσιμο λόγο».
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο «η διάταξη του βάσιμου λόγου γραφειοκρατικοποιούσε τις απολύσεις και στιγμάτιζε τους εργαζόμενους στην αναζήτηση επόμενης εργασίας τους».
Σε αυτό ωστόσο που διαφωνεί με την κυβέρνηση είναι η αναδρομικότητα της νέας διάταξης. «Η νέα διάταξη δεν θα πρέπει να έχει αναδρομική ισχύει αφού, αν αυτό ισχύσει εκατοντάδες απολύσεις που έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει θα είναι στον αέρα, οι εργαζόμενοι θα απολέσουν τα δικαιώματά τους και οι επιχειρήσεις θα βρεθούν σε δικαστικές περιπέτειες».
«Η χώρα μας έχει προστατευτικό δίκαιο απόλυσης ισχυρό για τους εργαζόμενους και η αναφορά του βάσιμου λόγου από την καταργηθείσα διάταξη ουδέν περισσότερο προσέθετε. Είναι αναγκαίο να αποσαφηνισθεί με εγκύκλιο ότι η νέα διάταξη θα ισχύει στο μέλλον και δεν θα καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις δημιουργώντας ανασφάλεια δικαίου», καταλήγει ο κ. Καρούζος.
Ωστόσο, όπως καθίσταται σαφές και από τις δηλώσεις των εργοδοτικών φορέων που έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για την κατάργηση της αιτιολογημένης απόλυσης, αύξανε -έστω και με λανθασμένο τρόπο- τον βαθμό δυσκολίας για τον εργοδότη να προχωρήσει σε μια απόλυση.
Εξ ου και η τοποθέτηση του εργατολόγου, Κώστα Τσουκαλά, μιλώντας στο News247, δεν είναι καθόλου καθησυχαστική.
«Σαφώς και θίγονται τα δικαιώματα. Με την προηγούμενη διάταξη είχε μπει μια ‘ασπίδα’, καθώς ο εργοδότης έπρεπε να αιτιολογήσει την απόλυση. Το ότι έπρεπε να αιτιολογείται σπουδαίος λόγος απόλυσης ήταν ένας φραγμός στην αυθαιρεσία. Δεν το βιώσαμε στην πράξη καθώς κράτησε για πολύ λίγο καιρό», επισημαίνει ο κ. Τσουκαλάς.
«Το βασικό», εξηγεί ο ίδιος, «ήταν ότι πέρναγε το βάρος να αποδειχθεί αν η απόλυση ήταν έγκυρη ή άκυρη στον εργοδότη. Τώρα, περνάει στον εργαζόμενο. Η απόλυση θεωρείται έγκυρη επί της αρχής και ο εργαζόμενος πρέπει αυτό να το αμφισβητήσει».
Μάλιστα προεξοφλεί ότι θα ακολουθήσουν και άλλες τέτοιες παρεμβάσεις. «Κατ’ εμέ είναι μόνο η αρχή αυτό που είδαμε. Υπάρχει όπως φαίνεται μια άλλη φιλοσοφία σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις. Οι εμβληματικού τύπου αλλαγές δεν θεωρώ πως θα κινδυνεύσουν, αλλά αυτές οι ουσιαστικές παραμετρικές αλλαγές θα έρθουν», σημειώνει.
Το «φακέλωμα» του εργαζομένου
Σε ό,τι αφορά το «φακέλωμα» του εργαζόμενου στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη», ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα που προέβαλε η ΝΔ για την κατάργηση της αιτιολογημένης απόλυσης, οι υποστηρικτές της διάταξης του βάσιμου λόγου απόλυσης το χαρακτηρίζουν προσχηματικό και αποπροσανατολιστικό, εντασσόμενο στην προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει την κατάργηση ως μέτρο φιλεργατικό.
«Η κυβέρνηση αναφέρει πως η αλλαγή γίνεται για να μη στιγματίζεται ο εργαζόμενος, κάτι που όμως δεν αποτελεί σοβαρό επιχείρημα», σημειώνει ο κ. Τσουκαλάς.
Η αυθόρμητη δε απάντηση εργαζομένων είναι ότι με ή χωρίς βάσιμο λόγο η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι μικρή και αν βγάλεις κακό όνομα στην αγορά δεν ξαναβρίσκεις δουλειά, τουλάχιστον σε παρεμφερές αντικείμενο εργασίας.
Ο υπουργός Εργασίας, πάντως, επιμένει ότι η αναγραφή του λόγου απόλυσης στην Εργάνη θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη μετέπειτα επαγγελματική πορεία του απολυμένου.
«Υπέγραψα την εγκύκλιο με την οποία καταργούνται στην πράξη οι αναχρονιστικού, μεσαιωνικού θα έλεγα, χαρακτήρα προβλέψεις για το ηλεκτρονικό ‘φακέλωμα’ των εργαζομένων που επιχείρησε, λίγες μέρες πριν από τις πρόσφατες εκλογές, να καθιερώσει η προηγούμενη κυβέρνηση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης πριν από λίγες ημέρες, προχωρώντας μάλιστα και σε «αποκαλύψεις» που αποδεικνύουν την ορθότητα του ισχυρισμού του.
«Ήδη, στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ είχαν καταγραφεί περιπτώσεις λόγων απόλυσης που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσαν τους απολυμένους σε αδυναμίας εύρεσης δουλειάς την επόμενη μέρα. Κάποια παραδείγματα: ‘’αργός και οκνηρός, ανεπαρκής, αδικαιολόγητες απουσίες, ιατρικοί λόγοι κ.λπ.’’. Όλα αυτά πλέον διαγράφονται και οι εργαζόμενοι αποφεύγουν την υπονόμευση του επαγγελματικού τους μέλλοντος».
Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι γνωρίζοντες τα εργασιακά ξαφνιάστηκαν με τη δήλωση Βρούτση και δήλωσαν άγνοια για το πού θα μπορούσαν να αναγράφονται στην Εργάνη τέτοιοι γλαφυροί χαρακτηρισμοί ως λόγος απόλυσης.
Εμπλεκόμενοι στη διαδικασία προσλήψεων-απολύσεων (φοροτεχνικοί, λογιστές, δικηγόροι, εργοδότες, εργαζόμενοι) επισημαίνουν ότι το έντυπο Ε6 και μετά την ενσωμάτωση του «βάσιμου λόγου απόλυσης» απλώς επέβαλλε «κλικάρισμα» σε μία από τρεις επιλογές:
1. ικανότητα εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας,
2. συμπεριφορά του εργαζομένου ή
3. λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης.
Όπως επισήμανε στο άρθρο του (στην «Εφ.Συν.» 17/8/2019) ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου του ΑΠΘ Άρις Καζάκος, «η καταργηθείσα ρύθμιση δεν επέβαλλε την αναφορά του βάσιμου λόγου στο έγγραφο της καταγγελίας (απόλυσης). Μόνο σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αμφισβητούσε την ύπαρξη βάσιμου λόγου και προσέφευγε στο ΣΕΠΕ και κυρίως στο αρμόδιο δικαστήριο ο εργοδότης έφερε το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι συνέτρεξε πράγματι βάσιμος λόγος απόλυσης».
Πάντως και ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας δίνοντας διευκρινίσεις για το θέμα σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ αποδυνάμωσε εν μέρει το επιχείρημά του περί «στίγματος» και «ηλεκτρονικού φακελώματος» του εργαζομένου αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Μπορεί ο επόμενος εργοδότης να μην έχει τη δυνατότητα να δει απευθείας τον φάκελο του εργαζομένου, επειδή όμως ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να δει τον φάκελό του, είναι αυτονόητο ότι ο επόμενος εργοδότης θα ζητήσει από τον εργαζόμενο να δει τους λόγους και τις αιτίες που τον απέλυσε ο προηγούμενος εργοδότης του».
Οξύτερη ήταν η αντίδραση του ΚΚΕ, που σε ανακοίνωση του γραφείου Τύπου σημειώνει ότι «όσα προκλητικά ισχυρίζεται ο υπουργός Εργασίας, ότι με την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης μπαίνει “τέλος στο ηλεκτρονικό φακέλωμα” για τους εργαζόμενους, αλλά και ο ψευτοκαβγάς με τον ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκουν να κρύψουν τον φανερό πόθο των επιχειρηματικών ομίλων που είναι η πλήρης κατάργηση της αποζημίωσης».
Συμπληρώνει δε ότι «η ίδια η κυβέρνηση με το «ηλεκτρονικό μητρώο των συνδικάτων» και των «ηλεκτρονικών ψηφοφοριών», που έχει εξαγγείλει, επιδιώκει το πλήρες «φακέλωμα» των εργαζομένων που είναι συνδικαλισμένοι και τον ασφυκτικό έλεγχο των συνδικάτων. Το κεφάλαιο δεν ανέχεται, ακόμα και προσχηματικές διατάξεις, όπως αυτή για τη «δικαιολόγηση των απολύσεων», παρά το γεγονός πως έχει στη διάθεσή του ένα ολόκληρο νομικό οπλοστάσιο, που ψήφισαν μαζί ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα των μνημονίων, για να μπορεί να απολύει ελεύθερα».
Τα ισχυρά όπλα των εργοδοτών
Σε κάθε περίπτωση σαφώς δημιουργεί προβληματισμό και καχυποψία στους εργαζομένους το γεγονός ότι οι εργοδοτικοί φορείς με αρχηγό τον ΣΕΒ είχαν πολεμήσει τη διάταξη αυτή από την αρχή, εξ ου και έσπευσαν να επικροτήσουν την κατάργησή της.
Είχαν μάλιστα προβλέψει -κάποιοι χρησιμοποιούν και το ρήμα «απειλήσει»- ότι θα μειωθούν οι προσλήψεις, ειδικά αυτές με σύμβαση αορίστου χρόνου, ευνοώντας τις μη σταθερές μορφές εργασίας (σύμβαση ορισμένου χρόνου, μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση) και συμβάλλοντας στη στασιμότητα της ανεργίας.
Εύλογα λοιπόν γεννάται ένα ερώτημα: Πάντα οι εργοδότες θα έχουν το όπλο των μη προσλήψεων προκειμένου να αντιδράσουν σε φιλεργατικές διατάξεις. Και αν τώρα επρόκειτο για μια «αχρείαστη υπερβολή» που επέβαλε για επικοινωνιακούς λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ, -όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση- αύριο μπορεί το ζήτημα να αφορά κάτι αναγκαίο για την προστασία των εργαζομένων. Η κυβέρνηση θα υποκύψει γιατί το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων θα είναι αρνητικό;
Μην ξεχνάμε ότι ο ΣΕΒ εντονότατες ενστάσεις με παρόμοιες ζοφερές προβλέψεις για τις συνέπειες που θα έχει στην απασχόληση είχε εκφράσει και για την αύξηση του κατώτατου μισθού που συνδυάστηκε και με την κατάργηση του υποκατώτατου. Κινδυνεύει άραγε να ξηλωθεί ή να αλλοιωθεί και αυτή η διάταξη;
Μάλιστα για το ζήτημα των αυξήσεων στις θεσμοθετημένες τριετίες, ως επακόλουθο της αύξησης του κατώτατου μισθού, έχει προσφύγει και στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η υπόθεση πρόκειται να εκδικαστεί στις 8 Οκτωβρίου.
Η πλευρά των εργοδοτών ζητά ουσιαστικά να καταργηθεί η εγκύκλιος που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας στις 18 Φεβρουαρίου 2019, σύμφωνα με την οποία, καθορίζει στο εξής τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα. Η εγκύκλιος, όπως τονίζει ο ΣΕΒ, είναι άκυρη επειδή δεν πήρε ΦΕΚ, αλλά και γιατί αναπροσαρμόζει τα ποσά στις τριετίες, από τα 650 ευρώ και άνω. Στο σημείο αυτό ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι με βάση μνημονιακή νομοθεσία (ν.4172/2013 αρ. 103 και 4093/2012), ο κατώτατος μισθός ορίζεται ως μοναδιαία αξία (ποσό) αναφοράς. Συνεπώς, οι τριετίες μένουν «παγωμένες» και δεν πρέπει να αυξηθούν μέχρι η ανεργία να υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, όπως ορίζεται στον σχετικό νόμο.
Πέρα δε από τους τυπικούς λόγους για τους οποίους ζητά κατάργηση της εγκυκλίου η «ουσιαστική παρατήρηση» του Συνδέσμου των βιομηχάνων είναι ότι «το ύψος των μισθών που αντέχει να πληρώνει μία οικονομία δεν μπορεί να εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά από την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της οικονομίας, καθώς και το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας».
Δίνοντας δε και ένα χρονικό ορίζοντα για το πότε θα υπάρξει ενίσχυση μισθών προσθέτει ότι «στο σημερινό εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων με μείωση στη φορολογία της εργασίας και μείωση των εισφορών […] Ο στόχος για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές στη χώρα συνδέεται άμεσα με τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας της. Και εκεί πρέπει να δοθεί το βάρος κατά τα επόμενα χρόνια».
Οι «αμαρτωλές» εργολαβίες
Οι εργολαβίες με τις επαίσχυντες «ενοικιάσεις» εργαζομένων έχουν απασχολήσει αρνητικά πολλές φορές την επικαιρότητα με καταγγελίες για απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, εξαπάτηση και εκμετάλλευση του χειρίστου είδους εργαζομένων. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και σαφώς απαιτεί λύση.
Η ΓΣΕΕ μιλώντας για τη «μάστιγα της εργοδοτικής παραβατικότητας στις εργολαβίες» είχε μάλιστα βρει ανεπαρκή και μάλλον λιγότερο αυστηρή από όσο απαιτείται τη σχετική διάταξη που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2018 και σήμερα κατήργησε η νέα κυβέρνηση της ΝΔ.
Όπως είχε επισημάνει η Συνομοσπονδία, για την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβικές αναθέσεις απαιτείται η ρητή απαγόρευση των αναθέσεων αυτών, στις περιπτώσεις παροχής εργασίας απαραίτητης για τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Μάλιστα η ΓΣΕΕ –που από κάποια στιγμή και μετά βρισκόταν σε ανοιχτή κόντρα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- σημείωνε με νόημα ότι «η προστασία των εργαζομένων δεν είναι ένα επικοινωνιακό παιχνίδι».
Για την κατάργηση της διάταξης που όριζε συνυπευθυνότητα της επιχείρησης που υπογράφει μια σύμβαση έργου με τον εργολάβο ή ακόμη και τον υπεργολάβο σε περίπτωση που ο τελευταίος καταστρατηγήσει τη νομοθεσία (π.χ. μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών, των ασφαλιστικών εισφορών καθώς και τυχόν αποζημιώσεων απόλυσης στους εργαζόμενους), το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης της ΝΔ είναι ότι περιπλέκει την κατάσταση και επομένως δεν προστατεύει τους εργαζόμενους.
Όπως σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση, επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να αντιμετωπιστούν προβλήματα εργασιακών σχέσεων στις κάθε είδους συμβάσεις εξωτερίκευσης υπηρεσιών μιας επιχείρησης προς τρίτους (outsourcing).
Και καταργήθηκε, «ώστε να είναι σαφής η ευθύνη του εργοδότη έναντι των εργαζομένων που αυτός απασχολεί, ανεξαρτήτως των συμβατικών σχέσεων που αναπτύσσει ο εργοδότης με τρίτους ως επιχειρηματίας».
Αμφισβητώντας την επιχειρηματολογία αυτή ο εργατολόγος Κώστας Τσουκαλάς επισημαίνει ότι «η διάταξη για τις εργολαβικές εταιρείες έδινε δυνατότητες διεκδίκησης στους εργαζομένους όσον αφορά την ευθύνη έναντι των δικαιωμάτων τους. Ουσιαστικά η προηγούμενη διάταξη έλεγε πως πέρα από τον άμεσο εργοδότη, μπορούσε κανείς να απευθυνθεί και στον έμμεσο εργοδότη για τα κεκτημένα του. Μέχρι πρότινος δηλαδή, αν κάποιος δούλευε σε εμένα αλλά δεν είχε με εμένα σύμβαση, μπορούσε να ζητήσει τα δικαιώματά του και σε εμένα, κάτι που παύει να ισχύει».
»Στην πράξη βέβαια πολλές φορές ο έμμεσος εργοδότης ήταν και άμεσος, γιατί έστηναν μια εταιρεία μαζί για να μην έχει ευθύνη ο πρώτος. Τώρα στην ουσία οι εργολαβικές εταιρείες φαίνεται πως θα παίξουν πάλι ένα μεγάλο ρόλο με το δημόσιο και τις αναθέσεις έργων. Στα νοσοκομεία είχε αλλάξει αυτό και είχαν γίνει συμβάσεις απ’ ευθείας με τους εργαζόμενους, κάτι που φαίνεται να τροποποιείται ξανά».
Αντιθέτως, και αυτή την κατάργηση δέχθηκαν με ανακούφιση και ικανοποίηση οι εργοδοτικοί φορείς που από την πρώτη στιγμή είχαν επισημάνει με κοινή επιστολή των φορέων προς την κ. Αχτσιόγλου, το υπέρμετρο κόστος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε κάποιος να ελέγχει τις συμβάσεις με τους εργολάβους.
Ενδιαφέρον έχει η τοποθέτηση της ΕΣΕΕ που μιλά για «μία παράλογη διάταξη, η οποία είχε σκοπό να καταστήσει τον εργοδότη επίσημο «ελεγκτή» του εργολάβου, στη θέση που κανονικά θα έπρεπε να είχαν οι κρατικές υπηρεσίες της Επιθεώρησης εργασίας και του ΕΦΚΑ».
Είναι πρακτικά αδύνατο, σημειώνει η ΕΣΕΕ, να ελέγχει ο επιχειρηματίας αν, ο εργολάβος που χρησιμοποιεί, τηρεί τις υποχρεώσεις του προς το προσωπικό του.
Ωστόσο, όταν όλοι πλέον στον σύγχρονο κόσμο -ακόμη και σε χώρες που έχουν «ευαγγέλιο» τους νόμους και την αυτορρύθμιση της αγοράς- μιλούν για την αναγκαιότατα ενίσχυσης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αυτή η «αποποίηση» ευθυνών δεν συνάδει με το μοντέλο των επιχειρήσεων που έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία για να πάει μπροστά.
Συνδικαλιστικός νόμος
Το δεύτερο δείγμα γραφής για την αλλαγή στη «φιλοσοφία» που πρόκειται να ακολουθήσει στα εργασιακά όλα δείχνουν ότι ετοιμάζεται να δώσει η κυβέρνηση με τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο.
Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, θα επιδιώξει -όπως υποστηρίζει- να επιβάλει καθεστώς διαφάνειας στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, να ξεκαθαρίσει τα μητρώα αυτών και έτσι να επιλύσει σειρά θεμάτων που συνδέονται με τα δικαιώματα που πηγάζουν από την ιδιότητα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, εργατικής ή εργοδοτικής.
Αυτή τη φορά, των αλλαγών θα προηγηθεί κοινωνική διαβούλευση λένε από το υπουργείο Εργασίας.
Σύμφωνα πάντως με όσα έχουν γίνει γνωστά για τον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας, με στόχο την «ανεμπόδιστη και καθολική συμμετοχή των εργαζόμενων στην άσκηση του δικαιώματός τους» θα θεσμοθετηθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής, εξ αποστάσεως, ψηφοφορίας, για την επιλογή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων σε ένα σωματείο ή οργάνωση, αλλά και για την προκήρυξη απεργίας.
Πηγές από το υπουργείο Εργασίας αναφέρουν πως η διάταξη που πέρασε το 2018, υπό την εποπτεία αλλά και τις πιέσεις της τρόικας των δανειστών, και προβλέπει την παρουσία του 50%+1 των οικονομικά ενεργών μελών μιας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση, ώστε να τεκμαίρεται απαρτία και να ληφθεί έγκυρη απόφαση για απεργία, δεν θα αλλάξει. Απλώς, θα προστεθεί η δυνατότητα συμμετοχής μελών, εξ αποστάσεως, μέσω ηλεκτρονικής ψήφου.
Η δεύτερη προωθούμενη παρέμβαση αφορά τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου για συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών κι εργαζομένων. Στόχος αυτής της διάταξης, είναι η οργάνωση ενός μητρώου μελών, για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση με τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτήν και άρα διαφάνεια στη συμμετοχή των συνδικαλιστών σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει το σωματείο ή η οργάνωση.
Η καταγραφή των μελών θα ισχύει τόσο για τις οργανώσεις των εργαζομένων όσο και για των εργοδοτών.
Μια τρίτη, άμεσα όμως συνδεδεμένη με τις δύο προηγούμενες, παρέμβαση που συζητείται στο υπουργείο Εργασίας, αφορά την πρόβλεψη για δημιουργία ειδικής ιστοσελίδας, από πλευράς των εργοδοτών, στην οποία θα μπορούν οι συνδικαλιστές οργανώσεις να δημοσιοποιούν τις ανακοινώσεις τους, ηλεκτρονικά.
Όλα τα εργασιακά θέματα στο τραπέζι
Αποκαλυπτικές του σκεπτικού της κυβέρνησης για τα εργασιακά είναι οι εκμυστηρεύσεις της γενικής γραμματέως του υπουργείου Απασχόλησης κυρία Άννας Στρατινάκη που φιλοξενεί το Βήμα.
Όπως λέει η κυρία Στρατινάκη, με το παρόν καθεστώς τρεις εργαζόμενοι και τρεις επιχειρήσεις μπορούν να συγκροτούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να εκπροσωπούν σχεδόν αυτοδίκαια ομάδες συμφερόντων, να διαπραγματεύονται μεταξύ τους συλλογικές συμβάσεις και να απολαμβάνουν προνόμια χωρίς κανείς να μπορεί να ελέγξει πόσους και ποιους πραγματικά εκπροσωπούν.
Δεν κρύβει ότι «αντιμετωπίζουμε δομικά προβλήματα της εργατικής νομοθεσίας», διευκρινίζοντας ότι «θα απαιτηθούν πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των μηχανισμών διαμεσολάβησης, της διαιτησίας και της συμφιλιωτικής διαπραγμάτευσης».
Σήμερα επιμένει ότι «διατηρούνται στρεβλωτικές ρυθμίσεις, οι οποίες συγκροτήθηκαν σε ψηφοθηρική βάση και κρίνουμε ότι χρήζουν αναθεώρησης, όπως συνέβη με την αιτιολογημένη απόλυση, η οποία εφαρμοζόμενη θα κατέληγε σε πρωτοφανή αδιέξοδα, θα κατέτεινε σε εξευτελισμό των εργαζομένων στα δικαστήρια και εντέλει σε μόνιμη ανεργία».
Στην ερώτηση ποιες άλλες ρυθμίσεις χρήζουν αλλαγής η Αννα Στρατινάκη αναφέρει χαρακτηριστικά μια τροπολογία του 2017 που κατέθεσε το ΚΚΕ και συμφώνησε η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προέβλεπε ότι η καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων υπέχει θέση καταγγελίας της σύμβασης.
Χωρίς, όπως εξηγεί, να προσδιορίζεται ο χρόνος μη καταβολής των δεδουλευμένων. Το μέτρο, στον βαθμό που δεν ορίζεται η διάρκεια, το τρίμηνο ή το εξάμηνο, που συμπίπτει με τον χρόνο π.χ. καταγγελίας των δανείων μιας επιχείρησης, προκαλεί απίθανες στρεβλώσεις.
Χωρίς να διασταυρώνεται αν η καθυστέρηση διατηρήθηκε στον χρόνο, οι εργαζόμενοι δύνανται να καταγγείλουν τη σύμβαση και να λάβουν επί εξάμηνο επιδόματα ανεργίας, ακόμη και αν την επομένη κατεβλήθησαν τα δεδουλευμένα ή οι εργαζόμενοι βρήκαν άλλη εργασία.
Στην περίπτωση αυτή «οφείλουμε να προσδιορίσουμε τον εύλογο χρόνο μη καταβολής των δεδουλευμένων».
«Όπως και είναι απαραίτητο», υπογραμμίζει η κυρία Στρατινάκη, «να διασταυρώνεται στην περίπτωση επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων αν οι υπογράφοντες αυτές εκπροσωπούν το 51% του κλάδου».
Για δε την απόφαση για την απεργία να επιβεβαιώνεται μέσω και ηλεκτρονικών ψηφοφοριών η βούληση του 51% των εργαζομένων – εξηγεί ότι όλοι έχουμε δει να προκηρύσσονται απεργίες από μειοψηφίες που δεν αντιπροσωπεύουν τη θέληση των εργαζομένων και πως το μητρώο, όπως και συνολικά η αναθεώρηση του συνδικαλιστικού νόμου, θα εκτεθούν σε κοινωνικό διάλογο.
Ήδη από τη δημοσιοποίηση των προθέσεων της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τον συνδικαλιστικό νόμο, συνδικάτα και Αντιπολίτευση έχουν πάρει θέσεις μάχης προμηνύοντας ότι δεν θα είναι κάτι εύκολο και ανώδυνο για την κυβέρνηση να εφαρμόσει αλλαγές.
Οι προειδοποιήσεις προς την κυβέρνηση για έντονες αντιδράσεις και αγώνες, αλλά και προς τον κόσμο της εργασίας να βρίσκεται σε επαγρύπνηση γιατί έρχονται νέες βίαιες ανατροπές είναι ηχηρές, δημιουργώντας κλίμα ανασφάλειας και φόβου.
Και πλέον μετά από δέκα χρόνια οικονομικής και κοινωνικής κρίσης τα περιθώρια αντοχής και ανοχής του κόσμου της εργασίας έχουν εξαντληθεί, ό,τι αυτό σημαίνει για τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει η όποια αντίδραση. Επίσης, μετά την πληθώρα των βίαιων αλλαγών που έφεραν τα μνημόνια στα εργασιακά, τα αντανακλαστικά είναι αυξημένα και η καχυποψία διάχυτη για να την καθησυχάσει μια νέα υπόσχεση για αυστηρούς ελέγχους και τσουχτερά πρόστιμα.
Και αυτά πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη της η κυβέρνηση στην κατάρτιση των σχεδίων της για τα εργασιακά, που μαζί με το Ασφαλιστικό, αποτελούν, όπως έχει αποδειχθεί, πολύ κρίσιμα και ευαίσθητα για την κοινωνία ζητήματα. Επιζήμιες για τους εργαζομένους επιλογές και κακοί χειρισμοί τιμωρούνται αυστηρά, ακόμη και από αυτούς που χειροκροτούσαν ως «γενική ιδέα» τα περί ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και βιώσιμου ασφαλιστικού. Γιατί όλα κρίνονται στην πράξη και οι επιλογές και οι αποφάσεις αλλάζουν όταν κάνουν τελικό ταμείο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις